Ηλίας Προβόπουλος, 26/1/2021 - 17:02 facebook twitter linkedin Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Τα παπούτσια έχουν και δεύτερη ζωή Ηλίας Προβόπουλος, 26/1/2021 facebook twitter linkedin Ήταν τα πιο απαραίτητα μαγαζιά - εργαστήρια στις πόλεις και τα χωριά πριν από λίγα χρόνια, τα υποδηματοποιεία - επισκευαστήρια παπουτσιών, πιο απαραίτητα κι απ’ αυτά που πουλούσαν ρούχα και τα ραφεία γιατί περισσότερο απ’ ένα σακάκι ήταν αναγκαία και κατά συνέπεια, ταλαιπωρούνταν πιο πολύ ότι φόραγε ο άνθρωπος στα πόδια του... Όλα αυτά και κάθε τι που δήλωνε την απλή ανάγκη τα σάρωσε η μανία της κατανάλωσης που κυρίευσε μια στερημένη από πολλά πράγματα κοινωνία και σαν της δόθηκε τότε η ευκαιρία, ξεθύμανε τόσο που παρουσίασε σοβαρά τραυματικά φαινόμενα από τα οποία πολλά δεν μπορούν να θεραπευτούν και βασανίζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Στην εξέλιξη αυτή βέβαια τις ευθύνες δεν είχε μόνο ο κόσμος, αλλά και αυτό που χοντρικά λέμε αγορά και η οποίαυ κινείται ανάλογα με τις καταστάσεις και ξέρει με χίλιους τρόπους να κατευθύνει, άλλοτε φανερά κι άλλοτε υποδόρια τις ανάγκες και τις προτιμήσεις. Θύματα αυτής της αγοράς ήταν και τα υποδηματοποιεία - επισκευαστήρια παπουτσιών τα οποία άρχισαν να πιέζονται πολύ μετά από την δεκαετία του ’70 όταν άνοιξε η αγορά. Τότε πλημμύρισε και ο τόπος με έτοιμα «μοντέρνα» παπούτσια τα οποία ασφαλώς και προτίμησαν οι άνθρωποι αλλά τότε ήταν που άρχισε και η συνήθεια να μην επισκευάζονται αλλά να πετιούνται μόλις κάτι σε αυτά παρουσίαζε πρόβλημα. Το χρήμα δε που άρχισε να κυκλοφορεί σε περισσότερες τσέπες έδινε αυτή την δυνατότητα να αγοραστούν όχι μόνο παπούτσια αλλά και για ένα σωρό άλλα προσωπικά είδη και πράγματα της ζωής. Έτσι τα περισσότερα από τα προαναφερόμενα μαγαζιά έκλεισαν ή άλλαξαν σιγά – σιγά χαρακτήρα. Ένα απ’ αυτά τα μαγαζιά που συναντούμε στην Έδεσσα, το «Σικ» στο κέντρο της πόλης μάλιστα το οποίο άνοιξε το 1952 ο Γιάννης Λάμπρου ο οποίος κατάγονταν από την Κύμη μετά το πέρας των υποχρεώσεων του στο στρατό. Ήταν μια εποχή ακόμη που ο κόσμος προτιμούσε να φτιάχνει παπούτσια στα μέτρα του, να παρακολουθεί με ενδιαφέρον την δημιουργία τους κάνοντας απανωτές πρόβες και να επεμβαίνει στην αισθητική που ούτως ή άλλως διέθετε ο τεχνίτης και να τα καμαρώνει περιποιημένα και γυαλισμένα για πολύ καιρό στα πόδια του. Επί πλέον είχε και την ευχέρεια να ζητήσει η κατασκευή τους να εξυπηρετεί τις ανάγκες του, πράγμα που διέφερε απ’ αυτόν που δούλευε στα χωράφια κι απ’ εκείνον που κινούνταν στην πόλη. Ο τεχνίτης, γνώριζε αυτές τις λεπτομέρειες και ανταποκρίνονταν σε όλες τις απαιτήσεις του πελάτη και εκτός αυτού, από