Στη Γερμανία, μία από τις βασικές ατμομηχανές της Ε.Ε, είναι στραμμένο το βλέμμα όλης της Ευρώπης, αφού απομένουν μόλις δύο εικοσιτετράωρα πριν ανοίξουν οι κάλπες των εθνικών εκλογών.
Η πρώτη θέση έχει μάλλον ήδη κριθεί και μετά από τέσσερα χρόνια, η Ένωση των κεντροδεξιών κομμάτων CDU/CSU αναμένεται να επιστρέψει νικήτρια στην καγκελαρία. Ωστόσο, ο σχηματισμός μιας βιώσιμης και σταθερής Κυβέρνησης, εφόσον μάλιστα επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, θα αποτελέσει μια εξίσωση για δυνατούς λύτες.
Η τελευταία μέτρηση που παρουσίασε ο τηλεοπτικός σταθμός ZDF προκαλεί άγχος και νευρικότητα στις τάξεις των χριστιανοδημοκρατών, εξαιτίας της πτώσης των ποσοστών του κόμματος που φτάνουν στο 28%.
Τις σημαίνει αυτό πρακτικά αν αποτυπωθεί και στην κάλπη; Ότι στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν, ο ηγέτης τους Friedrich Merz θα χρειαστεί να αναζητήσει δύο και όχι έναν κυβερνητικό εταίρο.
Πρόκειται για ένα εγχείρημα με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, αν αναλογιστεί κανείς τα δεδομένα και κυρίως ποιες είναι οι σχέσεις που διατηρούν ανά μεταξύ τους οι κεντρικοί πολιτικοί παίκτες στη γερμανική πραγματικότητα.
Παρά το γεγονός ότι το SPD συνιστά τον βασικό πολιτικό αντίπαλο του CDU επί δεκαετίες, θεωρείται πιθανό το ενδεχόμενο οι δύο παρατάξεις να κληθούν σε συνεργασία μετά την Κυριακή των εκλογών.
Για να συμβεί αυτό αμφότερες πλευρές πρέπει να «ρίξουν νερό στο κρασί τους» και να στρογγυλέψουν κάποιες βασικές πεποιθήσεις που της χαρακτηρίζουν.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ο ηγέτης του CDU άφησε πρόσφατα στην άκρη τη "σκληρή" γραμμή στο μεταναστευτικό και φρόντισε με την τοποθέτηση του να στείλει ένα σήμα και προς την άλλη πλευρά ότι μπορεί να υπάρξουν περιθώρια συνεννόησης επί του θέματος.
Τα δύσκολα όμως αρχίζουν όταν θα αναζητηθεί ο τρίτος εταίρος, αφού οι επιλογές δεν είναι αμέτρητες.
Από τη μία πλευρά, οι Πράσινοι (Die Grünen), διατυπώνοντας συγκεκριμένες θέσεις για την οικολογία, την ανοιχτή κοινωνία και για άλλα ζητήματα, έχουν προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις στην συντηρητική ηγεσία της Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, που αποτελούν έναν από τους κύριους πυλώνες της γερμανικής κεντροδεξιάς.
Ο ίδιος ο επικεφαλής τους Markus Söder έχει από τις 29 Δεκεμβρίου 2024 ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τους Πράσινους.
Από την άλλη, οι Φιλελεύθεροι οι οποίοι βρίσκονται σε δημοσκοπική κατάρρευση (σε σύγκριση με το 2021) και χωρίς να έχουν σιγουρέψει την εκπροσώπηση τους στην επόμενη Βουλή (5%), αποτελούν κόκκινο πανί για τον πρώην Καγκελάριο Scholz, ο οποίος τους θεωρεί υπεύθυνους για τη διάλυση του δικού του κυβερνητικού συνασπισμού.
Το ερώτημα είναι αν τα εμπλεκόμενα μέρη είναι διατεθειμένα να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις για το κοινό καλό.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έχει παγιωθεί στη δεύτερη θέση, με ποσοστά άνω του 20% και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα αποτελέσει την επόμενη αξιωματική αντιπολίτευση.
Στη σκιά των μεγάλων διεθνών αναταράξεων που επιφέρει και η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ απέναντι σε μείζονα ζητήματα όπως το Ουκρανικό, τη στιγμή δε που η Ευρώπη αναζητά ένα καλύτερο βηματισμό και η Γερμανία καλείται να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο διεθνώς, ο σχηματισμός μιας ανθεκτικής Κυβέρνησης αποτελεί ένα διακύβευμα που αντανακλά πολύ πέρα από τα σύνορα της χώρας.
Το παραγόμενο αποτέλεσμα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί άμεσα και χωρίς καμία χρονοτριβή, γιατί οι μεγάλες προκλήσεις δεν μπορούν να περιμένουν.
Η σταθερότητα αποτελεί αναμφίβολα το κύριο συστατικό για την διαχείριση και την αντιμετώπιση κορυφαίων ανοιχτών ζητημάτων σαν αυτά που βιώνει σήμερα η Γερμανία, η Ευρώπη και ολοκληρος ο πλανήτης.