Γρηγόρης Κωσταράς, 12/7/2023 - 15:40 facebook twitter linkedin Γυναικείον Δράμα και Δίκαιη Πολιτεία! - Οι ιδέες του Πλάτωνα για την γυναίκα και τα δικαιώματά της! Γρηγόρης Κωσταράς, 12/7/2023 facebook twitter linkedin ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (Ι) «Δεν υπάρχει βέβαια, φίλε μου, κανένα επάγγελμα από όσα αναφέρονται στη διοίκηση της Πολιτείας, που να ανήκει στη γυναίκα, επειδή είναι γυναίκα, ούτε στον άνδρα, επειδή είναι άνδρας, αλλά οι φυσικές προδιαθέσεις είναι ομοίως μοιρασμένες και στα δύο φύλα, και σε όλα τα επιτηδεύματα μετέχει η γυναίκα από το φύση της, το ίδιο και ο άνδρας…» Πλάτων («Πολιτεία» 455d6-c1) Είκοσι πέντε περίπου αιώνες από σήμερα, ο Πλάτων επισημαίνει πόσον ενδιαφέρον και συγχρόνως πόσον επίδικο θέμα είναι η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία. Οι ιδέες του Πλάτωνος για τη γυναίκα και τη δραστηριότητά της, για την παιδεία και την ελευθερία της, για την επαγγελματική της μόρφωση και τη συμμετοχή της στα κοινά, είναι τόσο επίκαιρες και τόσο προοδευτικές, ώστε αν εφαρμόζονταν στο σύνολό τους, θα άλλαζε το κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της εποχής μας˙ προς το καλύτερο βέβαια. Πρόκειται για μια ειρηνική επανάσταση. Η οποία θα οικοδομούσε μία δίκαιη και δικαίως λειτουργούσα Πολιτεία. Μέσα σε μία τέτοια Πολιτεία, μεταβάλλονται: α) η νομική θέση της γυναίκας, β) η κοινωνική της θέση και γ) η όλη αντίληψη και νοοτροπία της εποχής για τη γυναίκα. Ζωή, κοινωνία, ιστορία, εξελικτική διαδικασία δεν νοούνται χωρίς τη δημιουργική παρουσία και την απροσμέτρητη προσφορά του θήλεος. Το «γυναικείον δράμα», μία φράση πολύσημη και εξαιτίας της πολυσημίας της σχεδόν αμετάφραστη, δηλαδή η «γυναικεία δραστηριότητα», θα αποτελέσει για τον Πλάτωνα ένα πρόβλημα δύσκολο και γι’ αυτό θα το αντιμετωπίσει μεθοδικά και συστηματικά. Σε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, στην «Πολιτεία» (451c1-3) -όπου αναζητεί τον καλύτερο τρόπο συγκροτήσεως, οργανώσεως και διακυβερνήσεως μιας ενάρετης και ευνομούμενης πόλεως, δηλαδή κράτους-, υπογραμμίζει ο Πλάτων: «Τάχα δε ούτως αν ορθώς έχοι, μετά ανδρείον δράμα παντελώς διαπερανθιέν το γυναικείον αυ περαίνειν, άλλως τε και επειδή συ ούτω προκαλή: ίσως όμως να είναι προτιμότερον έτσι, αφού δηλαδή εξετάσαμε διεξοδικά την ανδρική δραστηριότητα μέσα στην πολιτεία, πρέπει να τελειώνουμε τώρα και το γυναικείον δράμα, επειδή άλλωστε το απαιτείς και συ». Ο Πλάτων νομίζει ότι η μεταβολή της θέσεως της γυναίκας είναι εφικτή και σκόπιμη μέσα σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό, που θα επηρεάζει βαθύτατα το πεπρωμένο της κοινότητας: η μεταβολή αυτή είναι δυνατή στο πλαίσιο μιας δίκαιης Πολιτείας. Μια δίκαιη, τώρα, Πολιτεία θα είναι τοιαύτη και εξαιτίας της αλλαγής της θέσεως της γυναίκας. Τι είναι η δίκαιη Πολιτεία και ποια η θέση της γυναίκας μέσα σ’ αυτή; Ποιες ήταν οι αντιλήψεις των χρόνων πριν από τον Πλάτωνα και των συγχρόνων του; Πόσον επηρεάζουν οι πλατωνικές απόψεις τους βαθείς μετασχηματισμούς της εποχής μας; Εν αρχή ην η δίκαιη Πολιτεία στο πνεύμα του Πλάτωνος. Από τον αργαλειό, τώρα, του πλατωνικού νου, βγήκε ένα γιγάντιο έργο. Η διανοητική σαΐτα του Πλάτωνος ύφανε, επάνω σε πυκνό στημόνι, πολύχρωμα ψηφιδωτά - τα επιμέρους συγγράμματα. Αυτά τα ψηφιδωτά είναι βέβαια ενταγμένα αρμονικά μέσα σ’ ένα ενιαίο Όλο˙ συγχρόνως, όμως, φαντάζουν ανεξάρτητα με τη δική τους φυσιογνωμία, με τη δική τους λάμψη, με το ατομικό τους περίγραμμα. Οι ψηφίδες, τώρα, κάθε επιμέρους ψηφιδωτού -οι έννοιες-, βρίσκονται στην ίδια εκείνη αρμονική αναλογία, κατά την οποία υπάρχει το ψηφιδωτό προς το σύνολο. Ανοίγονται, έτσι, δύο δρόμοι για μία πιθανόν ορθή προσέγγιση αυτού του μεγαλειώδους έργου: Ο ένας είναι να ερευνήσουμε το συγκεκριμένο πρόβλημα, μελετώντας το αντίστοιχο σύγγραμμα, όπου ο Πλάτων το συζητεί. Ο άλλος δρόμος είναι να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα μέσα από το πνεύμα του όλου έργου. Η δεύτερη αυτή μέθοδος μου φαίνεται ότι είναι η πιο σωστή. Μια ενιαία αναπαράσταση, συνολική θεώρηση και συνθετική ερμηνεία θα μας απεκάλυπτε ίσως τα μεγάλα θέλγητρα του ύψιστα ζωτικού πλατωνικού λόγου: το απύθμενο φιλοσοφικό-θεωρητικό και πρακτικό του βάθος και το απροσμέτρητο κάλλος του, την εσωτερική του κίνηση, τη μουσικότητα και την πλαστικότητα, την ισόρροπη αρμονία, με μια λέξη: την αθάνατη Αρετή του. Ειδικότερα η μελέτη των περί Πολιτείας αντιλήψεων του Πλάτωνος δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στη σπουδή της «Πολιτείας», του «Πολιτικού» και των «Νόμων» του ή ακόμη της «Ζ’ Επιστολής», του «Κριτία», του «Πρωταγόρα», της «Απολογίας», του «Κρίτωνα» και του «Μενέξενου» - έστω και αν εδώ ο Πλάτων ερευνά μεθοδικά και συστηματικά το φαινόμενο της ανθρώπινης -ατομικής και ομαδικής- πολιτικής συμπεριφοράς. Διότι όλοι οι διάλογοι θίγουν σημαντικά προβλήματα ηθικής, δηλαδή πρακτικής φιλοσοφίας, που είναι αδύνατο κάθε σοβαρός ερευνητής να παραβλέψει. Εξάλλου, τη συνολική θεώρηση ως μέθοδο ερμηνείας του πλατωνικού έργου επιβάλλει όχι μόνον η διαπιστωμένη γενετική και εξελικτική πορεία του φιλοσοφικού του στοχασμού, αλλά και οι διορθωτικές εκ των υστέρων επεμβάσεις του σε καίρια θέματα, τις γραμμές των οποίων είχε ήδη, τόσο βαθιά μάλιστα, χαράξει. Δείγματα διορθωτικών επεμβάσεων: Στους «Νόμους» η άποψή του για την ιδιοκτησία και την οικογένεια, για την κοινότητά τους, όπως είχε διατυπωθεί στην «Πολιτεία», εγκαταλείπεται. Στην «Πολιτεία» η οικογένεια, αν δεν καταργείται ολωσδιόλου, πάντως διευρύνεται τόσον, ώστε να περιλάβει ολόκληρη την πόλη: «Νομιούσι δε πάντες πάντας αυτούς ομογενείς: ο καθένας πρέπει να βλέπει όλους τους άλλους ωσάν να ανήκαν στην ίδια οικογένεια» (Τίμ. 18d). Στους «Νόμους», ωστόσο, αναγνωρίζει ο Πλάτων και την ιερότητα και τη σκοπιμότητα του οικογενειακού θεσμού. Στην «Πολιτεία» του ο Πλάτων είναι πεπεισμένος ότι: «Αν (……) ή οι φιλόσοφοι δεν γίνουν στα κράτη βασιλείς ή αν δεν αποκτήσουν οι λεγόμενοι σήμερα βασιλείς και δυνάστες επαρκή και γνήσια φιλοσοφική μόρφωση, αν ακόμη δεν συναντηθούν στο αυτό πρόσωπο