Ηλίας Προβόπουλος, 22/12/2020 - 08:30 facebook twitter linkedin Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Μέρες γουρνοχαράς και γουρνοχλίψης Ηλίας Προβόπουλος, 22/12/2020 facebook twitter linkedin Είναι τόσες πολλές οι πρακτικές της προετοιμασίας των Χριστουγέννων στην ύπαιθρο που μόνο η εμπειρία αυτών που τα έχουν ζήσει σε πραγματικό χρόνο και όχι σαν αναπαράσταση, μπορούν να τις μεταφέρουν ως αφήγηση. Εδώ και πολλά χρόνια έχουν σταματήσει πολλά από τα έθιμα γιατί άλλα ήταν κουραστικά, άλλα δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από μια αόρατη δύναμη που κατέληγε σε αυτοπεριορισμό και άλλα γιατί θεωρήθηκε πως πέρασε ο καιρός τους και δεν ταίριαζαν στον πολιτισμό μας. Άλλα πολλά ξενόφερτα όμως υιοθετήθηκαν με επιπόλαιο τρόπο και αλλοίωσαν σε μεγάλο βαθμό τα όσα ήξερε, έκανε και μέσα απ’ αυτά εννοούσε κάθε Έλληνας στον τόπο του. Το κεντρικό στοιχείο ενός από τα πιο βασικά έθιμα που συνδύαζε αρχέγονες δοξασίες και πρακτικές θυσίας που στόχευαν και στις ανάγκες της επιβίωσης ήταν το γουρούνι, ο οικόσιτος χοίρος ο οποίος σφάζονταν τις παραμονές των Χριστουγέννων ή για τους πιο ορθόδοξους στην παράδοση ανήμερα, μετά μάλιστα τον πρωινό εκκλησιασμό. Η σφαγή γίνονταν με τελετουργικό τρόπο και ήταν θέαμα για όλη την οικογένεια, τη γειτονιά ακόμη και το χωριό και οι συμμετέχοντες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «μάτωναν» και το αίμα στα χέρια ή στο μάτι, λειτουργούσε εξαγνιστικά και ευνοούσε την γονιμότητα των πάντων και η όλη διαδικασία, συχνά κατέληγε σε γλέντι που απολάμβαναν όλοι που συμμετείχαν. Από τη στιγμή που μια ηλικιωμένη γυναίκα συνήθως λιβάνιζε τον κομμένο λαιμό του ζώου, μια ομάδα ανθρώπων άρχιζε με συγκεκριμένες κινήσεις που μόνο η εμπειρία καλλιεργεί, να εργάζονται πάνω στο κρεμασμένο κουφάρι του ζώου του οποίου κάθε κομμάτι επεξεργάζονταν με διαφορετικό τρόπο και αποκτούσε άλλη αξία. Είχε προηγηθεί το γδάρσιμο, με προσοχή γιατί το δέρμα του γουρουνιού ήταν πολύτιμο για την κατασκευή των λεγόμενων γουρνοτσάρουχων που με αυτά περπατούσαν επί αιώνες οι άνθρωποι μέχρι που αυτά αντικατέστησαν τα λαστιχοπάπουτσα και κατόπιν τα ελαστικά πριν βάλουν στα πόδια τους κανονικά παπούτσια. Το δέρμα κατόπιν αποτέλεσε την αμοιβή του σφάχτη και από τον οποίον τα προμηθεύονταν οι δερματέμποροι και τα εργαστήρια επεξεργασίας. Από τα εντόσθια του γουρουνιού, το μόνο πράγμα που θεωρούσαν χωρίς καμιά αξία ήταν η κοιλιά την οποία πέταγαν στα σκυλιά που γλείφονταν κοντά στη γουρνοχαρά, όπως είχαν βαφτίσει την όλη διαδικασία τεμαχισμού και αξιοποίησης των τμημάτων του σφαγμένου γουρουνιού. Αλλού την έλεγαν και γουρνοχλίψη (από το ξεχασμένο ρήμα χλίβομαι, παράφραση του θλίβομαι που εκτός από την ψυχική διάθεση είχε να κάνει και με την σωματική ταλαιπωρία και κακοτυχιά) γιατί οι περισσότερες