Ηλίας Προβόπουλος, 27/2/2021 - 19:28 facebook twitter linkedin Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Ο Παλαμάς, η φοινικιά και το φεγγάρι Ηλίας Προβόπουλος, 27/2/2021 facebook twitter linkedin Η θέα και η απόλαυση της πανσελήνου είναι συνήθως μοναχική ή στην καλύτερη περίπτωση για δυο ανθρώπους που τους συνδέουν βαθιά πράγματα. Το ωραίο πάλι με την πανσέληνο είναι ότι όποιος θέλει μπορεί να την χαρεί από το μπαλκόνι του, περπατώντας στο δρόμο, σε κάποιο βουνό η σε παραλία μόνος ή με καλή παρέα. Ιδιαίτερη δε είναι όταν αυτή προβάλει πίσω από την Ακρόπολη, η αρχαία Αγορά, το Σούνιο και άλλους τόπους της ιστορίας μας και βλέπουμε συχνά, όταν το επιτρέπει ο καιρός βέβαια πολύ κόσμο να πηγαίνει στα κατάλληλα σημεία να βλέπει το ολόγιομο φεγγάρι και να ταξιδεύει μαζί του... Ένα από τα ωραία επίσης σημεία που μπορεί να δει κάποιος το φεγγάρι να ανατέλλει είναι ο χώρος μπροστά και πίσω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών που το βλέπουμε να εμφανίζεται από την κορφή του Λυκαβηττού. Εκεί, στο κακοποιημένο παρκάκι είναι και ο ανδριάντας του Κωστή Παλαμά που σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή το 1943 και κοντά του ένας φοίνικας, από τους ελάχιστους που επιζούν στην Αθήνα. Ένα βράδυ με πανσέληνο πέρασα από εκεί, έσκυψα και έφερα τον φακό μου σε τέτοια γωνία που να πιάνει τον ανδριάντα, τη φοινικιά και στα κλαδιά της το φεγγάρι το οποίο το έφερα κοντά στον Ποιητή να ακούσει τι λέει και να τα μεταφέρει και σε άλλες πόλεις, μακριά από την πονεμένη Αθήνα. Kωστὴς Παλαμᾶς - Ἡ Φοινικιά Στὸ Δροσίνη, ποὺ τὸ πρωτάκουσε. Mέσα σ᾿ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς, κάποια γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα, καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλούσανε. Πέρασ᾿ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα), καὶ ρύθμισε τὸ μίλημά τους ἔτσι: Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι· τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα; τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει! Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει; Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα; Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου· ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου; Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες, κ᾿ ἦρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει, ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες· κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες· τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια. Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι, κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι, μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ -ὢ πόνοι-! ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι, ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει· γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι; Πόσο σκληρὰ χτυπάει τὸ βόλι τὸ δικό σου! Κανέν᾿ αὐτὶ ψηλά, κανένα μάτι ἐμπρός μας. Ζοῦμε στὸν ἴσκιο σου, ἕνας κόσμος ὁ κορμός σου, τὸ στέμμα σου οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα· ὁ οὐρανός μας. Θεὸς ἀλύπητος ἂν εἶσαι, φανερώσου. Ἂν ὄχι, γνέψε μας, καὶ μία γαλήνη δός μας, καὶ μὴ σκοτώνῃς μας ἀγάλια ἀγάλια, ἢ δρᾶμε καὶ ρῖξε μας νεροποντὴ μὲ μιᾶς νὰ πᾶμε! Σὰν πληρωμὴ εἶν᾿ ὁ πόνος μας καὶ σὰ βρετήκι, τῆς ἁρμονίας μας σφράγισεν ἡ χρυσὴ βούλλα, ἐνῷ μᾶς ῾γγίζει ὁ Χάρος, μᾶς θεριεύει ἡ Νίκη, τρέμομε, χαῖρε, τοῦ ρυθμοῦ ἱερὴ τρεμούλα! Καταχωμένο ἀνήλιαγο ζῇ τὸ σκουλῆκι γιὰ νὰ χαρῇ μεταξοφτέρουγη ψυχούλα μίαν ὥρα τὴν ὡραία ζωή, καὶ νὰ πεθάνῃ.- -Τὸ χάσμα τῆς πληγῆς γίνεται συντριβάνι. Τὰ σταχτερά, τὰ διάφανα, τὰ χίλια μύρια πράσινα, τ᾿ ἀναβρύσματα· καὶ τὰ μαμούδια καὶ τὰ δετὰ τῆς γῆς· τ᾿ ἀνάερα τρεχαντήρια, τὰ σκουληκάκια, οἱ μέλισσες, τὰ πεταλούδια, λουλούδια, ὦ δισκοπότηρα καὶ θυμιατήρια! Χάιδια τῆς χλόης, παντοῦ φιλιά, τοῦ μούσκλου χνούδια, τοῦ κάτου κόσμου ἀχός, αἰθέρια μαντολίνα· στὰ φύλλα μία λαχτάρα, λίγωμα στὰ κρίνα! Ἄνθια, ὅσα ξέρετε, δὲν ξέρουν τὰ τρυγόνια, ὡραίων ἐρώτων εἶστ᾿ ἐσεῖς τὰ διαλεμένα, σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στὰ κλώνια, μιᾶς πλάσης εἶναι αὐγὴ τοῦ καθενὸς ἡ γέννα· τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τὰ παναιώνια τὰ ξέρετε, ὦ λιγόζωα σεῖς καὶ ὦ δακρυσμένα! Ἐμεῖς, -ὢ τὰ χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!