Ηλίας Προβόπουλος, 16/8/2022 - 11:41 facebook twitter linkedin Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Το πανηγύρι σε πλαστικές καρέκλες Ηλίας Προβόπουλος, 16/8/2022 facebook twitter linkedin Στα παιδικά μου χρόνια η μεγαλύτερη ημέρα του καλοκαιριού, μην πω του χρόνου ολόκληρου ήταν το πανηγύρι προς τιμήν του αγίου του χωριού μας, του Αγίου Παντελεήμονος επί του προκειμένου που ήταν και μοναδικός σε όλα τα χωριά των ανατολικών κλιτύων του Τυμφρηστού οπότε δεν υπήρχε και ανταγωνισμός. Tης Αγίας Παρασκευής για παράδειγμα που είχαν όλα τα χωριά ένα εκκλησάκι ή της Παναγίας κυρίως και τις γιόρταζαν ανάλογα με την επιρροή που είχαν στα άλλα, τον Δεκαπενταύγουστο ή σε διάφορες άλλες ημέρες του χρόνου αφιερωμένες στη Θεοτόκο. Έτσι κατάφερναν εκείνες οι αγροτικές κοινότητες που διατηρούσαν επί αιώνες το νήμα της παράδοσης να έχει η κάθε μια το δικό της πανηγύρι και ανάλογα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την απόσταση γιατί ακόμη δεν είχε γεμίσει ο κόσμος δρόμους και αυτοκίνητα τιμούσαν με την συμμετοχή τους η μια την άλλη. Ήταν μικρός ο κόσμος τότε και κάθε λεπτομέρεια που στις σχέσεις των κοντοχωριανών λαμβάνονταν σοβαρά υπ’ όψιν και το πανηγύρι του κάθε χωριού ήταν η μέρα που φαίνονταν αυτές πιο καθαρά τι τα έδενε και τι χώριζε. Το πανηγύρι ήταν τότε η μεγάλη ημέρα που πέρα από το τυπικό της εκκλησίας το οποίο προϋπόθετε νηστεία όλο το δεκαπενθήμερο πριν από την γιορτή της Παναγίας, οργανώνονταν από κυρίως από τα μαγαζιά που αυτά αναλάμβαναν να συνεννοηθούν με τα «όργανα» και κάποιους άλλους που είχαν πείρα σε αυτά. Οι μαγαζάτορες ήταν εκείνοι οι οποίοι καθώς γνώριζαν και την οικονομική δυνατότητα των χωριανών καθώς και τις περιπτώσεις των ασθενειών και των θανάτων που θα περιόριζαν πιθανόν την συμμετοχή κάποιων οικογενειών και έκαναν και τις ανάλογες προετοιμασίες σε ψητά μαζί με κοκορέτσια και μπύρες. Το κρασί, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε ήδη να εξοβελίζεται από τα πανηγύρια καθώς οι μπύρες σε γυάλινο μπουκάλι αποτελούσαν ένα νέο προϊόν που κέρδιζε συνέχεια έδαφος με την βοήθεια βέβαια των ψυγείων που μετά τον εξηλεκτρισμό άρχισαν να μπαίνουν σιγά – σιγά σε κάθε σπίτι. Οι σαλάτες μόλις είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ενώ για σουβλάκια, ούτε λόγος. Θεωρούνταν ακόμη παρακατιανό είδος και ότι δεν είχαν σχέση με το πανηγύρι ενός χωριού στη Ρούμελη. Τα μαγαζιά επίσης φρόντιζαν να φωτιστεί με λάμπες με ασετυλίνη στην αρχή και ηλεκτρικό αργότερα ο χώρος μπροστά τους ή στην πλατεία, να συνδεθούν τα «όργανα», καθώς και για τη διατροφή και την διαμονή των μουσικών που συνήθως ήταν γνωστοί από την περιοχή τα βασικά όργανα (κλαρίνο, βιολί, κιθάρα ενώ είχε αρχίσει σιγά - σιγά να εισβάλλει