τη στιγμή που ήταν ένα παπούτσι που πέρασε από τα χέρια του ήξερε και αντιμετώπιζε αμέσως τα όποια προβλήματα δημιουργούνταν από την χρήση του. Ο τεχνίτης δε ήταν κι εκείνος που έβαζε την υπογραφή του και για τα όποια υλικά χρησιμοποιούσε για την κατασκευή των παπουτσιών, είτε για ανδρικά, είτε για γυναικεία. Φυσικά δεν ήταν ο μόνος που ασκούσε αυτή την τέχνη στην Έδεσσα, μια πόλη που λόγω του αγροτικού χαρακτήρα της γύρω περιοχής, είχε ανάγκη από γερά παπούτσια και για τις συχνές επισκευές αυτών πολλοί τεχνίτες - 150 τσαγκαράδικα λειτουργούσαν τότε. Αυτός όμως άνοιξε το «Πι και Φι» και πρόκοψε γιατί ήταν πολύ προσεκτικός στη δουλειά του και απόκτησε μια μεγάλη και σταθερή πελατεία. Το πρώτο διάστημα έβαλε στις προθήκες του μαγαζιού του και έτοιμα παπούτσια αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι ήταν φύρα λόγω της ποιότητας των υλικών αλλά και της μόδας που άλλαζε και το σταμάτησε. Παράλληλα με αυτόν, στο μαγαζί τον βοηθούσαν τρείς κάλφες και η γυναίκα του Κίτσα επισκευάζοντας τσάντες αλλά και καλτσόν με «θηλιές», καθώς ακόμη η αγορά δεν είχε ακόμη πλημμυρίσει από τέτοια προϊόντα και στραφούν οι γυναίκες προς αυτά. Το 1976 ανταποκρινόμενες στο αίσθημα των καιρών που όλα άρχισαν να αλλάζουν ονόμασε το μαγαζί «Σικ». Στα ίδια χρόνια το μαγαζί άρχισε να γνωρίζει και την πλημμύρα των πλαστικών παπουτσιών ιδίως των αθλητικών, πράγμα που με την πείρα που διέθετε το αντιμετώπισε με ευκολία. Την τέχνη του Γιάννη Λάμπρου ακολούθησε ο γιός του Δημήτρης που ήδη από το 1985 είχε πιάσει δουλειά στο τσαγκάρικο και από την ημέρα που αποχώρησε ο πατέρας του, το 1992, την συνεχίζει με μεγάλη επιτυχία μαζί με την γυναίκα του Ελένη η οποία έμαθε κι αυτή τη δουλειά. Στο «Σικ» ο Γιάννης με την Ελένη, δίνουν καινούργια ζωή σε όλα τα παπούτσια, ανδρικά και γυναικεία που τα τακούνια τους έχουν και τις περισσότερες φθορές ακόμη και στα αθλητικά αλλά επιδιορθώνουν επίσης ένα σωρό πράγματα που έχουν σχέση με το δέρμα, όπως ρούχα, τσάντες και ζώνες, φερμουάρ και άλλα της καθημερινότητας. Εκτός αυτού ο Δημήτρης, με την πείρα που διαθέτει μπορεί να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια από την αρχή και δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται να το έχουν φτιαγμένο από τα χέρια του, πράγμα που λείπει από μια κοινωνία που έμαθε να ζει με βιομηχανικά προϊόντα και έχει περιορίσει πολύ τη δουλειά για τους χειρώνακτες και τους οποιοσδήποτε τεχνίτες. Ο ρόλος του είναι διδακτικός και η λειτουργία του «Σικ» μεγάλο προνόμιο για την Έδεσσα καθώς παρ’ όλες τις αλλαγές που μπορεί να υποστεί μια τέχνη, ο πυρήνας της όπως τον διατηρεί και τον προβάλλει ο Δημήτρης