- μοιάσαμε τὰ στοχαστικὰ καὶ τ᾿ ἄυλα μάτια. Ἂς εἶστ᾿ ἐσεῖς, ἄπλεροι ἀνθοί, μεστὰ ἀνθοκλάδια, ἀπὸ τὰ χρυσολούλουδα ὡς τὰ χαμομήλια, σὰν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ σὰν πετράδια, σὰν τὰ παρθένα μάγουλα καὶ σὰν τὰ χείλια, σὰ χέρια ἂς γλυκανοίγεστε, γιομάτα ἢ ἄδεια, χαράματα κι ἂς εἶστε αὐγῆς, βραδιοῦ καντήλια, τῆς νεράιδας δροσιᾶς ἂς εἶστε τὰ παλάτια· τὰ μάτια εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, εἴμαστ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια. Σ᾿ ἐμᾶς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο, καὶ σύγνεφ᾿ ἀπὸ ἔγνοιες καὶ καημοὺς λαγκάδια, καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀσάλευτο σ᾿ ἐμᾶς, τὸ σάλο τοῦ πέλαου γύρω στὰ καράβια πρὸς τὰ βράδια, τὸ δάκρυ ἀκύλιστο, κι ἀξήγητο κάτι ἄλλο... Ποιᾶς φυλακῆς νά ῾μαστ᾿ ἐμεῖς τὰ συγγενάδια; Ἦρθε καὶ κλείστη μέσα μας, -ποιὸς νὰ πιστέψῃ!- μιὰ κολασμένη καὶ μία θεία· ἡ Σκέψη, ἡ Σκέψη! T᾿ ἀνάστημα ἔχετε, τὸ παίξιμο, τὸ νάζι, καὶ κάποιο ἀμίλητο περήφανο καμάρι, καὶ κάποιο μάγεμα ποὺ ρίχνεται κι ἁρπάζει, κι ἀπ᾿ τὴν πρωτόπλαστη ὀμορφάδα ἔχετε πάρει. Σὰν εἴδωλα χλωμὰ σᾶς δείχνει τὸ μαράζι, καὶ τὸ πουλὶ σᾶς δίνει κάποτε τὴ χάρη, καὶ τὸν ἀέρα μία νεράϊδα ἀνεμοπόδα, ὢ μὲ τὰ μύρια θεία χαμογέλια, ὢ ρόδα! Τὸ πρόσταξε θεὸς Ἀπρίλης ἀνθομάλλης· -ὦ μοσκοβόλισμα, ἄλλαξε καὶ λάμψη γίνε! Γιὰ τοῦτο ἀμύριστα εἶστε, ρόδα τῆς Βεγγάλης, ὅλων τῶν ἄλλων ἡ εὐωδιὰ σ᾿ ἐσᾶς φῶς εἶναι. K᾿ ἐσὺ ποὺ στέκεις, τῶν ἀνθὼν ὡς νὰ εἶσαι ὁ κράλης, ἀπὸ ποιὸν κόσμο παραστράτισες, ὦ κρῖνε; Ἀπὸ τῆς εὐωδιᾶς τὴ μάννα, ἀπὸ τ᾿ ἀστέρι τὸ πιὸ λευκόν; Ὦ Φοινικιά, κ᾿ ἐμεῖς; Ποιὸς ξέρει! Τῆς εὐωδιᾶς αἰθεροπόταμο, κρατήσου· δὲν ἔτρεξες, δὲν πότισες τὴν ἄνθησή μας· τῆς εὐωδιᾶς εἴπαμε: πάψε τὴν ὁρμή σου, μὴ χύνεσαι ἀπὸ μᾶς, μὴ γίνεσαι πνοή μας, βυθίσου μὲς στὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ κλείσου ἀκάτεχη ἀπ᾿ τὸ μύρισμα, μὲς στὴν ψυχή μας· ψάξε νὰ βρῇς τὴ σκέψη μας, καὶ ὁμάδι ζῆσε. Ἂς εἶναι ἡ μέλισσα, κ᾿ ἐσὺ τὸ μέλι ἂς εἶσαι! Ἀπὸ τὸ βιὸς τοῦ ἥλιου ὅλα ἀραδιάστε τὰ ὄξω, λουλούδια, ὅλα τὰ χρώματα, καὶ στολιστῆτε. K᾿ εἴπαμε στ᾿ ἀδερφάκια μας: τὸ οὐράνιο τόξο φορεματάκια κάμετέ το, καὶ ντυθῆτε! K᾿ εἴπαμε τὸ καθένα μας: «Ψυχή, θὰ διώξω κάθε λαμπράδα, μήτ᾿ ἡ αὐγή, καὶ ἡ δύση μήτε· μοῦ φτάνει κάτι ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ἀκόμα κάτι σὰ γέλιο, ποὺ γελᾷ τὸ οὐράνιο στόμα!» Σύγνεφο γίνε, μίλα μὲ τ᾿ ἀστραποβόλι, κορυδαλλός, καὶ λάλησε, Πόθε μεγάλε, καὶ ὑψώσου πρὸς ἀστέρινο ἄλλο περιβόλι. Ὅλη τη μουσικὴ μὲς στὴν ἀγάπη βάλε, καὶ βάλε τῶν παιδιῶν τὴν ἀθῳότητα ὅλη, καὶ βάλε κι ὅλη σου τὴν ὀμορφιά, καὶ πάλε θά ῾χῃς τὸν ἴσκιο τῆς ἀγάπης· ὄχι