αυτά τα δύο, δηλαδή και η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία (……), δεν μπορεί να υπάρξει για τα κράτη σταμάτημα των δεινών (……) και όπως νομίζω ούτε για το ανθρώπινο γένος, ούτε βλέπω τρόπο, πριν γίνουν αυτά, να ξεφυτρώσει, όσο είναι κατορθωτό, και να ιδεί το φως του ήλιου το πολίτευμα, που εμείς τώρα με το λόγο έχομε χαράξει» (Πολ. 473c11 – d1-8). Εδώ προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί και να λειτουργήσει η ορθή Πολιτεία είναι να κυβερνήσουν οι βασιλείς φιλόσοφοι. Στον «Πολιτικό» του, όμως, υποκαθιστά το φιλόσοφο-βασιλέα με έναν πολιτικό μονάρχη, ο οποίος, ως αγαθός και σοφός, και τους νόμους δεν θα καταστρατηγεί και προς το καλό της κοινότητας θα εργάζεται. Ένα τρίτο παράδειγμα διορθωτικής πορείας στην πλατωνική αντίληψη για την Πολιτεία: Στους «Νόμους» του ο φιλόσοφος θεμελιώνει την κοινωνική συνοχή και την αρμονική συμβίωση στην ευσέβεια προς τους θεούς (Νόμ. 885b – 910e) και στην υποταγή στους νομοθετικούς κανόνες της πόλεως, ενώ στην «Πολιτεία» του είχεν εξαρτήσει και την αποφυγή αντιθέσεων και συγκρούσεων ανάμεσα στα μέλη μιας τάξεως και την αρμονική συνύπαρξη των τριών τάξεων αποκλειστικά από την αρετή της δικαιοσύνης. Όλος ο θεωρητικός μόχθος του Πλάτωνος στην «Πολιτεία» του αποβλέπει στη θεμελίωση της ορθής κοινωνικής και πολιτικής πράξεως: «Χθες», λέγει ο Πλάτων (Τίμ. 17b 11-c1-2), «το κύριο νόημα των λόγων, τους οποίους είπα περί της πολιτείας ήταν αυτό: ποία πολιτεία και από ποίους άνδρας αποτελουμένη θα μου φαινόταν ότι είναι η καλυτέρα». Στους «Νόμους» (702a) επίσης συνοψίζει ως σκοπό της όλης έρευνας το «κατιδείν πώς ποτ’ αν πόλις άριστα οικοίη, και ιδία πώς αν τις βέλτιστα τον εαυτόν βίον διάγοι: να ιδούμε καλά με ποιον τρόπο θα μπορούσε να διοικηθεί άριστα ένα κράτος και πώς θα περνούσε κανείς, ιδιαίτερα στον ατομικό του βίο, όσο το δυνατόν καλύτερα». ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (ΙΙ) «Αν, λοιπόν, θέλουμε να μεταχειρισθούμε τις γυναίκες με τον ίδιο τρόπο, όπως και τους άνδρες, πρέπει να τις διδάσκουμε τα ίδια κι αυτές… Υπάρχουν βέβαια πολλές γυναίκες ανώτερες σε πολλά από τους άνδρες… Και είναι κάτι καλύτερο για την πόλη από το να βρίσκονται μέσα σ’ αυτή, όσο γίνεται, άριστες γυναίκες και άνδρες;» Πλάτων («Πολιτεία» 451e6, 455d3, 456e6) Η οργανωμένη Πολιτεία είναι βέβαια η εικόνα του ανθρώπου σε μεγέθυνση. Όπως διαιρεί ο Πλάτων την ψυχή του ανθρώπου σε τρία μέρη (στο λογιστικόν, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν, Τίμ. 41c, 70a-e και «Πολιτεία» 581a), έτσι διακρίνει μέσα στην κοινωνία τρεις αντίστοιχες προς αυτά τάξεις˙ είναι α) η τάξη των φιλοσόφων-βασιλέων, β) των επικούρων-στρατιωτών και γ) των χρηματιστών-παραγωγών (Πολ. 403d – 405a, 484a, 493c). Οι πρώτοι, ως πεπαιδευμένοι ηγέτες και άρχοντες -που νομοθετούν, επιβλέπουν στην τήρηση του νόμου και διευθύνουν προς όφελος του συνόλου τις τύχες του κράτους- πρέπει να καλλιεργήσουν σε ύψιστο βαθμό την αρετή του λογιστικού, τη σοφία (Πολιτεία 432d – 437d, 504a 4-6). Οι δεύτεροι, ως φρουροί και φύλακες της πόλεως, που υπερασπίζονται και προστατεύουν το σύνολο, οφείλουν να αναπτύξουν την ανδρεία ως αρετή, η οποία είναι το γνώρισμα πληρότητας του θυμοειδούς (Πολ. 439c – 440a). Οι τρίτοι, ως δημιουργοί που εργάζονται και γεωργούν εξασφαλίζοντας στην πόλη τα υλικά αγαθά, χρειάζεται να ασκούνται στη σωφροσύνη, στην αυτοκυριαρχία και να ηνιοχούν τις ορμές και τις επιθυμίες τους (Πολ. 433a-c). Όμως η σοφία κινδυνεύει να μετατραπεί σε πανουργία, η ανδρεία σε θράσος και η σωφροσύνη σε δειλία, αν δεν συνοδεύεται από τη μέγιστη των αρετών, τη δικαιοσύνη (Νόμ. 885b - 910e). Η οποία ως συνεκτικός δεσμός σώζει την ενότητα ανάμεσα στα τρία μέρη της ψυχής και ποιμαίνει την αρμονική συνεργασία ανάμεσα στις τρεις τάξεις της κοινωνίας. Αυτοί είναι οι βασικοί αρμοί, επάνω στους οποίους οικοδομείται η άριστη, δηλαδή η δίκαιη Πολιτεία και αυτές είναι οι απαντήσεις του Πλάτωνος σε δύο θεμελιώδη προβλήματα κάθε πολιτικής θεωρίας: «Ποιοι πρέπει να άρχουν» και «πώς πρέπει να άρχουν»: Οι άριστοι, δηλαδή οι σοφοί καγαθοί, με δικαιοσύνη προς το κοινό καλό. Τι είναι, τώρα, δικαιοσύνη κατά τον Πλάτωνα, είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Μερικοί, όχι μάλιστα τυχαίοι μελετητές (Κ. Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τόμ. Ι, σελ. 160, εισαγωγή-μετάφραση Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα 1980), θεωρούν ότι ο όρος «δίκαιος» είναι συνώνυμος στην «Πολιτεία» αυτού, που αφορά στο συμφέρον της πόλεως και ότι αδικία είναι ό,τι βλάπτει την πόλη: «Κακουργίαν δε την μεγίστην της εαυτού πόλεως ουκ αδικίαν φήσεις είναι;» (Πολ. 434c 4-5), ερωτά ο ίδιος ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του, ενώ στους «Νόμους» βεβαιώνει πως νομοθετεί «με γνώμονα το τι είναι καλύτερο για ολόκληρη την πόλη», διότι «τοποθετώ», λέγει, «δίκαια τα συμφέροντα του ατόμου σε ένα κατώτερο αξιολογικό επίπεδο…» (Νόμ. 923b). Στην «Πολιτεία» του ο Πλάτων συζητεί όλες τις εκδοχές για τη δικαιοσύνη και ελέγχει αδυσώπητα πλήθος ορισμών. Εκδιπλώνεται εδώ μια σκέψη τόσο βαθιά και τόσο ουσιαστική, η οποία δεν αφήνει «εκτός δικαιοσύνης» ούτε την ίση κατανομή του βάρους της συμμετοχής στα κοινά ούτε την ίση αντιμετώπιση των πολιτών προ του νόμου ούτε την ίση ευθύνη ούτε την ίση απολαυή ούτε την ίση μεταχείριση των πολιτών απέναντι στα δικαστήρια: Ισονομία, ευνομία, ισοκρατία, ισηγορία, ισοτέλεια και εύθυνα είναι τα τέκνα της δικαιοσύνης, που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη μιας καλά οργανωμένης κοινωνίας και αναβαθμίζει την ποιότητα ζωής των πολιτών. Η δικαιοσύνη είναι και ατομικό και κοινωνικό ιδεώδες. Ως τάξη και ισορροπία εξασφαλίζει στον κάθε άνθρωπο την εσωτερική του αρμονία και τον οδηγεί έτσι στην ευδαιμονία. Αυτή η υγεία του ατόμου και η τέλεια ισορροπία της ψυχής του γίνεται, μέσα στην κοινωνία και μέσα στην πόλη, ενάρετη συμπεριφορά και ηθική πολιτική δραστηριότητα. Ως τάξη και ισορροπία του συνόλου, τώρα, η δικαιοσύνη εγκαθιδρύει την αρμονία μέσα στην κοινωνία. Η τέλεια αυτή αρμονία, η