και η χρήση των κρουστών - ντραμς). Τα «όργανα» ήταν δυο - τρεις άντρες και συχνά μια γυναίκα τραγουδίστρια και το ρεπερτόριό τους ήταν δημοτικά του συρμού καθώς και κάποια λαϊκά τραγούδια που ήταν γνωστά από το ραδιόφωνο και τις δισκογραφικές. Πολλές φορές τα «όργανα» κανόνιζαν με τα μαγαζιά κάποια αμοιβή αλλά ως επί το πλείστον τα μάζευαν από τις παραγγελιές και ήταν συνηθισμένο φαινόμενο το κόλλημα του χαρτονομίσματος στο κούτελο του κλαριντζή ή στο κλαρίνο. Η μουσική άρχιζε μόλις σουρούπωνε και αφού είχε φάει και πιεί ο κόσμος και μπορεί να κρατούσε ως τις πρωϊνές ώρες, ανάλογα πάντα με την διάθεση του κόσμου και την οικονομική επιφάνεια ορισμένων που ήθελαν να ξεχωρίσουν στο πανηγύρι με τις παραγγελιές στο χορό ή άλλες επιδείξεις και όλα αυτά ήταν θέμα συζήτησης σχεδόν μέχρι το επόμενο πανηγύρι. Ο κόσμος πήγαινε στο πανηγύρι οικογενειακώς με τα καλά του και κάθονταν σε πρόχειρα τραπέζια και πάγκους που είχαν φτιάξει επί τούτου τα μαγαζιά καθώς δεν διέθεταν τόσα τραπεζοκαθίσματα. Το κράτημα της θέσης ίσχυε φυσικά και τότε αλλά ο μαγαζάτορας είχε πάντα τον πρώτο λόγο και τις προτιμήσεις του κυρίως για τον τζίρο που θα έκανε κάθε οικογενειακό τραπέζι. Έβαζε όμως και τραπέζια στις άκρες για τους «ξένους» ή τους μοναχικούς. Σε κάθε τραπέζι ξεχώριζε ο αρχηγός της οικογένειας ή του σογιού και φυσικά ο ξενιτεμένος που φρόντιζε να είναι λίγες μέρες στο χωριό και ο οποίος ήταν βέβαια και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων. Το πανηγύρι επίσης έδινε την ευκαιρία να βγουν και πολλές γυναίκες από το σπίτι καθώς τα ήθη εκείνης της εποχής την ήθελαν. Έτσι συναντιόνταν με γυναίκες από άλλες γειτονιές και αντάλλαζαν πληροφορίες ενώ το ίδιο ίσχυε και για τα κορίτσια που μάζευαν τα βλέμματα όλων για το νυφοδιέλεγμα. Τα παιδιά φυσικά γίνονταν ένα μπουλούκι που έπαιζε στις άκρες του πανηγυριού και ήταν ευτυχή αν κανένας πλανόδιος άπλωνε πάγκο με παιχνίδια και άλλα πράγματα που τα συνάρπαζαν... Αυτά τα πανηγύρια δεν γίνονται πια. Ούτε η πνευματική προετοιμασία που θέλει ο Δεκαπενταύγουστος (για να ήμαστε στο κλίμα των ημερών) τηρείται, ούτε η νηστεία που υπαγορεύει το Πάσχα του καλοκαιριού καθώς ο πυρήνας που την διατηρούσε, η αγροτική οικογένεια δηλαδή έχει χαθεί. Όλες οι ημέρες είναι πια ίδιες και η ημέρα του πανηγυριού, η οποία πολλές φορές γίνεται άλλη ήμερα από την γιορτή της Παναγίας για λόγους καθαρά πρακτικούς, όπως η συμμετοχή περισσότερων σε αυτό και τα περισσότερα γίνονται με πρωτοβουλία πλέον των Πολιτιστικών Συλλόγων που υπακούουν σε άλλα κελεύσματα και ακολουθούν άλλες μόδες καθώς και Τοπικής Αυτοδιοίησης που βλέπει τα πράγματα με το δικό της μάτι. Αυτοί πληρώνουν τα «όργανα» τα οποία κουβαλούν πλέον μαζί τους βαρύ ηλεκτρονικό