ἐκείνη· ἐκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει καὶ δὲ σβήνει! Ἀπὸ μία τρίδιπλη ψυχὴ τὸ περιβόλι, συρτὴ καὶ ριζωτὴ καὶ φτερωμένη, πλέκει τὸ εἶναι· ἡ κάμπια ὁλόβαθα χτίζει μία πόλη, καὶ τὸ πουλὶ χτίζει ἕναν ἔρωτα παρέκει πρὸς τὸν αἰθέρα· καὶ ἡ χλωράδα γύρω σου ὅλη δὲν ἔχει νόημα, δὲν ὑπάρχει, ἢ γιὰ νὰ στέκῃ καὶ νὰ εἶναι, ἀκροπρεπίδι σου, στὴ δούλεψή σου· ὤ! πῶς ὑψώνεται στὸν ἥλιο τὸ κορμί σου! Δὲ σταματάει κισσός, δὲν κόβει παρακλάδι τοῦ κορμιοῦ σου χυτὴ κ᾿ ἐλεύτερη τὴ γύμνια· ὅμως, γυμνή, μὲ ὀνειροΰφαντο μαγνάδι σκεπάζεις τὰ χλωρὰ τοῦ κήπου στενορρύμια. Λαμποκοπάει τῆς βασιλείας σου σημάδι κορῶνα ἀχτίδων ἀπὸ σμάραγδα κι ἀσήμια κρεμάμενη, τρεμάμενη ἀπὸ τὴν κορφή σου· ὤ! τί ρυθμὸς ποὺ κυβερνάει τὸ θεῖο κορμί σου! Ἔτσι δὲν εἶναι ὡραῖο τὸ νέο κυπαρίσσι λιγώντας αὐροσάλευτο πρὸς τὸν αἰθέρα, ἔτσι δὲν εἶναι ὡραία ἡ χλοϊσμένη βρύση ποὺ ψέλνει σὰν ποιητὴς καὶ θρέφει σὰ μητέρα, ἔτσι δὲν εἶν᾿ ἡ ἀνατολή, δὲν εἶναι ἡ δύση· ἀπ᾿ τὴν κορφή σου κρέμεται ἄλλου κόσμου μέρα· ἔτσι ὄμορφη δὲν εἶν᾿ ἡ ἀναπαμένη λίμνη· στὰ πόδια σου οἱ θεοὶ κ᾿ οἱ θεολάλητοι ὕμνοι! Ἀγγέλου φάντασμα στὴ σκήτη τοῦ ἐρημίτη, στῆς νύχτας τὴ σιωπὴ τῆς ἁρμονίας τὸ στόμα, ἡ σκέψη, ἐκεῖ ποὺ πρωτοστράφτει στοῦ τεχνίτη τὸν πλατυμέτωπο οὐρανό, καὶ πρὶν ἀκόμα, ὄνειρο ἀσκλάβωτο κι ἀπάρθενο, εὕρῃ σπίτι καὶ γίνῃ λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρῶμα, σὰν τὴν ἰδέα σου δὲν εἶναι, καθὼς πέφτει κι ἀντιχτυπάει στοῦ λογισμοῦ μας τὸν καθρέφτη. NEWSLETTER Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα. Μέσα σου ρέει τὸ διάφανο, τ᾿ ἀθάνατο αἷμα, ἢ ὁ χυμὸς ὁ ἀνήμπορος νὰ σὲ ξυπνήσῃ ἀπό ῾ναν ὕπνο δίχως μίλημα καὶ βλέμμα σὲ μιᾶς ἀθόλωτης ζωῆς τ᾿ ὡραῖο μεθύσι; Τὸ στέμμα τῆς κορφῆς σου εἶν᾿ ἕνα ξένο ψέμα ἢ τὰ μαλλιά σου, ποὺ ἡ πνοὴ σὰν τὰ χτυπήσῃ, γίνονται λύρες γιὰ νὰ εἰποῦν ὁλόγυρά σου τὴ συμφωνία τῶν ὅλων καὶ τῆς ὀμορφιᾶς σου; Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα, καὶ δοκιμάζεις τα καὶ τὰ τρεμοσαλεύεις. Φτερά; δὲν εἶναι, γίνονται· σὲ τρώει μία πεῖνα, καὶ σὲ μία πλάση ἀνώτερη νά ῾μπῃς παλεύεις. Μιὰ πολιτεία, μίαν ἠλιοστάλαχτην Ἀθήνα δεξιά, ζερβά, μακριά, στὰ ὕψη, ὅλο γυρεύεις, καὶ στέκεσαι νὰ φύγῃς πρὸς τὰ μισουράνια πετώντας μὲ τοὺς κύκνους καὶ μὲ τὰ γεράνια. Λείψανο εἶσαι ἀπὸ νεκρὸ μεγάλο αἰῶνα, ζωῆς, ποῦ γίνεται, εἶσαι ἡ πρώτη δροσεράδα; Πότε ἀπὸ μέσα σου