Ηλίας Προβόπουλος, 17/6/2024 - 08:59 facebook twitter linkedin Ηλίας Προβόπουλος: Έφυγε μια μάρτυρας της Ιστορίας Ηλίας Προβόπουλος, 17/6/2024 facebook twitter linkedin Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι της η Δήμητρα Αποστόλου. Η αγαπημένη, που στα οχτώ της χρόνια τα είδε και τα αποθήκευσε όλα στη μνήμη της. Και δεν κουραζόταν ως το τέλος της να μας τα αφηγείται. Και με προθυμία να μιλά στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά συνεργεία. Γιατί ήταν πεισμένη πως αυτά τα φοβερά δεν πρέπει να ξεχαστούν. Μα πρέπει να μπουν καλά στην ψυχή των νεότερων. Για να μην πάψουν να δίνουν αγώνα για την Αγία Μνήμη, για Δικαιοσύνη και Αποζημίωση. Έκλεινε πάντα την κουβέντα μας με την πρόταση: Η Γερμανία πρέπει να πληρώσει αυτά που μας χρωστά. Αντί άλλων λόγων, ας την ακούσουμε νοερά να μας αφηγείται. «Ήμουν οχτώ χρονών εκείνον τον Αύγουστο του ’43. Ξημέρωσε η Δευτέρα 16 Αυγούστου, μια μέρα μετά το πανηγύρι μας. Μπονόρα σηκωθήκαμε ανάστατοι όλοι στο πόδι. Μας ξύπνησαν τ’ αυτοκίνητα των Γερμανών που στάθμευσαν δίπλα στην εκκλησιά και πήδησαν από μέσα οι στρατιώτες ζωσμένοι με όπλα και χειροβομβίδες. Ήμασταν άμαθοι τότε από τέτοια. Είπαμε ήρθαν να πάρουν κότες κι αβγά, όπως έρχονταν οι Ιταλοί. Πού να ξέρουμε κι εμείς τι μας περίμενε! Ο πατέρας μου γυρόφερνε στο σπίτι ανήσυχος. Κι εκεί στην αυλή μας ήρθε μια ριπή απ’ το στενό πίσω, τον πήρε και τον ξάπλωσε κάτω. Ξεψύχησε αμέσως. Εμείς σηκωθήκαμε και κλαίγαμε απάνω του. Τη γιαγιά μου τη σκότωσαν λίγο πρωτύτερα. Τη βρήκαν οι σφαίρες και της άδειασαν το μισό κεφάλι. Έπεσε στην αυλή πρώτη. Κι ύστερα ήρθαν και της βάλαν φωτιά. Με τα ίδια τα μάτια μου την είδα να καίγεται. Πώς καίγεται το δαδί; Έτσι καιγότανε κι η γιαγιά μου. Χωθήκαμε μέσα τα τρία αδέρφια και λουφάξαμε κλαίγοντας στο κρεβάτι. Μα είχαμε το κεφάλι μας έξω απ’ τα στρώματα και τα βλέπαμε όλα. Ήρθαν δυο πάνοπλοι Γερμανοί και βρήκαν τη μάνα μου στην αυλόπορτα. - Μη με σκοτώνετε, τους παρακάλεσε, έχω μικρά παιδιά, είπε κλαίγοντας κι έδειξε προς το μέρος μας. Καμιά λύπη. Της έριξαν μια ριπή και τη γκρέμισαν κάτω. Και την αφήσανε εκεί κι έφυγαν. Πέρασε κάπου μισή ώρα κι εμείς δεν κουνηθήκαμε απ’ το κρεβάτι. Ήρθαν μετά κάποιοι άλλοι στρατιώτες στην αυλή μας και στάθηκαν πίσω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Εκεί ακριβώς που ακούμπαγε το κρεβάτι στον τοίχο. Δίπλα μου είχε λουφάξει ο Ευγένιος, έντεκα χρονών, και στα πόδια μου ο Νίκος, τριών χρονών. Έριξαν μια χειροβομβίδα πάνω στο μαξιλάρι μας. Έσκασε στο κεφάλι μου εκείνη, στο μαξιλάρι ακριβώς που ακουμπούσα. Σκοτώθηκαν και τα δύο μου αδέρφια κι εμένα δε με πήρε ούτε ένα βλήμα, δεν είχα ούτε μια γρατσουνιά. Το μικρότερο αδερφό μου τον είδα να βγάζει καπνό κι αίμα απ’ το στόμα του. Το μεγαλύτερο τον πήραν τα βλήματα στο χέρι και στην πλάτη και του άνοιξαν τρύπα, έκλαψε, έκλαψε λίγο και μετά πέθανε. Έμεινα εκεί μόνη μου. Πέντε άνθρωποι σκοτωμένοι στο σπίτι μου, οι Γερμανοί να πηγαίνουν και να ’ρχονται κι εγώ στο κρεβάτι στρωμένη. Σηκώνομαι και πάω δίπλα στην αυλή του μπάρμπα μου του Αντώνη. Τον βλέπω γυρτό πάνω στο φράχτη. Μαζεμένος και σκεπασμένος με