παραμένει ο ίδιος. Πέρα απ’ αυτά, η συζήτηση με τον Δημήτρη και την γυναίκα του Ελένη μέσα σε ένα μαγαζί που όλα τα πράγματα περιμένουν να πάρουν από τα χέρια τους μια παράταση ζωής και κατά συνέπεια λιγότερων εξόδων και μεγάλου περιβαλλοντικού οφέλους είναι και ένα μάθημα πολιτικής οικονομίας. Μαθαίνουμε πως τα περισσότερα υλικά, και δεν είναι λίγα που χρησιμοποιεί (δέρματα, κορδόνια, σπάγγοι, κόλλες, βερνίκια κλπ) προέρχονται από ελληνικά εργαστήρια και βιοτεχνίες κυρίως από την Θεσσαλονίκη. Σε εποχή που όλοι κοντεύουμε να πειστούμε, αν δεν έχουμε πειστεί ότι τα πάντα γίνονται στα εργοστάσια της Κίνας, αυτό είναι παρήγορο. Τα μόνα που εισάγονται για τη δουλειά αυτή είναι τα μηχανήματα υποδηματοποιίας και τούτο είναι το λιγότερο για την εθνική οικονομία. Ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεγάλη Κάψη της Δυτικής Φθιώτιδας. Έγινε δημοσιογράφος και εργάστηκε επί πολλά χρόνια και αποκλειστικά στις εφημερίδες, κυρίως στην «Ελευθεροτυπία» από τις στήλες της οποίας οργάνωσε και προέβαλλε μια ειδική αρθρογραφία με τον τίτλο «Μικρές Πατρίδες» για την ελληνική περιφέρεια και τους ανθρώπους της καθώς και για την Αθήνα, τα τελευταία χρόνια. Συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει φωτογραφίες με την ίδια θεματογραφία στο actimon.blogspot.com ενώ εκδίδει και βιβλία που έχουν σχέση με την τοπική ιστορία. *Αραρίσκω = Συνάπτω, συνδέω, προσαρμόζω Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Ηλίας Προβόπουλος: Ένας θαρραλέος σπουργίτης Όποιος παρατηρεί τις αλλαγές στην πόλη μπορεί να διαπιστώσει πως από πολλά σημεία της λείπουν πλέον οι σπουργίτες, αυτά τα... Ηλίας Προβόπουλος, 17/06/2024 - 09:29
Ηλίας Προβόπουλος: Έφυγε μια μάρτυρας της Ιστορίας Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι της η Δήμητρα Αποστόλου. Η αγαπημένη, που στα οχτώ της χρόνια τα είδε και τα... Ηλίας Προβόπουλος, 17/06/2024 - 08:59
Ηλίας Προβόπουλος: Όταν η ιδιωτική ασφάλιση δίνει λύσεις Με αρκετά νωπή μια προσωπική περιπέτεια υγείας και την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπισή της από ένα ιδιωτικό νοσοκομείο νιώθω υποχρεωμένος... Ηλίας Προβόπουλος, 13/06/2024 - 10:04
Ηλίας Προβόπουλος: Άλλο η φύση που ξέραμε κι άλλο το περιβάλλον που νοιάζονται… Όσοι μεγαλώσαμε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα, η έννοια «περιβάλλον», το οποίο γιορτάζουμε σήμερα με άπειρες και αμφιβόλου αποτελέσματος... Ηλίας Προβόπουλος, 06/06/2024 - 09:53
Ηλίας Προβόπουλος: Τα υπέροχα άγρια κεράσια Λίγες μέρες πάνω, λίγες κάτω και τα λαχταριστά κεράσια είναι τελικά τα φρούτα που χαρακτηρίζουν τον Ιούνιο μαζί με τα... Ηλίας Προβόπουλος, 31/05/2024 - 15:33