δουλειές γίνονταν μέσα στο κρύο και τις λάσπες, ενίοτε και με χιόνι ή σε τίποτα άθλιες παράγκες που η μόνη θέρμανση ήταν από τη φωτιά που έκαιγε κάτω από το καζάνι που έβραζε καυτό νερό, απαραίτητο για το ξεφλούδισμα της γουρουνοκεφαλής, των άκρων, των αυτιών ακόμη και της ουράς που προορίζονταν να γίνουν πατσάς και πηχτή. Αυτή ήταν μια δουλειά που έκαναν αποκλειστικά οι γυναίκες και το αποτέλεσμα της πηχτής ήταν ανάλογο της εμπειρίας τους. Από το συκώτι έβγαινε και ο πρώτος μεζές που τηγανίζονταν επιτόπου για να στηλώσει την ομάδα των εκδοροσφαγέων και στο μικρό διάλειμμα που έκαναν άρχιζαν και τα πιόματα, τσίπουρο συνήθως και λιγότερο κρασί, τόσο όσο για να έχουν σταθερό χέρι στο σφάξιμο και στο γδάρσιμο των γουρουνιών που περίμεναν με τη σειρά τους σε άλλα σπίτια. Τότε άρχιζαν και οι ευχές στον νοικοκύρη για καλοφάγωτο και του χρόνου να είναι βαρύτερο εννοώντας να είναι πιο παχύ καθώς το λίπος ήταν πολύτιμο. Στο μικρό αυτό τσιμπούσι μερίδιο είχαν και όσοι από την γειτονιά παρακολουθούσαν τη σφαγή και εύχονταν κι αυτοί να είναι καλοφάγωτο. Εννοείται ότι αν η σφαγή γίνονταν πριν από τα Χριστούγεννα που όλος ο κόσμος νήστευε, τέτοια μεζεδάκια δεν έμπαιναν στο τηγάνι και τα κεράσματα ήταν ξεροσφύρι, άντε να συνοδεύονταν και από κανένα καρύδι ή ελιά αν υπήρχε η ευχέρεια. Από τα σωθικά του γουρουνιού πρώτη έβγαινε επίσης και η φούσκα, η ουροδόχος δηλαδή κύστη επειδή αδημονούσαν οι πιτσιρικάδες να αρχίσουν να ασχολούνται με αυτή για να φτιάξουν μπαλόνι. Τι τραβούσε αυτό το πράγμα στα χέρια τους δεν λέγεται. Το πασάλειβαν με στάχτη να φύγουν τα λίπη, το τέντωναν, το άπλωναν και σαν στέγνωνε κάπως, το φούσκωναν όσο μπορούσαν περισσότερο, του έβαζαν μέσα και λίγα σπυριά καλαμπόκι και το κρέμαγαν στον αέρα να ξεραθεί. Όντως όταν ξεραίνονταν, έπαυε και να μυρίζει η φούσκα, όπως και την έλεγαν, ήταν ένα πρώτης τάξεως μπαλόνι και με το οποίο συναγωνίζονταν ποιος θα έχει το μεγαλύτερο και φυσικά και το πιο ανθεκτικό. Η φούσκα ήταν ένα παιχνίδι το οποίο θυμούνται με νοσταλγία όσοι πρόλαβαν να ζήσουν αυτές τις στιγμές της ελληνικής επαρχίας ανεξάρτητα αν ήταν γουρνοχαρά ή γουρνοχλίψη. Από τα σωθικά του γουρουνιού ξεχώριζαν το συκώτι, τα πνευμόνια και την καρδιά που προορίζονταν για τα μπουμπάρια, από τα έντερα τα οποία έπιαναν αμέσως οι γυναίκες και καθάριζαν καλά με ζεστό νερό γιατί με αυτά θα έκαναν τα λουκάνικα και τις θηλιές. Αυτά μπορούσαν να περιμένουν, όπως και το λιώσιμο του λίπους τις επόμενες ημέρες γιατί ή κούραση μιας τέτοιας επιχείρησης ήταν μεγάλη και την έκαναν μεγαλύτερη η έλλειψη των μέσων καθώς και των κατάλληλων χώρων. Όταν ήρθε ο εκσυγχρονισμός των αγροτικών σπιτιών η γουρνοχαρά ήταν πια μια ανάμνηση καθώς τα γουρούνια απομακρύνθηκαν από τα σπίτια και μαζί με αυτά έπαψε απομακρύνθηκαν και οι ανάγκες που