εξοπλισμό και αυτοί λίγο - πολύ οργανώνουν και το μουσικό πρόγραμμα το οποίο ελάχιστα συνδέει πια με την. παράδοση κι αν αυτό συμβαίνει είναι στημένη. Το φαγητό πια είναι σουβλάκια, σαλάτες και άλλα εδέσματα σουβλατζίδικου σε πλαστικά σκεύη μιας χρήσης, τα ποτά μπύρες σε κουτάκια. Η ιεραρχία που τηρούνταν τα παλιότερα χρόνια δεν υφίσταται σχεδόν καθόλου καθώς τα πλαστικά τραπέζια μπαίνουν, όπως και στους στρατώνες σε παράλληλες σειρές να εξυπηρετήσουν περισσότερο κόσμο. Η μεγάλη διαφορά πάντως είναι στο μουσικό πρόγραμμα το οποίο ανοίγει συνήθως με παραδοσιακά τραγούδια που χορεύουν οι «επίσημοι» και τα προεδρεία των Συλλόγων και πολύ γρήγορα εξελίσσεται σε ένα μακρύ γαϊτανάκι στο οποίο σηκώνονται να χορέψουν σχεδόν όλοι, ξέρουν δεν ξέρουν χορό και αυτό κρατάει ως το πρωί και την επομένη όλο το χωριό κοιμάται μιας και κανένας σχεδόν δεν έχει τίποτα να ασχοληθεί. Το απόγευμα γίνεται ο οικονομικός απολογισμός από τους διοργανωτές και όλοι βάζουν ιδέες για το επόμενο που στόχο έχει πόσο κόσμο θα μαζέψει και πόσο δια διακριθεί έναντι των άλλων χωριών. Α, και να προλάβουν να κλείσουν κάποια φίρμα του συρμού να εντυπωσιάσουν… Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Η χαμένη εμπειρία της ζωής Η συνέχεια μιας ομάδας ανθρώπων, από την πρώιμη ιστορία μέχρι την στιγμή που δημιουργήθηκε η οικογένεια, η πατριά (φατριά), η... Ηλίας Προβόπουλος, 25/01/2022 - 10:40
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Τι αλήθεια περιμένουμε από τον χειμώνα; Γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνει χειμώνας –όπως και καλοκαίρι– γιατί μεγάλωσα σε ένα χωριό και εκτιμώ τις συνέπειες έχει κάθε... Ηλίας Προβόπουλος, 24/01/2022 - 10:25
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Τα παλιά σπίτια και ο χειμώνας Όπως και να’ χει το πράγμα, ο χειμώνας είναι κάπως άγριο πράγμα και όσα χαριτωμένα δίνουν εσχάτως ονόματα στα φαινόμενά... Ηλίας Προβόπουλος, 21/01/2022 - 10:26
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: 'Ενας ακτήμων της Δημοσιογραφίας στις εκλογές της ΕΣΗΕΑ H ακτημοσύνη ήταν κάτι που με χαρακτήριζε από την νεανική ηλικία και είναι μια στάση ζωής που υπηρέτησα πιστά μέχρι... Ηλίας Προβόπουλος, 21/01/2022 - 09:02
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Μην τύχει και αρρωστήσεις χειμώνα… Όταν έλεγαν οι παλιότεροι «καλό χειμώνα» εννοούσαν βέβαια να περάσει αυτός με ήπιες χιονοπτώσεις, λίγο πάγο και προπαντός, να μην... Ηλίας Προβόπουλος, 20/01/2022 - 09:01
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Το βάρος του χιονιού στα έλατα Είναι άπειρες οι χιονονιφάδες όταν πέφτουν από τον ουρανό· κάθε μια σε διαφορετική αστεροειδή μορφή με έξι ακτίνες και δημιουργούνται... Ηλίας Προβόπουλος, 19/01/2022 - 08:34