το σακάκι του. Παίρνω το δρόμο για τα χωράφια μας. Χαμός πίσω μου. Φωτιές και καπνοί, κλάματα, θρήνοι, εκρήξεις φωνές, σφαίρες, αμέτρητες σφαίρες παντού, πανδαιμόνιο. Φτάνω σ’ ένα χαντάκι, σχεδόν έξω απ’ το χωριό. Δεκαπέντε νοματαίοι σκοτωμένοι και πεσμένοι όπως να ’ναι. Οικογένεια ολόκληρη. Και δύο κοπέλες σκοτωμένες κι όρθιες στο χαντάκι. Τις σκότωσαν και τις έστησαν όρθιες. Το μυαλό μου σταμάτησε κι η ψυχή μου αποξενώθηκε. Δεν ένιωθα τίποτε. Έβλεπα τους σκοτωμένους κι έφευγα, λες και δεν καταλάβαινα. Γύριζα να πάω σπίτι μου, έφτανα απέξω κι άλλαζα δρόμο. Ίσαμε δέκα φορές πήγα κι ήρθα, σα να μην ένιωθα τι γίνεται γύρω μου. Ξαναπάω στο χωράφι μας και φτάνω μπροστά σ’ ένα μικρό ύψωμα. Μ’ έτρωγε η περιέργεια κι ανέβηκα για να δω από εκεί. Με είδαν οι Γερμανοί από πέρα κι έστησαν το πολυβόλο. Κι άρχισαν να μου ρίχνουν ριπές. Περνούσαν οι σφαίρες σφυρίζοντας ξυστά δίπλα μου και μου ’καιγαν τα μαλλιά μου. Δε με πήρε καμιά, λες κι ήταν θαύμα. Έμεινα μόνη μου. Με συμμάζεψαν τα ξαδέρφια μου και με πήραν μαζί τους. Έφτιαξαν μια καλύβα έξω απ’ το χωριό στο χωράφι και μείναμε εκεί κάπου τρία χρόνια. Στο χωριό φοβόμασταν να ξανάρθουμε. Τρεις μήνες δεν άλλαξα ρούχα. Τριγύριζα μ’ ένα κομπινεζόν, όπως βγήκα απ’ το σπίτι μου την ώρα που μας έκαιγαν και μας σκότωναν. Έζησα ορφανή. Στους πέντε δρόμους. Καμιά περίθαλψη και κανένα ενδιαφέρον. Από πουθενά. Στην εγκατάλειψη και στην καταφρόνια. Υπηρέτριες ήμασταν. Ούτε γράμματα δε μ’ άφησαν να μάθω. Αυτή είναι η μοίρα των ορφανών». - Από το αφήγημα με τον τίτλο «Στην ορφάνια», όπως περιέχεται στο βιβλίο «Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης» του εκπαιδευτικού – συγγραφέα Δημήτρη Βλαχοπάνου που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στην μνήμη της τραγωδίας του μαρτυρικού χωριού Κομμένο Άρτας που έκαψαν οι Γερμανοί και σκότωσαν 317 αμάχους στις 16 Αυγούστου 1943. Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Ηλίας Προβόπουλος: Κρυφτό σε ένα χαρτοκούτι στην Ομόνοια Το πως έφτασαν στην Ελλάδα η νεαρή γυναίκα, το μωρό που κρατάει αγκαλιά και το παιδί που συνθέτουν ένα ακόμη... Ηλίας Προβόπουλος, 18/06/2024 - 09:04
Ηλίας Προβόπουλος: Ένας θαρραλέος σπουργίτης Όποιος παρατηρεί τις αλλαγές στην πόλη μπορεί να διαπιστώσει πως από πολλά σημεία της λείπουν πλέον οι σπουργίτες, αυτά τα... Ηλίας Προβόπουλος, 17/06/2024 - 09:29
Ηλίας Προβόπουλος: Έφυγε μια μάρτυρας της Ιστορίας Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι της η Δήμητρα Αποστόλου. Η αγαπημένη, που στα οχτώ της χρόνια τα είδε και τα... Ηλίας Προβόπουλος, 17/06/2024 - 08:59
Ηλίας Προβόπουλος: Όταν η ιδιωτική ασφάλιση δίνει λύσεις Με αρκετά νωπή μια προσωπική περιπέτεια υγείας και την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπισή της από ένα ιδιωτικό νοσοκομείο νιώθω υποχρεωμένος... Ηλίας Προβόπουλος, 13/06/2024 - 10:04
Ηλίας Προβόπουλος: Άλλο η φύση που ξέραμε κι άλλο το περιβάλλον που νοιάζονται… Όσοι μεγαλώσαμε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα, η έννοια «περιβάλλον», το οποίο γιορτάζουμε σήμερα με άπειρες και αμφιβόλου αποτελέσματος... Ηλίας Προβόπουλος, 06/06/2024 - 09:53