κοιτάει, τραβάει ἀγῶνα γιὰ νὰ χυθῇ στὸ φῶς μία νύφη Ἀμαδρυάδα, πότε σὰν τελευταῖα ὑψώνεσαι κολῶνα ναοῦ, ποὺ κάποτ᾿ ἔστεκε σὲ μίαν Ἑλλάδα. Τέλος ἢ ἀρχή, βραδιὰ ἢ πρωί, σὲ δένει κάτι μὲ τοὺς ὁρίζοντες ποὺ χάνεται τὸ μάτι. Ὡσαννὰ χύνουν οἱ βλαστοί σου καὶ τὰ βάγια καὶ τὸ βασιλικὸ ὡσαννὰ τ᾿ ἀνάστημά σου πρὸς ἄγνωστου θεοῦ διαβατικοῦ τὰ μάγια, φανερωμένου πρῶτα πρῶτα στὴ ματιά σου. Ἐσὺ ὡσαννά, ὡσαννὰ ἀποκρίνονται τὰ πλάγια. Ὤ! ποιὰ τὰ ὁράματα καὶ ποιὰ τὰ μυστικά σου; Σφάζει τὰ λυγερὰ λουλούδια καὶ τὰ φύλλα ἀπὸ καινούργιους οὐρανοὺς ἀνατριχίλα. K᾿ ἐμεῖς; Ἦρθε ὡς ἐμᾶς τὸ μακρινὸ πουλάκι, τ᾿ ἀγεράκι μας ἄγγιξε μὲ τὰ φτερά του, καὶ κονταστάθηκε τὸ βιαστικὸ τὸ ρυάκι, καὶ τὸ παιδί μας ἔρριξε τ᾿ ἀνάβλεμμά του, καὶ τὸ περήφανό μας ἔγνεψε ζαμπάκι, καὶ τὸ φεγγάρι ἦρθε γιὰ μᾶς ὡς ἐδῶ κάτου, κ᾿ εἶδε καθεὶς τ᾿ ἀπόξω μας, κανεὶς τὰ βάθη· ὁ κόσμος γλίστρησεν ἀπάνω μας κ᾿ ἐχάθη. Πορτοκαλλάνθια, τί σᾶς ρώτησαν τ᾿ ἀηδόνια; Ὁ τζίτζικας τί θέλει ἀπὸ τὰ μεσημέρια; Κι ὅσα βογγοῦνε σὰν ἀπὸ τὰ καταχθόνια, κι ὅσα ἀνεβαίνουνε τραγούδια πρὸς τ᾿ ἀστέρια, τοῦ σαρακιοῦ ἡ φωνή, τ᾿ ἀνήσυχα τριζόνια, τ᾿ ἀρώματα, οἱ πνοές, τὰ ἕρμα καὶ τὰ ταίρια, ὅσα πετοῦνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν, κάτι γνωρίζουνε γιὰ σὲ καὶ μᾶς τὸ κρύβουν. Μέσα μας μιὰ ψυχὴ ἀπὸ μπόρα κι ἀπὸ πίσσα τὸ πονηρὸ γιὰ σὲ στὸ λογισμό μας βάζει. Στὴ νυχτερίδα ὅλο γιὰ σὲ μιλοῦσε ἡ κίσσα κ᾿ ἡ ἀκρίδα τὸ παινεύτηκε μ᾿ ἐσὲ πὼς μοιάζει, κ᾿ ἡ σφῆκα ηὗρε χαρὰ στὴ σκέπη σου περίσσα, κι ὁ νυχτοκόρακας μ᾿ ἐσένα ἀναγαλλιάζει· μιὰ πλάση -Ἐσὺ ποὺ ἀτάραχη τραβᾶς πρὸς τ᾿ ἄστρα, παραμονεύει σὲ κακὴ κι ἀναγελάστρα! Ὦ φυσημένη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ πεύκου, Ὑγεία! Πατᾷς, παντοῦ οἱ καρποὶ στ᾿ ἀγκάθια, στὰ τριφύλλια, κυλᾷς μὲ τὰ νερά, καὶ λάμπουν τὰ στοιχεῖα, γιὰ τ᾿ ἄδολο κρασὶ τρυγᾷς τὰ ὡραῖα σταφύλια, ὅπου σταθῇς, θ᾿ ἀναστηθῇ μία πολιτεία, πάντα ὁ μαστός σου γάλα ρέει, δροσιὰ τὰ χείλια. Ὦ μάννα στρογγυλὴ καὶ καρπερὴ καὶ ἀκέρια, μᾶς λυών᾿ ἡ ἀρρώστια· μοιάσαμε τὰ νεκροκέρια. Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ἴσκιοι, ποὺ ἡ θεία της χάρη παίζει κι ἁπλώνει, πρῶτε, δεύτερε καὶ τρίτε, ἀπὸ τὸ στοιχειωμένο τὸ σκληρὸ φεγγάρι -μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, καὶ φτερὰ μήτε!