είχε ένα σπίτι και τα αγαθά που προέκυπταν από αυτά, βρίσκονταν πλέον πιο εύκολα στην αγορά. Επί πλέον, γλίτωνε και το σπίτι από τις ατασθαλίες που δημιουργούνταν τόσο στην εκτροφή του όσο και στο σφάξιμο ενώ προφητικά κινούμενοι, γλίτωσαν και την κατακραυγή από τους ζωόφιλους και εσχάτως από τους αντιπισιστές που κάθε τρόπο προσπαθούν ν’ αλλάξουν την διατροφή του ανθρώπου προτείνοντας μαγικές συνταγές και σούπες από χόρτα... Στις φωτογραφίες, σκηνές από «γουρνοχαρά» στο χωριό Μπαμπίνη της Αιτωλοακαρνανίας, δανεικές από την εξαιρετική ιστοσελίδα romianews.gr. Τους ευχαριστούμε και ευχόμαστε καλές γιορτές, με υγεία και αισιοδοξία η καινούργια χρονιά. Ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεγάλη Κάψη της Δυτικής Φθιώτιδας. Έγινε δημοσιογράφος και εργάστηκε επί πολλά χρόνια και αποκλειστικά στις εφημερίδες, κυρίως στην «Ελευθεροτυπία» από τις στήλες της οποίας οργάνωσε και προέβαλλε μια ειδική αρθρογραφία με τον τίτλο «Μικρές Πατρίδες» για την ελληνική περιφέρεια και τους ανθρώπους της καθώς και για την Αθήνα, τα τελευταία χρόνια. Συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει φωτογραφίες με την ίδια θεματογραφία στο actimon.blogspot.com ενώ εκδίδει και βιβλία που έχουν σχέση με την τοπική ιστορία. *Αραρίσκω = Συνάπτω, συνδέω, προσαρμόζω Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Η αλεπού στο καφενείο Τώρα που ο καιρός δεν μου επιτρέπει να ασχολούμαι με τα χωράφια και καθώς στην ορεινή καραντίνα δεν φθάνουν εφημερίδες... Ηλίας Προβόπουλος, 16/12/2020 - 17:20
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Περιμένοντας την επόμενη μέρα... Πέρα από το καθαρά υγειονομικό ζήτημα που προβάλλει η πανδημία, το πρωτόγνωρο και παγκόσμιο αυτό φαινόμενο δημιουργεί ένα σωρό άλλα... Ηλίας Προβόπουλος, 16/12/2020 - 08:23
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Ρημάξανε τα διάσελα... Διάσελο λέμε στα κοινά Ελληνικά τον αυχένα (σβέρκο) μιας κορυφογραμμής αλλά συνήθως εννοούμε το σημείο εκείνο που σμίγουν τα μονοπάτια... Ηλίας Προβόπουλος, 11/12/2020 - 11:22
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Η χειμωνιάτικη καραντίνα της Αργιθέας Η καραντίνα που ζούμε στις ημέρες μας και η οποία όταν ξεκίνησε την υπολόγιζαν ότι θα διαρκέσει τέσσερις εβδομάδες θα... Ηλίας Προβόπουλος, 10/12/2020 - 10:19
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Η κυρία Έλλη πέρασε στα εκατό! Τα γενέθλια δεν τα ξεχνάμε ποτέ, ιδίως όταν πάνε καλά τα πράγματα στη ζωή μας γιορτάζονται με ωραίο τρόπο και... Ηλίας Προβόπουλος, 09/12/2020 - 12:17
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Για αυτούς που χάθηκαν στη λίμνη Με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της πανδημίας τα οποία άλλοι τηρούν ευλαβικά και προσέχουν εαυτούς και... Ηλίας Προβόπουλος, 08/12/2020 - 11:47