ευδαιμονία της κοινωνίας, η επίτευξη του αγαθού, συναρτάται προς την εμπραγμάτωση του ιδεώδους της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θεμελιώδης προϋπόθεση για την κυριαρχία μιας τέτοιας δικαιοσύνης είναι να συνειδητοποιήσει κάθε άνθρωπος την αξία και την αποστολή του ως μέλους της πολιτικής κοινότητας. Η δικαιοσύνη έτσι είναι το τα «αυτού πράττειν» (Π)ολ. 433b4). Είναι η οικειοπραξία, είναι η αρχή, το αίτημα να ενεργεί κάθε πολίτης σύμφωνα με την ψυχική του ιδιοσυστασία, σύμφωνα με τις εσωτερικές του ικανότητες και να περιορίζεται στο αντίστοιχο με αυτές έργο. Αν τούτο δεν συμβεί, τότε η πόλη απειλείται με όλεθρο, απότοκο μιας διαλυτικής πολυπραγμοσύνης. Η πολυπραγμοσύνη, ως ενασχόληση με πολλά και ξένα προς τη βαθύτερη ουσία μας, και το άτομο αλλοτριώνει και το σύνολο αποδιοργανώνει: απολακτίζει την ισορροπία του ατόμου και της πολιτικής κοινότητας την αρμονία. Διά τούτο ονομάζεται μέγιστη βλάβη, κακούργημα για την πόλη και ταυτίζεται με την αδικία (Πολ. 434a – 435a). Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι μία αυστηρή επιλογή του κατάλληλου για το κατάλληλο έργο και κυρίως μακρόχρονη εκπαίδευση θα βοηθήσει τους ανθρώπους κάθε τάξεως να εκπληρώσουν την αποστολή τους υποτάσσοντας το ατομικό συμφέρον και τις κερδοσκοπικές μικρότητες στο συμφέρον της πόλεως (Πολ. 485a-e, Νόμ. 875b-c). Γι’ αυτό καθορίζεται από τον Πλάτωνα επακριβώς ο σκοπός και η ουσία της παιδείας. Η οποία ποιεί τον άνθρωπο «επιθυμητήν τε και εραστήν του πολίτην γενέσθαι τέλεον, άρχειν τε και άρχεσθαι επιστάμενον μετά δίκης» (Νόμ. 643e). Η αγωγή είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας δίκαιης Πολιτείας. Στο ιδεώδες της εκπαιδεύσεως των πολιτών, στην ορθή ανατροφή τους στηρίζεται η ενάρετη πολιτική τους συμπεριφορά. Αυτό είναι το σχεδιάγραμμα της δίκαιης Πολιτείας. Η καινοτόμος, ριζοσπαστική και ρηξικέλευθη σκέψη του Πλάτωνος είδε καθαρά ότι η αγωγή, η διδασκαλία, πρέπει να επεκταθεί και στις γυναίκες, γιατί θεωρεί πως και τα δύο φύλα είναι, ανάλογα με το φύση τους, το ίδιο πολύτιμα για μία δίκαιη Πολιτεία: «Ει άρα ταις γυναιξίν επί ταυτά χρησόμεθα και τοις ανδράσι, ταυτά και διδακτέον αυτάς» (Πολ. 451e 6-7). Με την αντίληψή του αυτή ο Πλάτων κηρύσσει ένα είδος για την εποχή του επαναστάσεως και αλλάζει, όπως είπαμε, άρδην α) τη νομική θέση της γυναίκας, β) την κοινωνική θέση της γυναίκας και γ) την καθολική εκτίμηση για τη γυναίκα ως μέλος και του οίκου και της πόλεως. Ως κόρη, ως μνηστή, ως σύζυγο, ως μητέρα, ως τιτθήν, ως τροφόν, ως γαμιτήν, ως θήλυ, ως θυγατέρα, ως παιδαγωγόν, ως οψοποιόν, ως κομμώτριαν, ως μάγειρον, ως αοιδόν, ως ιέρειαν, σε κάθε στιγμή και μορφή ζωής παρακολουθεί ο λεπτολόγος πλατωνικός νους τη γυναίκα και αποκαλύπτει την ουσία της γυναικείας ψυχής και την εσωτερική της ενέργεια. Στον «Φαίδρο», στον «Τίμαιο», στον «Μενέξενο», στον «Πολιτικό», στον «Κρίτωνα», στον «Αλκιβιάδη», στην «Απολογία», στους «Νόμους» βέβαια αναφέρεται ο Πλάτων στη γυναίκα. Στην «Πολιτεία» του όμως επιχειρεί μία απομυθοποίηση της γυναίκας και μία τοποθέτηση στα πραγματικά της όρια, εκτιμώντας τις πολλές και μεγάλες δυνατότητές της. Η εποχή του -και γιατί όχι και η εποχή μας;- ήταν φορτωμένη με πολυαίωνες προκαταλήψεις, οι οποίες ύφαναν μια ωρισμένη νοοτροπία και οδήγησαν στη δημιουργία μιας αντιφατικής εικόνας, η οποία ούτε στην ψυχική της ζωή ανταποκρινόταν ούτε τον πολιτικό και κοινωνικό της ρόλο απέδιδε: Την μεταχειριζόταν βάναυσα και συγχρόνως την έβλεπε, στις ειδικές βέβαια στιγμές, ως τρυφερή ύπαρξη. Από το ένα μέρος ήταν σκεύος ηδονής, άμισθη υπηρέτρια, μηχανή παιδοποιίας, αδύνατο, ανελεύθερο, απολιτικό, ανίσχυρο, περιορισμένης -λόγω εμμήνου κύκλου, εγκυμοσύνης και τοκετού– αξίας ον, αναγκαστικά υποταγμένο στη μυϊκή ανδρική δύναμη, δούλο του ανδρός που με τα δύσκολα, επικίνδυνα και μεγάλα έργα του έδινε τη χειροπιαστή απόδειξη της υπεροχής του. Από το άλλο μέρος, η αγάπη προς τη μητέρα και ο έρωτας προς το θήλυ οδηγούσε στο σχηματισμό μιας ιδανικής, αρχετυπικής εικόνας, σε μία θέωση του θήλεος. Αυτές είναι οι δύο βαθιές ρίζες του μύθου που με τον Πλάτωνα αρχίζουν να κλονίζονται. ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (ΙΙΙ) «Πρέπει, λοιπόν, να ασκήσουμε και τις γυναίκες και στις δύο αυτές τέχνες -τη γυμναστική και τη μουσική- και να τις γυμνάσουμε και για τον πόλεμο και για να τις χρησιμοποιούμε στις ίδιες δουλειές» Πλάτων («Πολιτεία» 452a 4-5) Το Ε’ βιβλίο της «Πολιτείας» αφιερώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο «γυναικείον δράμα», μία δράση σχεδόν αμεταγλώττιστη εξαιτίας της πολυσημίας της: «Τάχα δε ούτως αν ορθώς έχοι, μετά ανδρείον δράμα παντελώς διαπερανθέν το γυναικείον αυ περαίνειν: Ίσως όμως να είναι και ορθότερον έτσι, μια που πήρε πλέον ολωσδιόλου τέλος το ανδρικό δράμα, να τελειώνουμε τώρα και το γυναικείον δράμα» (Πολ. 451c 1-3). Αυτό σημαίνει πως, αφού ερευνήθηκε ως εδώ με κάθε λεπτομέρεια το ανδρείον δράμα, οι δραστηριότητες των ανδρών μέσα στην Πολιτεία, είναι καιρός να ιδούμε και να εξετάσουμε ως το τέλος το ρόλο, τη δράση των γυναικών, τη συμμετοχή τους ή όχι στο πολιτικό φαινόμενο. Αφού εξήτασε το ζήτημα της «κοινότητας», δηλαδή της κοινοκτημοσύνης (αγαθών, τέκνων, γυναικών) και αφού ερεύνησε τις φυσικές διαφορές ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα, θα δείξει ο Πλάτων στη συνέχεια ότι «ουδέν άρα εστίν, ως φίλε, επιτήδευμα των πόλιν διοικούντων γυναικός διότι γυνή, ουδ’ ανδρός διότι ανήρ, αλλ’ ομοίως διεσπαρμέναι αι φύσεις εν αμφοίν τοιν ζώοιν και πάντων μεν μετέχει γυνή επιτηδευμάτων κατά φύσιν, πάντων δε ανήρ, επί πάσι δε ασθενέστερον γυνή ανδρός» (Πολ. 455d6-c1). Τη συμμετοχή των γυναικών «εις τα της πόλεως» κρίνει ως ύψιστα ζωτική: «Έστι δε τι πόλει άμεινον ή γυναίκας τε και άνδρας ως αρίστους εγγίγνεσθαι; ουκ έστειν» (Πολ. 456e 6-9). Η προνοητική γραφίδα του Πλάτωνος δεν εννοεί να αφήσει, επάνω σε ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η καθιέρωση των αυτών πολιτικών δικαιωμάτων και για τον άνδρα και για τη γυναίκα, καμία σκιά αμφιβολίας. Γι’ αυτό θα επαναλάβει