- Προψὲς μίαν ὄψη τέταρτην εἴχατε πάρει· σπαθιά! καὶ καρτερούσατε γιὰ νὰ χυθῆτε. Νυχτοπετοῦσα πεταλούδα, ἔλεος κᾶμε· ἀπάνω στὰ φτερά σου πᾶρε μας νὰ πᾶμε! Ἡ ἀρρώστια μᾶς τυράγνησε μὲ τὴν ἀγρύπνια, ὦ Φοινικιά, καὶ σὲ εἴδαμε νὰ κρυφογέρνῃς, οἱ δρακοντιές, τὰ σκυλοβότανα, ὅλα ξύπνια, νύχτα εἴταν, ἄμοιαστο χορὸ μ᾿ αὐτὰ νὰ σέρνῃς, καὶ σ᾿ εἴδαμε ὄνειρο βαρὺ στὰ πρωτοΰπνια μὲ φλόμους καὶ μὲ χαμαιλιοὺς νὰ παραδέρνῃς, καὶ γύρω σ᾿ ἔπνιγαν ἀζώηρων περιβόλια, κι ἀπὸ σκληρὲς ἀλόες λαὸς κι ἀπὸ τριβόλια. K᾿ εἴσουνα, τῆς ζωῆς ὡς νὰ ζητοῦσες φόρο αἱματοπότιστο, κι ὀλάγρια ἀντιχτύπα πεῖνα στὸ εἶναι σου, καὶ κάποιο σαρκοβόρο ηὗρε σ᾿ ἐσὲ καὶ φώλιασε, κ᾿ ἔσκαψε τρῦπα, κ᾿ ἔγινε σπήλαιο τὸ κορμὶ τὸ φτεροφόρο, καὶ τῆς κορφῆς σου γιὰ κορφὴ φόρεσες γύπα· σὰ φλόγες καὶ σὰν κύματα καὶ σὰ λεπίδια συρμένα ἀπὸ τὴ ρίζα ὡς τὴν κορφή σου φίδια. Ποιὸς τὸ στοχάστηκε, ποιᾶς Μοίρας εἶναι τάμα, ἀπὸ τὰ κακομύριστα καὶ τ᾿ ἀπορρίμια νὰ ὑψώνωνται τὰ ὁλόχλωρα, καὶ ἁγνὸ τὸ θάμα τοῦ Μάη κι Ἀπρίλη ἀπ᾿ τὴν ἀκάθαρτην ἀσκήμια; Γι᾿ αὐτὸ γαλάζια μέσα μας καὶ μαῦρα ἀντάμα, καὶ στὴν ψυχή μας ὠκεανοὶ καὶ στενορρύμια, κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς μὲ τὰ ὑπέρτατα παλεύει, κάτι πανάθλιο μᾶς κρατεῖ καὶ μᾶς μολεύει. Ἥλιε, τὰ μαῦρα ὀνείρατα πάρ᾿ τα καὶ πνίχ᾿ τα, θολοὶ εἶν᾿ ἀχνοί, κ᾿ εἶναι κακόπραγα τελώνια. Θρέψε τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀγαθά, τὰ πάντα δεῖχ᾿ τα, σὰν ἀχτιδοπαιξίματα καὶ σὰν ἀηδόνια. K᾿ ἐσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στὴν ἄγρια νύχτα διάφανη σκέπη ἀπὸ καρδιὰ καὶ ψυχοπόνια, τῆς Καλλονῆς παντοῦ κυμάτισε, ὢ πορφύρα, κ᾿ ἡ πλάση ἂς γίνῃ ἀγάπη κι ἂς χτυπάῃ σὰ λύρα! Ξημέρωσε. Τὸ φῶς χίλια σου σπέρνει μάτια, γιὰ ν᾿ ἀγκαλιάζεις τὰ βουνὰ καὶ τὰ ρουμάνια, στὰ δέντρα τὶς φωλιές, στὶς χῶρες τὰ παλάτια, καὶ τὰ καράβια στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ στὰ λιμάνια. Τὴ νύχτα ὡραῖα ξωτικὰ σὲ ἀχτίδων ἄτια νὰ σὲ δουλέψουν ἔρχονται ἀπὸ τὰ οὐράνια. Χέρια φυτρώνει ἡ λεῦκα καὶ στ᾿ ἁπλώνει πλείσια σὲ νανουρίζουν ἥσυχα τὰ κυπαρίσσια. Μιλᾷς μὲ τὸν ἀϊτὸ καὶ μὲ τὸν πελεκάνο, ρουφᾷς τὴ μουσικὴ τοῦ κόσμου στάλα στάλα, βλέπεις τὰ μακρινά, τὰ γύρω καὶ τ᾿ ἀπάνω, τ᾿ ἀπέραντα καὶ τ᾿ ἄπιαστα καὶ τὰ μεγάλα, ἀνταποκρίνεσαι μὲ κάθε ἀεροπλάνο, μὲ ἀχτίδες, μὲ φτερά, μὲ τὴν παγκόσμια σκάλα. K᾿ ἐμεῖς γυρτὰ στὴ γῆ, δαρμέν᾿ ἀπὸ μία λύπη, ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι. Ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι. Νέο τραγούδι ἀφάνταστο ποὺ δὲν εἰπώθῃ, ἦχος ποὺ τίποτ᾿ ἀπὸ μέσα του δὲ λείπει· μέσα του ρυάζεται ἄγγελος ποὺ κεραυνώθη, κι ὅλοι γλυκανασαίνουνε τ᾿ Ἀπρίλη οἱ κῆποι· κρυφοὶ ἀναπάντεχοι μέσα του κλαῖνε πόθοι, καὶ τρίζει μία φωτιά, ποὺ κόσμους θὰ χαλάῃ· κάτι ποὺ μένει ἀξήγητο καὶ σὲ περνάει! Πές μας τὴ φωτερὴ τ᾿ ἀέρινου ἱστορία, τοῦ μαύρου θὰ σοῦ ποῦμ᾿ ἐμεῖς τὸ συναξάρι, κ᾿ ἔλα νὰ τὰ ταιριάσουμε τὰ δυὸ στοιχεῖα, τὴ δύναμή σου ἐσὺ μὲ τὴ δική μας χάρη. Στ᾿ ἄφαντα, στὰ μικρά, στ᾿ ἀνήλιαγα, στὰ κρύα ζοῦν ἕνας κόσμος δουλευτάδες καὶ κουρσάροι, κ᾿ ἔχουν οἱ δρόμοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ οἱ μέρες κι ὅσα δὲν ἔχουν τῶν ἀπέραντων οἱ αἰθέρες. Τὴ ζωή του μᾶς εἶπε τὸ μελισσολόι κι ἄστραψαν ὡς ἐμᾶς καινούργια νιάτα· θάματ᾿ ἀνυποψίαστα σκεπάζ᾿ ἡ χλόη, στὸ πλάϊ μας τὸ μυρμῆγκι ἀνοίγει βαθιὰ στράτα, μιὰ σαύρα ἀργοσυρμένη μέσ᾿ ἀπὸ κατώι, χωρῶν, ἐθνῶν, τεχνῶν ἔφερ᾿ ἐδῶ μαντάτα. Μιὰ πεταλούδα, ποὺ ἔτρεχε γιὰ νὰ παντρέψη τὰ λουλουδάκια, μᾶς ἐπλάτυνε τὴ σκέψη. Ἀπάντρευτη, ἄκαρπη, κι ἀξήγητη καὶ ὡραῖα! Παράξενη εἴταν ὥρα, ποιὸς θὰ τὸ πιστέψη; Βουλήθη ὁ θεῖος κόσμος, κ᾿ ἔγινεν Ἰδέα, καὶ στὴ δική μας φανερώθηκε τὴ σκέψη. Τώρα σ᾿ αἰνίγματα καὶ σὲ σκοτάδια νέα εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ ζωούλα μας γιὰ νὰ μισέψῃ. -Ὦ Φοινικιά, ἀποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι, πρὶν πῇς τὸ λόγο τὸν ὑπέρτατο, ἕνα χέρι. Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔσπειρεν ἐδῶ ἕνα χέρι, καὶ θὰ ξαναπλωθῇ, καὶ θὰ μᾶς ξερριζώσῃ, καὶ θὰ πεθάνουμε· τὸ κῦμα καὶ τ᾿ ἀγέρι καὶ τὸ νερὸ ἀνελεήμονα θὰ μᾶς σαρώσῃ, καὶ δὲ θὰ κλάψῃ μας τ᾿ ὁλόανθο καλοκαῖρι, κ᾿ ἡ πλατιὰ πλάση τὸ χαμό μας δὲ θὰ νιώσῃ, καὶ κάτου ἀπὸ τοῦ ἴσκιου σου τὰ μάγια πάλι θ᾿ ἀναστηθῇ μοσκόπνοη μιὰ βλάστηση ἄλλη. Καὶ μήτε θὰ βρεθῇ γιὰ μᾶς κανένα μνῆμα τοῦ διάβα μας τὸ φάντασμα νὰ συγκρατήσῃ· μονάχα ὁλόφωτο τριγύρω σου ἕνα ντύμα μὲ νέα μία λάμψη ἀχάλαστη θὰ σὲ στολίσῃ, καὶ θὰ εἶναι ἡ σκέψη μας κι ὁ λόγος μας καὶ ἡ ρίμα. Καὶ θὰ φανῆς ἐσὺ στὴν ξαφνισμένη χτίση σὰν ἕνα χρυσοπράσινο καινούργιο ἀστέρι. Καὶ μήτ᾿ ἐσύ, μήτε κανεὶς δὲ θὰ μᾶς ξέρῃ... ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η αντιγραφή από την ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεγάλη Κάψη της Δυτικής Φθιώτιδας. Έγινε δημοσιογράφος και εργάστηκε επί πολλά χρόνια και αποκλειστικά στις εφημερίδες, κυρίως στην «Ελευθεροτυπία» από τις στήλες της οποίας οργάνωσε και προέβαλλε μια ειδική αρθρογραφία με τον τίτλο «Μικρές Πατρίδες» για την ελληνική περιφέρεια και τους ανθρώπους της καθώς και για την Αθήνα, τα τελευταία χρόνια. Συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει φωτογραφίες με την ίδια θεματογραφία στο actimon.blogspot.com ενώ εκδίδει και βιβλία που έχουν σχέση με την τοπική ιστορία. *Αραρίσκω = Συνάπτω, συνδέω, προσαρμόζω Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Ηλίας Προβόπουλος, 10/01/2022 - 10:16 Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Μια γέφυρα χωρίς ίχνη στην πλάτη της
Ηλίας Προβόπουλος, 07/01/2022 - 08:32 Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Τα Φώτα, παράδοση χωρίς κοινότητα δεν γίνεται!
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Οι βρύσες μας θα μείνουν σήμερα… ατάϊστες Αν μας ρωτούσε κάποιος ποιο από τα στοιχεία του τόπου είναι αυτό που κουβαλάει στην πλάτη του τα περισσότερα χρόνια,... Ηλίας Προβόπουλος, 31/12/2021 - 09:25
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Μαγαζιά: Το… χαμένο κέντρο κάθε χωριού Από τα βασικά στοιχεία της Κοινότητας, που προλάβαμε και ζήσαμε οι ωριμότεροι στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν τα λεγόμενα μαγαζιά,... Ηλίας Προβόπουλος, 28/12/2021 - 08:56
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος:Κάθε πέρσι και καλύτερα… Μετρηθήκαμε κι εφέτος στη λειτουργία των Χριστουγέννων και ο αριθμός αυτών που βρέθηκαν στην εκκλησία μας, την Αγία Τριάδα μας... Ηλίας Προβόπουλος, 27/12/2021 - 12:01
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Καθένας και η φάτνη που ονειρεύεται Η φάτνη, για μας τα παιδιά που μεγαλώσαμε τα μεταπολεμικά χρόνια στην ύπαιθρο Ελλάδα ήταν μια λέξη που καταλαβαίναμε από... Ηλίας Προβόπουλος, 21/12/2021 - 10:15
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Ο ήλιος ξαναγυρίζει στο καλοκαίρι Από το ύψος που βρίσκεται η μικρή πατρίδα στις ανατολικές πλαγιές του Τυμφρηστού έχει το προνόμιο να βλέπει την Ανατολή... Ηλίας Προβόπουλος, 20/12/2021 - 11:35
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Ένα άλογο κρυμμένο μέσα στο δέντρο Οι κορμοί των δέντρων είναι σαν τα σώματα των ανθρώπων• τίποτα απολύτως δεν μπορούμε να δούμε κάτω από το λείο... Ηλίας Προβόπουλος, 17/12/2021 - 13:28