στον «Τίμαιο» ότι «πρέπει να εναρμονίζουμε τη φύση των γυναικών προς εκείνη των ανδρών, ώστε να γίνει σχεδόν όμοια με αυτήν και να αναθέσουμε σε όλες τις ίδιες με τους άνδρες ασχολίες και ως προς τον πόλεμον και ως προς τις άλλες περιπτώσεις της ζωής» (Τίμ. 18e 1-4). Είναι αυτονόητο πως η συμμετοχή της γυναίκας στα κοινά προϋποθέτει καλλιέργεια των εμφύτων στοιχείων της και εκδίπλωση και εμφάνιση των ψυχικών και πνευματικών της ιδιοτήτων. Η αγωγή ανδρών και γυναικών είναι δυνατή και αναγκαία. Ακόμη και στη γυμναστική μπορεί να είναι η αυτή: Δεν βρίσκει ούτε ανήθικο ούτε γελοίο την από κοινού άσκηση ανδρών και γυναικών στις παλαίστρες και προτιμά, αντί για το χιτώνα, οι γυμναζόμενες γυμνές γυναίκες να φέρουν καλύτερα το πιο βέβαιο ένδυμα, το ένδυμα της αρετής. Αλλά ούτε η παρουσία γυναικών, που είναι γεροντότερες και γυμνές στις παλαίστρες, πρέπει να προσβάλει την αισθητική μας όρεξη και να οδηγήσει σε αποστροφή, αν σκεφθούμε με πόση ευχαρίστηση γυμνάζονται εκεί άνδρες φέροντας «καταζαρωμένοι και μια αηδία να τους βλέπει κανείς: Ρυσσοί και μη ηδείς την όψιν όμως φιλογυμναστώσιν!» (Πολ. 452a9-b 1-3). Την «κοινωνίαν», το ζευγάρωμα, το γάμο ανδρών-γυναικών θα τον καθορίζουν οι άρχοντες, οι αρχές κατά τρόπον, ώστε να αποφεύγονται οι αιμομιξίες και να υπηρετείται ο ευγονισμός: «Δει μεν (……) εκ των ωμολογημένων τους αρίστους ταις αρίσταις συγγίγνεσθαι ως πλειστάκις, τους δε φαυλοτάτους ταις φαυλοτάταις τουναντίον, και των μεν τα έκγονα τρέφειν, τω δε μη (……) τα δε των χειρόνων, και εάν τι των ετέρων ανάπηρον γίγνηται, εν απορρήτω τε και αδήλω κατακρύψουσι ως πρέπει. Είπερ μέλει (……) καθαρόν το γένος των φυλάκων έσεσθαι!» (Πολ. 459d 7-10 και 460c 3-7). Οι γάμοι αυτοί οι κοινού τελούνται υπό την άγρυπνη και σοφή εποπτεία των αγαθών αρχόντων και πραγματοποιούνται ύστερα από θυσίες και προσευχές που κάνουν σε κάθε γάμο οι ιερείς και οι ιέρειες και όλη μαζί η πόλη. Η θεία σπουδαιότητα είναι τέτοια, ώστε θα σημειώσει ο Πλάτων πως αν δεν τηρηθεί αυστηρά αυτή η διαδικασία, όποιο παιδί έλθει στον κόσμο θα είναι «υπό σκότον μετά δεινής ακρατείας γεγονώς: λαθραίος δηλαδή καρπός του σκότους και της πλέον ασυγχώρητης ακολασίας» (Πολ. 452a3 – b 1-2). Ο Πλάτων γνωρίζει καλά πως οι ιδέες του ήταν δυναμίτες στα θεμέλια του τότε πολιτικού και κοινωνικού συστήματος και άκρως αντίθετες προς την αντικειμενική ηθική των χρόνων του. Μερικές θα φανούν γελοίες «ως γε εν τω παρεστώτι: Καθώς έχουν σήμερα τα πράγματα» και άλλες αλλόκοτες και σκληρές, «αλλά, επείπερ λέγειν ηρξάμεθα, πορευτέον προς το τραχύ του νόμου: Αλλά, αφού αρχίσαμε βέβαια να ομιλούμε, ας ανεβούμε τνο τραχύ κι ενάντιο δρόμο του νόμου» (Πολ. 452be4-5). Οι ιδέες του Πλάτωνος και η θέση του απέναντι στο «γυναικείον δράμα» είναι πράγματι επαναστατικές και αλλάζουν όλο το πολιτικό σκηνικό. Διότι με αυτές ο Πλάτων: 1.- Κατοχυρώνει την ελευθερία της γυναίκας. 2.- Της δίνει πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως τη συμμετοχή της στην Εκκλησία του Δήμου, στα Δικαστήρια, στη διοίκηση της πόλεως. 3.- Καταργεί τον εις βάρος της διαχωρισμό άρρενος-θήλεος. 4.- Της αναγνωρίζει κληρονομικά δικαιώματα. 5.- Ρυθμίζει τα του διαζυγίου υπέρ της. 6.- Αναβαθμίζει τον κοινωνικό της ρόλο. 7.- Την εξασφαλίζει επαγγελματικά. 8.- Κατοχυρώνει την παιδεία της και 9.- την αναγνωρίζει ως οργανικό μέλος της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Πόσον, τώρα, πρωτοποριακές είναι οι εισηγήσεις του Πλάτωνος και πόσο εκπληκτική για τους καιρούς του η αντίληψη ότι δίκαιη Πολιτεία και ισόρροπη χωρίς την παρουσία της γυναίκας δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, θα γίνει καλύτερα φανερό από μία σύγκριση με τις απόψεις, που τότε επικρατούσαν. Είναι γνωστή η παραίνεση του Περικλέους στον Επιτάφιό του (Θουκυδ. ΙΙ45) προς τις συγγενείς των νεκρών: «Κι αν ακόμη πρέπει να πω κάτι και για των γυναικών την αρετή… μεγάλη σας η δόξα, το ίδιο και σε όποια τ’ όνομά της θ’ ακουστεί μεταξύ των ανδρών όσο γίνεται πιο λίγο, είτε για καλό είτε για κακό». Ο Ευριπίδης χλευάζει στην «Ανδρομάχη» του (στ. 597-598) τις Σπαρτιάτισσες που «παρατάνε τα σπίτια τους και με ξέσκεπα πόδια» και με τα πέπλα ανεμίζοντας γυμνάζονται στα στάδια και στις παλαίστρες μαζί με τ’ αγόρια. Ο Ισχόμαχος στον «Οικονομικό» του Ξενοφώντος (7-10, κεφ.) εξηγεί στη γυναίκα του, που ήταν-δεν ήταν 15 χρόνων: «Κατάλαβες τώρα γιατί σε παντρεύτηκα και γιατί οι γονείς σου σ’ έδωσαν σ’ εμένα; Πώς θα μπορούσα να εύρισκα χωρίς δυσκολία ένα άλλο πρόσωπο να μοιράζουμαι μαζί της το κρεββάτι μου, το βλέπεις καθαρά, είμαι σίγουρος. Σε διάλεξα σκεπτόμενος εγώ για τον εαυτό μου και οι γονείς σου για σένα ποιον να μπορούσαμε να κάνουμε σύντροφο του σπιτιού…». Μέσα σ’ αυτό το σπίτι είναι κλεισμένη η γυναίκα και έχει ως έργο: 1.- Να επιθεωρεί τους δούλους. 2.- Να ανατρέφει τα παιδιά. 3.- Να ζυμώνει, να μαγειρεύει ή να επιβλέπει σ’ αυτές τις εργασίες και 4.- να γνέθει, να υφαίνει, να διαχειρίζεται και να βελτιώνει όσα της εξασφαλίζει ο άνδρας. Στο σπίτι μένει στο γυναικωνίτη, με θύρες που τη νύχτα κλείνουν απ’ έξω. Όταν έβγαινε από το σπίτι, επειδή την ανάγκαζαν οι περιστάσεις, συνοδευόταν πάντοτε από μία δούλη, ακόμη και στις γιορτές, όπως τα «Θεσμοφόρια», τις αφιερωμένες στις παντρεμένες γυναίκες. Στον Λυσία διαβάζουμε (Υπέρ Ερατοσθένους φόνου απολογία, 7-8 και 20): «Τον πρώτο καιρό η γυναίκα μου ήταν πρότυπο συζύγου, νοικοκυρά, ικανή και οικονόμα… Μα έχασα τη μητέρα μου… Στην κηδεία την είδε ο Ερατοσθένης˙ ύστερα παρακολούθησε την υπηρέτρια, όταν πήγαινε στην αγορά, ήρθε έτσι σ’ επαφή με τη γυναίκα μου και το σπίτι μου κατεστράφη». Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά VI 15 1299a) αναφέρει πως ο Σόλων όρισε ειδικό άρχοντα, τον Γυναικονόμο, για να επιβλέπει τη συμπεριφορά των γυναικών. Ο Δημοσθένης (Κατά Ψευδο-Νεαίρας 122) γράφει: «Έχομε τις εταίρες για την ηδονή του πνεύματος, τις παλλακίδες για την ευχαρίστηση των αισθήσεων και τη σύζυγο για να μας χαρίζει παιδιά». Η παιδοκτονία, άλλωστε, ήταν μια πράξη χωρίς σημασία. Τα μη ρωμαλέα βρέφη τα έδιναν στους αποθέτες για τα περαιτέρω (Πλουτάρχου Λυκούργος). Στις κηδείες μόνον σε ορισμένες, στενές συγγενείς του νεκρού επέτρεπαν την παρακολούθηση. Αποστολή τους: να θρηνούν! ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (ΙV) «Το ζωντανό κάλλος είναι ασυγκρίτως ωραιότερο από το ωραιότερο έργο τέχνης και ευγενικώτερο και από αυτό ακόμη το πνεύμα˙ διότι αποτελεί την πηγή του πρώτου και το σκοπό του δευτέρου. Εάν η ζωή ήταν ωραία, δεν θα είχεν ανάγκη πνεύματος˙ αν όμως ήταν πλήρης πνεύματος, θα αγωνιζόταν να γίνει ωραία» Γ. Ντιούραντ Στις «Τρωάδες» (640-51) του Ευριπίδη διαβάζουμε: «Οποιανής πρώτα-πρώτα αρέσει το έξω, βγάζει όνομα κακό… τέτοιον πόθο τον έδιωξα: Στον άνδρα μου μπροστά σιωπή, ησυχία». Ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη» (15-19) σημειώνει: «Κλεονίκη: Μα θα ’ρθούνε καλή μου. Δεν είν’ εύκολο σε μας τις γυναίκες να ξεπορτίζουμε. Η μία έχει να φροντίσει τον σύζυγο, η άλλη να ξυπνήσει τον δούλο κι άλλη το μωρό να πλαγιάσει». Ο Μένανδρος στην «Περικειρομένη» (στ. 435-437) αναφέρει: «Παταικός: Σου δίνω αυτήν την κόρη μου, για να σου γεννήσει νόμιμα παιδιά. Πολέμων: Την παίρνω. Παταικός: Σου δίνω και μια προίκα τρία τάλαντα. Πολέμων: Τα δέχομαι κι αυτά με ευχαρίστηση». Υπάρχουν πολλά κείμενα πολλών συγγραφέων, τα οποία συγκεντρούμενα κατά χρονολογική σειρά θα μπορούσαν να μας δώσουν τη θέση της γυναίκας στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Από τα κείμενα αυτά προκύπτει ότι ο Πλάτων προηγείται, όταν ομιλεί για τη γυναίκα της εποχής του – και κάποτε και της εποχής μας. Ουδείς, ακόμη, πριν από τον Πλάτωνα μπόρεσε να συλλάβει τον μεγαλειώδη ρόλο της γυναίκας μέσα στην κοινωνία και μέσα στη ζωή, αυτό το γυναικείο δράμα μέσα στο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Αν, τέλος, θα έπρεπε να σταθεί κανείς σε κριτική απόσταση απέναντι στον μεγάλο φιλόσοφο, θα έλεγε ότι τόσο το ανδρείον όσο και το γυναικείον δράμα ούτε επεράνθησαν, ούτε θα περανθούν ποτέ. Οποιαδήποτε Πολιτεία, όσο τέλεια, δεν είναι ποτέ τελική. Η εξελικτική διαδικασία, όσο υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία, ιστορία και ζωή, θα συνεχίζεται. Η φωνή του Πλάτωνος, που φαίνεται σήμερα τόσο προοδευτική και πολύ επίκαιρη, θεωρήθηκε ακόμη και από τον μεγάλο μαθητή του, τον Αριστοτέλη, ως ρομαντική. Ο Σταγιρίτης πιστεύει ότι η γυναίκα είναι μία εξελικτική αστοχία και μία ανεπιτυχής προσπάθεια της φύσεως να δημιουργήσει άνδρα και γι’ αυτό την αποκλείει από τον δημόσιο βίο, ενώ παράλληλα ισχυρίζεται ότι διά την καλή οργάνωση του σπιτιού πρέπει «να ασκείται εξουσία και στη γυναίκα και στα παιδιά – και στους δύο βέβαια όπως ταιριάζει σε ελεύθερους ανθρώπους…. γιατί εκ φύσεως ο άνδρας είναι καμωμένος για την εξουσία περισσότερο από τη γυναίκα» (Πολιτικά Ι, 1252b-1259b). Για να κατανοηθεί πόσο προηγμένες ήταν -και είναι ίσως ακόμη και σήμερα- οι πλατωνικές αντιλήψεις, αναφέρεται εδώ ότι η αρχαία εβραϊκή άποψη κατέτασσε τις γυναίκες μαζί με τα κτήνη και τα υλικά αγαθά: Το θήλυ θεωρούσαν ως αιτίαν δυστυχίας, ανεκτήν μόνο, γιατί ήταν η πηγή στρατιωτών. Όταν γεννιόταν ένα κορίτσι, δεν άναβαν κεριά και υπέβαλαν τη μητέρα σε διπλό εξαγνισμό. Ούτε οι υστερότερες εποχές έδειξαν κατανόηση για τη γυναίκα. Βέβαια η Ντυ Μπαρρύ και η Πομπαντούρ -κατά το πρότυπο της Ασπασίας και της Φρύνης- έγιναν, με τη βοήθεια των θελγήτρων τους, αφορμή να συγκεντρώνονται στα σπίτια τους σπουδαίοι πνευματικοί άνδρες. Ούτε αυτή η ίδια η Γαλλική Επανάσταση κατοχύρωσε τα «δικαιώματα της γυναίκας», καίτοι η ελευθερία είχε γυναικείο όνομα. Οι νεότεροι χρόνοι και η εποχή μας ακόμη ως το 1900 δεν ανεγνώριζαν δικαιώματα στη γυναίκα. Σπουδαίοι μάλιστα πνευματικοί άνδρες χρησιμοποίησαν αντί μελάνης χολήν εναντίον της. Ο Βάινιγκερ έδειξεν ότι «οι γυναίκες δεν έχουν ψυχή». Ο Σοπενάουερ στο «Δοκίμιο για τις γυναίκες» τις χαρακτηρίζει ως «υπανάπτυκτο γένος» και ο Νίτσε κατηγορηματικά συμβουλεύει «να μη λησμονούμε το μαστίγιο» στη συναναστροφή με τις γυναίκες. Αλλά και στις αρχές του αιώνα μας, οι γυναίκες δεν είχαν δικαιώματα: Στην ευδαίμονα Αγγλία, ο σύζυγος μπορούσε κάθε νύχτα να διαπράττει μοιχεία. Στην Αφρική οι γυναίκες επωλούντο ως εργαλεία, ενώ στην Ταϊτή θήλαζαν τους χοίρους! Πόση απόσταση από τη θεήλατη φωνή του Πλάτωνος, ο οποίος υποστήριζε ότι μία άδικη μεταχείριση της γυναίκας κατέστρεφε όλη την προσπάθεια για σύσταση δίκαιης και ευνομούμενης Πολιτείας! Οι ιδέες, ωστόσο, του Πλάτωνος για τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, για την ανάγκη μορφώσεώς της και τον αποφασιστικό της ρόλο μέσα στη ζωή άσκησαν βαθιά -όχι θεαματική- επίδραση στους χρόνους που ακολούθησαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν τη σκέψη των συγχρόνων κοινωνιολόγων, πολιτειολόγων, φιλοσόφων και νομοθετών. Οι αντιλήψεις, εξ άλλου, του μεγάλου αυτού Αθηναίου στοχαστή βρίσκουν την επιστημονική τους επιβεβαίωση στη σύγχρονη προηγμένη έρευνα. Η αλλαγή της θέσεως της γυναίκας έγινε με πολύ αργά βήματα, αφού διώδευσε μέσα από δυσκολίες και χρόνους χαλεπούς. Βαθύτατοι ψυχικοί μετασχηματισμοί και εσωτερικές αλλαγές, αλλαγή νοοτροπίας, μεταβολή των όρων και των συνθηκών ζωής, νέοι οικογενειακοί και κοινωνικοί προσανατολισμοί, άνοδος της πολιτιστικής στάθμης, έκαναν δυνατή αυτήν την αναβάθμιση της σημασίας της γυναίκας, κυρίως, για την κοινωνική ζωή. Διότι ο ρόλος της μέσα στην οικογένεια και η προκοπή της -ηθική, υλική, πνευματική, θρησκευτική- χρωματιζόταν αποφασιστικά από τη γυναικεία παρουσία, είτε ως σύζυγος και μητέρα είτε ως αδελφή και κόρη -ανεξάρτητα από το γεγονός της δημόσιας αναγνωρίσεως αυτής της συμβολής της από μέρους του εγωιστή ανδρός. Γενικότερα στην αλλαγή της θέσεως της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία συνέβαλε μία ουσιαστικότερη καλλιέργεια και ο βαθμιαίος εξανθρωπισμός του ανθρώπου. Ειδικότερα το πνεύμα του Χριστιανισμού, του ιπποτισμού, του ρομαντισμού, η επιστημονική πρόοδος και η τεχνολογία υπήρξαν κρίσιμοι παράγοντες για το κοινωνικό πεπρωμένο του θήλεος. Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, η ιδέα του ανθρώπου έλαβε άπειρο βάθος, ο αρχαιοελληνικός ανθρωπισμός απογυμνώθηκε από μία κάποια σκληρότητα και απέκτησε μέγα εύρος. Από την «καινήν εντολήν» ανέβλυσε μία καινούργια ζωή με τις νέες ηθικές της αξίες. Στη συμβουλή του Περικλέους προς τις αρχαίες Ελληνίδες της Αθήνας «να μην ακούονται στην αγορά» ή στην αντίληψη του Δημοσθένους για τις γυναίκες ως εταίρες, παλλακίδες και συζύγους, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος θεωρεί τη γυναίκα ως ισάξιο μέλος του άνδρα και συνιστά αιώνια αγάπη, πίστη και αφοσίωση. Όπως αγαπά την «εαυτού σάρκα» ο άνδρας και την εκτρέφει, έτσι οφείλει να αγαπά και τη γυναίκα του, αφού η συζυγική ζωή στηρίζεται σ’ αυτήν την αμοιβαία αγαπητική σχέση και στον εκατέρωθεν σεβασμό. Η άποψη ότι ο Χριστιανισμός δεν ανύψωσε τη γυναίκα είναι τουλάχιστον αστήρικτη και παρερμηνεύει το βαθύτατα ανθρωπιστικό πνεύμα του Χριστιανισμού. Το «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ: Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον Ιουδαίο και στον Έλληνα, στον δούλο και στον ελεύθερο, στον άνδρα και στη γυναίκα» (Προς Γαλάτας, γ’ 28) κατέλυσε τα παραπετάσματα και τους σκοτεινούς φραγμούς, τις κοινωνικές διαφορές και τα στρώματα και υπογράμμισε την υπέρτατη αξία του Ανθρώπου, που πάσχει και δοκιμάζεται, όταν μάλιστα η ψυχή του πλημμυρίζει η Αγάπη: «Η μακροθυμούσα, η χρηστευόμενη, η στέγουσα τα πάντα, η υπομένουσα τα πάντα, η μη ασχημονούσα ή παροξυνόμενη ου ζητούσα τα εαυτής αλλά η συγχαίρουσα τη αληθεία» (Προς Κορινθ. ιγ’ 4). ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (V) «Σε ποια κατηγορία ανήκει το θήλυ; Στο Είναι διά το Άλλο… Την σκέπτομαι ως μητέρα, υγιά, ανθισμένη, εύρωστη, να κρατεί στην αγκαλιά της το παιδί και να έχει στρέψει επάνω του όλη την έγνοια της ως να μην υπήρχε η ίδια πουθενά, παρά μόνο στο βλέμμα της. Είναι μία από τις πλέον συγκλονιστικές εικόνες της ανθρώπινης ζωής, ένας μύθος της φύσεως που πρέπει να γίνεται αντικείμενο της Τέχνης μόνον αλλ’ όχι της πραγματικότητας» Ζαίρεν Κίρκεγκωρ Με τον ιπποτισμό και το ρομαντισμό σημειώνεται μία ριζική μεταβολή. Από τις καρδιές αναβλύζουν κρουνοί τρυφερότητας και θαυμασμού προς τη γυναίκα. Ο έρως γίνεται, τώρα, ευγενικό κίνητρο για μια κραταιά, όχι αισθησιακή δημιουργία. Δεν αποβλέπει πλέον τόσο και μόνο στην τυφλή πλήρωση, όσο μεταβάλλεται σε βαθύτερο συναίσθημα αγάπης, που ανοίγει τις πύλες των ψυχών και τις κάμνει να κοινωνούν μεταξύ τους. Η γυναίκα καθίσταται πηγή μεγάλων συλλήψεων και μεταφυσικών πτήσεων και αφορμή και μούσα άμετρης αγάπης, υψηλής ποιήσεως και βαθέος στοχασμού. Μερικά από τα ωραιότερα κείμενα στην παγκόσμια βιβλιογραφία εκπορεύονται από αυτήν ως σύμβολο ζωής και ανώτερο τρόπο υπάρξεως: «Μερικοί», γράφει στο έργο του «Επανάληψη» ο Δανός φιλόσοφος Ζαίρεν Κίρκεγκωρ, «έχουν γίνει μεγαλοφυΐες χάρη σε μια νέα, άλλοι ήρωες χάρη σε μια νέα, κάποιοι άλλοι ποιητές χάρη σε μια νέα, μερικοί άγιοι χάρη σε μια νέα. Κανένας όμως δεν έγινε μεγαλοφυΐα με τη νέα που συνεζεύχθη - με αυτήν έγινε μόνον εμπορικός σύμβουλος˙ κανένας δεν έγινεν ήρωας με τη νέα, την οποία συνεζεύχθη - με αυτήν έγινε μόνον στρατηγός˙ κανένας δεν έγινε ποιητής με τη νέα, που έκαμε σύζυγο - με αυτήν έγινε μόνον πατέρας. Κανένας δεν έγινεν άγιος με τη νέα, την οποία έλαβε ως σύζυγο - διότι δεν πήρε καμιά νέα ποτέ ως σύζυγο!». Η επιστημονική πρόοδος και τεχνολογία θα δώσουν επίσης την ευκαιρία της μορφώσεως και αναπτύξεως όλων των ικανοτήτων της γυναίκας. Έτσι καταφέρεται ένα ισχυρό πλήγμα στην αντίληψη ότι το θήλυ είναι ένα ον ασθενέστερο ψυχολογικά και βιολογικά, άμισθη υπηρέτρια, ιδιοκτησία και παίγνιο στα χέρια του άνδρα. Η τεχνολογία επέβαλε μια νέα κοινωνική συνοδόντωση, άλλαξε το πρόσωπο της επαγγελματικής δραστηριότητας και κατέστησεν αναγκαία την ενεργότερη συμμετοχή της γυναίκας μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Τα γοργά βήματα αυτής της αλλαγής δεν ήταν δυνατόν να συνοδευθούν και από αντίστοιχη μεταβολή της νοοτροπίας του άνδρα. Γι’ αυτό και σήμερα ακόμη συζητούν τον τύπο της καλής νοικοκυράς και υπονοούν με το «καλή» τη «μορφωμένη» και με το «νοικοκυρά» τη «σύζυγο». Τα νέα κριτήρια: να είναι «μορφωμένη», «κοινωνική», «αισιόδοξη», με «πλατιά ενδιαφέροντα», ερμηνεύονται για κάποιους ως μεταμφιέσεις εκείνων που ήθελαν ιδανική τη γυναίκα μόνο όταν αυτή ήταν «καλή νοικοκυρά» και αφοσιωμένη «τροφός του οίκου και του συζύγου». Η αλλαγή της θέσεως των γυναικών μέσα στην κοινωνία κατά τον 20ό αιώνα αποτελεί τη βαθύτερη τομή της Ιστορίας. Πρόκειται για μία εκπληκτική «επανάσταση», τις συνέπειες της οποίας δεν έχομε ακόμα συνειδητοποιήσει. Με την εκβιομηχάνιση, οι γυναίκες εισβάλλουν στα εργοστάσια ως φθηνότερα εργατικά χέρια, αφού μάλιστα ο νόμος του 1882 στην Αγγλία κατοχύρωνε το δικαίωμα των γυναικών να κρατούν όσα χρήματα κέρδιζαν! Έτσι τα σπίτια μένουν «κενά», τα παιδιά μεγαλώνουν μακριά από τις μητρικές αγκάλες, κλεισμένα στα «τσιμεντένια κουτιά» των μεγαλουπόλεων που «εκρήγνυνται» σε πληθυσμό, ο θεσμός της οικογενείας κλονίζεται, η πολυτεκνία σπανίζει, τα ήθη ανατρέπονται, οι σφύζουσες από μητρότητα και ζωή γυναίκες του Ρούμπενς αντικαθίστανται από τις εύθραυστες και οστεώδεις γυναικείες μορφές - αδερφές της στειρότητες, που ασθμαίνουσες τρέχουν πίσω από τη μόδα και κάποτε πίσω από την εμετική ανδρική χυδαιολογία. Η γυναίκα χειραφετείται. Το δικαίωμα της ψήφου τις εισάγει ως αποφασιστικό παράγοντα στη δημόσια ζωή. Ωστόσο, η αλλαγή κατέστη δυνατή, επειδή έγινε αίτημα καθολικό, που πρώτα κυοφορήθηκε μακρόχρονα στην ψυχή του άνδρα και από εδώ εκπορεύθηκε, είτε ως ιπποτισμός είτε ως ρομαντισμός ή έγινε παραδεκτή η μεταβολή αυτή ως συρμός. Κατανοήθηκε δηλαδή η δημιουργική παρουσία της γυναίκας σε κάθε μορφή ζωής και συνειδητοποιήθηκε ο ευεργετικός από τούτη την παρουσία αντίκτυπος επάνω στο κοινωνικό σύνολο, όπου πάντοτε η γυναίκα προσφέρει με την ευταξία της, την έμπνευσή της και προπαντός με την αναμφισβήτητη εργατικότητά της και την επιμέλεια: Αναπληρώνει, συμπληρώνει και ωραιοποιεί. Συνοπτικά: Η αλλαγή της θέσεως της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία είναι αποτέλεσμα πολυαίωνης διεργασίας και ιστορικής διαδικασίας. Είναι συνισταμένη της αλλαγής των αντιλήψεων και των τρόπων ζωής και συνέπεια, που προέρχεται από τον βαθύ ψυχικό μετασχηματισμό του ανθρώπου. Αυτός ο μετασχηματισμός, ως επίγνωση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών, κάμνει την παρουσία της γυναίκας έντονη, την προσφορά της πλέον αποδοτική και την επικοινωνία της με το έτερο ήμισυ περισσότερο διαλεκτική. Δύο πράγματα, δεν πρέπει να θίξει -και κατά βάθος δεν θίγει- η μεταβολή της θέσεως της γυναίκας στον σημερινό κόσμο: το ρόλο της ως συζύγου και το ρόλο της ως μητέρας. «Σύζυγος και μητέρα» είναι μορφή ζωής θεμελιώδης, μεγαλειώδης και αρμόζουσα. Η οποία δεν βιάζει τη φύση και δεν γρονθοκοπεί τα εμπειρικά δεδομένα. Οποιοδήποτε υποκατάστατο δεν οδηγεί σε πλήρωση, ικανοποίηση και πληρότητα τη γυναικεία ψυχή. Αντιθέτως μάλιστα αποδεσμεύει τις πλούσιες σωματικές, ψυχικές και πνευματικές της δυνάμεις, για να τις στρέψει εναντίον της, εναντίον της εσωτερικής της υγείας. Οι παντοίες σχέσεις, η επικοινωνία δηλαδή μεταξύ των δύο φύλων, πρέπει να καθορίζεται από την εξής αδιάσειστη αρχή: τα δύο φύλα είναι ισάξια. Το θήλυ (: κόρη, μητέρα, σύζυγος, συνεργάτιδα) πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως και το άρρεν: ως ισότιμο μέλος της οικογένειας και της κοινωνίας, με τα ίδια δικαιώματα και τις αυτές υποχρεώσεις, χωρίς καμίαν απολύτως διάκριση, ως ισάξια και ισοδύναμη ύπαρξη με τον άνδρα. Η οποία οφείλει, όπως και εκείνος, να εργάζεται όχι μόνο καταναλωτικά και αναπαραγωγικά, αλλά και να συμβάλλει παραγωγικά στο φαινόμενο της ζωής και στην πρόοδο της κοινωνίας. Πρόβλημα ισότητας εδώ δεν τίθεται. Όμως και ο πλέον ακραίος Feminismus δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι τα δύο φύλα είναι ριζικώς διάφορα. Έτσι, αυτός ο –ισμός θα ξέφευγε από τον κανόνα: «Κάθε –ισμός έχει ίσως δίκαιο σε ό,τι δέχεται˙ είναι τυφλός και άδικος σε ό,τι αρνείται». Αυτή η ετερότητα, η διαφοροποίηση είναι η αιτία της ζωής και η πρωταρχή κάθε πραγματικότητας: το καλό θέτει το κακό, το φως δίνει υπόσταση στο σκότος, η αλήθεια στο ψεύδος, η κίνηση στη στάση, η δικαιοσύνη στην αδικία, το ποιόν στο ποσόν. Από την αναρίθμητη και ατελεύτητη σειρά των αντιθέσεων προκύπτει ο κόσμος. Κάθε είδους αλήθεια και πραγματικότητα στηρίζεται στο Έτερον. Εδώ - Εσύ είναι η μήτρα της Υπάρξεως: «Die Wahrheit beginnt mit zwei: η αλήθεια αρχίζει με δύο», τονίζει ο Νίτσε, είτε σωματική πραγματικότητα είναι είτε ψυχική και πνευματική. Οι διαφορές ανάμεσα στο άρρεν και στο θήλυ έχουν βιολογική, ψυχολογική και κοινωνική αιτιολόγηση. Τα έμφυτα στοιχεία του φύλου και το περιβάλλον, οι διαφορετικές συνθήκες ζωής, οικοδομούν διαφορετικό τύπο προσωπικότητας στο κάθε φύλο. Η διαφορετική σωματική δομή και ανάπτυξη οφείλεται στη διαφορετική αναλογία των ορμονών, στην υφή των κυττάρων, στο ρόλο αναπαραγωγής. Στο βάρος και ύψος, όπως και στη δύναμη υπερέχει το άρρεν, ενώ το θήλυ πλεονεκτεί ως προς το ρυθμό αναπτύξεως. Εδώ οφείλεται και η υπεροχή των θήλεων κατά τα πρώτα κυρίως έτη μαθήσεως. Γενικά η σωματική αντοχή και υγεία του θήλεος είναι καλύτερη. Στην ψυχική ζωή, οι διαφορές, αν και δεν είναι ορατές, είναι επίσης σημαντικές. Το συναίσθημα στον άνδρα είναι βαθύτερο και μονιμότερο, στη γυναίκα ευρύτερο και ασταθέστερο. Η βούληση στον άνδρα είναι ισχυρότερη, ενώ στη γυναίκα είναι ελαστικότερη και κάποτε κηρώδης. Στη γνωστική σφαίρα υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ως προς τη γλωσσική ανάπτυξη, τη νοητική ικανότητα, την κρίση και το συλλογισμό, τη φαντασία και τη μνήμη. ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (VI) «Εγώ θα σας πω για τις γυναίκες την αλήθεια, μόνον όταν θα έχω το ένα πόδι μου στον τάφο. Θα πω την αλήθεια, θα τρυπώσω στο φέρετρό μου, θα τραβήξω επάνω μου το σκέπασμα και θα φωνάξω: Κάμετέ μου ό,τι θέλετε τώρα!» Λ. Τολστόι Το πλάτος της συνειδήσεως στη γυναίκα είναι μικρό, αλλά η ένταση ζωηρότερη. Αναπτυγμένη ακόμη στη γυναίκα είναι η ενόραση: Βιώνει αμέσως και γνωρίζει χωρίς την παρεμβολή της νοήσεως. Θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα υφίστανται στην περιοχή των θεμελίων της σωματικής και ψυχικής ζωής. Στη γυναίκα πρυτανεύει η ορμή της μητρότητας, γενέθλια γη μεγάλων βιωμάτων. Εδράζεται στον εγκέφαλο και δεν εξαρτάται από τα γεννητικά όργανα. Δεν πρέπει, προς τούτοις, να συγχέεται με την κοινή στα δύο φύλα γενετήσια ορμή και τον ερωτισμό. Η ευγενική σεμνότητα και η περιεσκεμμένη διακριτικότητα στον έρωτα αποκαλύπτει τη φυσική της ευφυΐα και συγχρόνως την υπεροχή της απέναντι στο άρρεν ως προς το σημείο τούτο: Υπερασπίζεται έτσι τα συμφέροντα του είδους, επιλέγοντας προσεκτικά τον μελλοντικό πατέρα των παιδιών της και προφυλάσσεται από τις συνέπειες ενός πιθανού δεσμού που πάντοτε έχει βαθύτερες συνέπειες για το θήλυ. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Δαρβίνο στην πεποίθηση ότι το θήλυ, στα περισσότερα είδη, παρουσιάζει ερωτική αδιαφορία. Τον Λομπρόζο, τον Κις, τον Κραφτ-Έμπιγκ και άλλους σοφούς ερευνητές, στην πίστη ότι το 40% του αδυνάτου φύλου εμφανίζει αυτήν την απάθεια. Δεν πρόκειται, όμως, για απάθεια. Αντιθέτως, είναι τρόποι εκφράσεως του «είναι» της. Η γυναίκα δεν παραδίδει εύκολα τα κλειδιά αυτού του εσωτερικού, ψυχικού της «είναι». Ένα από τα γνωρίσματά της είναι η πολυφωνία εκδηλώσεων, υπό την οποία καλύπτει τον πραγματικό της κόσμο. Γίνεται μυστήριο, που φοβίζει και έναν Τολστόι ακόμη. Στην παραλία της Κριμαίας, ο Γκόρκι και ο Τσέχωφ έκαναν περίπατο. Σε κάποια στιγμή συνάντησαν εκεί τον Τολστόι να κάθεται «με την πελώρια κεφαλή του κύπτουσαν κάτω από το βάρος των σκέψεών του, με την ατέλειωτη γενειάδα του να εγγίζει την άμμο». Θέλοντας να συνεχίσουν τη συζήτησή τους για τη γυναίκα, κάθισαν δίπλα στον Τολστόι, ώστε να μετάσχει και εκείνος σ’ αυτήν. Ο Τολστόι παρακολουθούσε αμίλητος επί πολλήν ώρα. Ξαφνικά δήλωσε δειλία και αδυναμία να εκφρασθεί για τις γυναίκες. Είναι περίπου η ίδια απάντηση με εκείνην του Μπέρναρντ Σω προς τον Κόμητα Κάιζερλιγκ, ο οποίος τον είχε παρακαλέσει να συνεργασθούν στη συγγραφή ενός δοκιμίου με τίτλο «Βιβλίο για το Γάμο»: «Κανένας άνδρας δεν μπορεί και δεν τολμά να γράψει την αλήθεια για το γάμο, εν όσω ακόμη η σύζυγός του ζει!» Το θήλυ είναι η μήτρα της ζωής: Παίζει πρωταρχικό ρόλο στη διαιώνιση του είδους, αφού το ρεύμα της δημιουργίας κυλάει στις φλέβες της. Βεβαιότερη ως προς τη γενετήσια ορμή της και τον προορισμό της, παρουσιάζεται περισσότερο ψύχραιμη κατά την εκλογή του συντρόφου της. Η αυτάρκεια του φύλου της της επιτρέπει να δίνει λιγότερη σημασία στη σωματική ηδονή, ενώ η επιθυμία να είναι αντικείμενο στοργής και ενδιαφέροντος εμφανίζεται έντονη. Είναι τούτο μία μορφή έρωτα που διαποτίζει το «είναι» της και τη βεβαιώνει για την ύπαρξή της. Δεν δέχεται καμία συμμετοχή ή αντίπαλο σ’ αυτή τη στοργή. Γι’ αυτό η φιλία, ενώ για τον άνδρα είναι ανάγκη ψυχής, για τη γυναίκα δεν είναι απαραίτητη. Επιζητούσα την αποκλειστικότητα οδηγείται σε αβυσσαλέα ζήλια, η οποία θολώνει την κρίση της και καταργεί τη λογική της: τη μεταμορφώνει σε Μήδεια. Προικισμένη με φυσική αντοχή στις καθημερινές δυσκολίες και αξιόλογη επιμονή, δίνει τις «μάχες» όχι κατά μέτωπον. Η στρατηγική της είναι η υποχώρηση για λόγους που της επιβάλλει η έλλειψη δυνάμεως και μαχητικότητας, γνωρίσματα ως επί το πλείστον του άρρενος. Είναι περισσότερο κοινωνική, περισσότερο εκδηλωτική, περισσότερο ομιλητική. Η ορμή προς ανακοίνωση είναι βασανιστική. Γι’ αυτό δύσκολα κρατεί κάποιο μυστικό. «Η γυναίκα και η εχεμύθεια δεν κατοικούν ποτέ στην ίδια στέγη», παρατηρεί ο Βολταίρος, ενώ ο Φραγκλίνος ισχυρίζεται ότι «τρεις γυναίκες μπορούν να κρατήσουν ένα μυστικό, εάν οι δύο είναι νεκρές». Αν και κυριαρχείται εύκολα από τις συγκινήσεις, δεν κάμπτεται, ωστόσο, από τη χαλεπότητα των ημερών: «Τα στήθη της είναι τάφοι», θα πει ο Μέρεντιθ. Από τη φύση της μιμητική, συντηρητική και ομαδική, αφήνει τις πρωτοβουλίες στον άνδρα και αποφεύγει την περιπέτεια των αλλαγών. Γιατί ξέρει ότι κάθε αλλαγή, όσο επιθυμητή και απαραίτητη, εγκλείει κινδύνους οπισθοδρομήσεως και απωλείας εκείνων, που ως τότε έχουν επιτευχθεί. Αφοσιούμενη περισσότερο σε πρόσωπα και πράγματα, δεν ρέπει προς τις θεωρίες. Οπλισμένη με πρακτικό πνεύμα και ωθούμενη από τη σωματική της αδυναμία, αναζητεί το παντοδύναμο άρρεν διά να το ακολουθήσει. Η σωματική, ψυχική και πνευματική ωρίμανση της γυναίκας ακολουθεί ταχύ ρυθμό. Είναι το δένδρο της ζωής, που πρέπει να απλώσει βαθεές τις ρίζες του και να υψώσει θαλερούς τους κλώνους του για να είναι ασφαλής στους χειμέριους ανέμους, που οπωσδήποτε θα πνεύσουν - κάποτε μάλιστα σαρωτικοί και θυελλώδεις. Βέβαια στο χώρο του πνεύματος η απόδοση της γυναίκας δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή. Όχι μόνο στον επιστημονικό τομέα, όπου απουσιάζουν μεγάλα και πρωτότυπα έργα της, αλλά και στην περιοχή των τεχνών, η παρουσία της είναι υποτονική. Ακόμη και στην ποίηση ή κυρίως στη μουσική, η δημιουργική ευαισθησία της είναι χαμηλή. Φαίνεται πως η γυναικεία ιδιοφυΐα και μεγαλοφυΐα δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς να υποβάλουν τα σέβη τους στη μητρότητα! Όπως η στοργικότητα, η τρυφερότητα και ο έρως, έτσι και η καλλιτεχνική ευαισθησία, το σπινθηροβόλο πνεύμα και η δημιουργική της ικανότητα κινούνται στα επίπεδα της θεραπείας των αναγκών της καθημερινής πρακτικής ζωής. Αν οι πνευματικές αδυναμίες της γυναίκας δεν είναι σύμφυτες με το φύλο τους, ίσως υπερβαθούν μέσα στις νέες προοπτικές που ανοίγονται ενώπιόν μας. Είναι άκρως ευχάριστο γεγονός η εμπραγμάτωση εκείνων, που τόσους αιώνες πριν ευαγγελίσθηκε ο ένθεος Πλάτων για τη γυναίκα. Έτσι καταργήθηκε μία κατάσταση παράλογη και ανεπίτρεπτη. Η κατάργησή της, όμως, δεν σημαίνει και κατάλυση των φυσικών διαφορών, όπως νομίζουν τα «γυναικεία κινήματα». Τα οποία, ψευδεπίγραφα και άλλους σκοπούς κάποτε επιδιώκοντα, εργάζονται εναντίον των γυναικείων συμφερόντων. Όπως πολλοί από τους άνδρες, ανασφαλείς και αμήχανοι, κατέφυγαν στον αυταρχισμό, έτσι και πολλές από τις «χειραφετημένες» και «οργανωμένες» γυναίκες προχώρησαν σε υπερβολές: σε ειδίκευση στην τέχνη του αναπαύεσθαι, εμπορία θελγήτρων, δαπανηρή οκνηρία και καλλωπισμό, αγαμία και ατεκνία, τερατώδη ανηθικότητα, επιτηδευμένο εκχυδαϊσμό, αντιστροφή των ρόλων, δουλικό πιθηκισμό ή δυσήνιο φανατισμό, σε λάγνο γυμνότητα, που εξασθενεί των ανδρών τη φαντασία για το γυναικείο κάλλος και διαλύει, όπως θα έλεγε και ο Άλντους Χάξλεϋ, τον ποιητικότερο μύθο τους: για την αρετή των γυναικών. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, η νοοτροπία των υπερβολών υποχωρεί: Οι νέοι καιροί βλέπουν τη γυναίκα ως ενεργό κοινωνικό μέλος, έτοιμη και ικανή να προσφέρει πολυτιμότερα ακόμη στον πολιτισμό. Σιγά σιγά το ανδρικό συναίσθημα υπεροχής πεθαίνει και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα αναθεωρούνται σε επίπεδο όχι μαστιγίου, αλλά διαλόγου. Εκείνο που δεν πρέπει να πεθάνει είναι η επίγνωση της οικογενειακής αποστολής και της συζυγικής ζωής ανδρός-γυναικός και κυρίως η συνείδηση ευθύνης, χωρίς υποβάθμιση του ρόλου τους μέσα στον κοινωνικό στίβο. Ότι ωρίμασαν οι ανδρικές συνειδήσεις και κατά βάθος εγκρίνουν αυτή την αλλαγή φαίνεται από το γεγονός ότι εγκατέλειψαν τα παλαιά μέσα πειθούς! Ότι η «νέα» γυναίκα κινείται στη διάσταση της ευθύνης φαίνεται από το γεγονός ότι τη μικροπρεπή, υπερκαταναλωτική, ματαιόδοξη, «λουσομανή», φιλόνεικη, φλύαρη, πείσμονα αντικαθιστά η εργατική και συνεργατική, η υπεύθυνη και συνεπής, η μη γρονθοκοπούσα τη φύση και την αποστολή της, η μη ερμηνεύουσα την εξίσωση ως ισοπέδωση των δικαιωμάτων του άλλου, η μη απορρίπτουσα την ανδρική παρουσία και προσφορά. Ας γίνει τέλος συνείδηση ότι: 1.- Τα δύο φύλα αποτελούν σκέλη ενός διαβήτη ισοϋψούς και αναγκαία για να χαράσσουν τέλειο τον κύκλο της Ζωής. 2.- Η ψυχή του ανθρώπου πληρούται όχι τόσον από την πρόσκαιρη γοητεία του σαρκικού έρωτα όσον από τη θεϊκή αμβροσία του ιδεώδους. 3.- Ο πόθος κρύβει μία αιώνια αγωνία και «αγάπη δεν είναι ένας εναγκαλισμός»! Για μεγέθυνση πατήστε ΕΔΩ Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .