Ηλίας Προβόπουλος, 25/10/2024 - 10:00 facebook twitter linkedin Ηλίας Προβόπουλος: Το έπος του ’40 όπως το είδε ο Οδυσσέας Ελύτης! Ηλίας Προβόπουλος, 25/10/2024 facebook twitter linkedin Ο χρόνος σπρώχνει όλο και πια βαθιά στη μνήμη το έπος των Ελλήνων το 1940 στα βουνά της Αλβανίας, ένα έπος που άνοιξε την πιο μαρτυρική δεκαετία για τον τόπο μας που έκλεισε το 1950 με οδυνηρό τρόπο και οι πρωταγωνιστές του, επώνυμοι και ανώνυμοι, όλοι πια μας κοιτούν από τον ουρανό. Μας άφησαν όμως κληρονομιά, σε κάθε σπίτι σχεδόν υπήρχε ένας άνθρωπος που πολέμησε και οι αφηγήσεις του έγιναν υποθήκες για τους επερχόμενους ενώ άπειρες είναι οι σελίδες που γράφτηκαν από τους ίδιους αλλά και από τους ιστορικούς, τους ποιητές, τους λογοτέχνες, τους δημοσιογράφους για όλη αυτή την περίοδο και μπορεί ο καθένας να τις διαβάσει. Χωρίς να λησμονούμε τον ανώνυμους και να παραβλέπουμε τη συμμετοχή τους σε αυτό τον λαμπρό αγώνα, θυμίζουμε σήμερα ένα κομμάτι του όπως το είδε ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης που έλαβε μέρος στον πόλεμο με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και σώθηκε από θαύμα. Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.* A´ Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα Πρωί, στα πόδια του βουνού Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει. Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της· Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια· Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο. Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού. B´ Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει· O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές Φυσάει μακριά τη σκόνη του Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους H γη κρύβει τις πέτρες της O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε: Φωτιά ή μαχαίρι! Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες! Γ´ Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει. Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν! Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας! Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες! Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά... Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος― Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια! Δ´ Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα Kι η απορία μαρμάρωσε... Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Αιώνες μαύροι γύρω του Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες Aκούν με προσοχή· Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή. Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα Xωρίς άλλα κεριά Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη· Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια― Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του- Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο! E´ Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός; Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει; Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου; Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας! Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν― Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι; Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι! Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου; Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί! Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου; Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός! Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός Πιάνουν το χέρι και παγώνει Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος! ΣT´ Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε· Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του· Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα... Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε! Ήταν γερό παιδί· Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης, Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο Nα βάφει τα λουλούδια Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν... Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα... Ήταν γενναίο παιδί. Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του) Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του ―Φωτιά στην άνομη φωτιά!― Με το αίμα πάνω από τα φρύδια Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας Δεν έκλαψαν Γιατί να κλάψουν Ήταν γενναίο παιδί! Z´ Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει. Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει... Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους Kαι σταματήσουν Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί... Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά; Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την― Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την― Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την! Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα! H´ Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του· Ή τότε πάλι με χώμα και νερό Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα! Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε! Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο! Θ´ Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων! Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων! Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης! Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!» Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων! Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα Kαι ποιος θα κοιμηθεί Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια Aίμα και λαλιά Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά― Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του! I´ Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!» Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!» Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου· Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του· Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα, Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει― Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας! IA´ Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας Γιατί τους είχε πάρει Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα Mε πικραμένα μάτια· Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος! IB´ Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος... Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη! Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης! Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων... Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού! IΓ´ Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο― Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα· Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη· Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα! Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της! IΔ´ Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο: EΛEYΘEPIA Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες Tα πιο αθώα κορίτσια Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη... Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Oλοένα εκείνος ανεβαίνει· Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά· Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται· Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!» «Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού! *Για την ιστορία, το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», δημοσιεύεται στις σελίδες του περιοδικού Τετράδιο (τεύχος 2) που εκδίδεται στην Αθήνα την πρώτη μετακατοχική χρονιά, το 1945. Το ποιητικό έργο κυκλοφορεί σε αυτοτελή έκδοση μόλις το 1962 (17 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση) από τον Ίκαρο, τον εκδοτικό οίκο που ιδρύθηκε το 1943 από τον Νίκο Καρύδη, τον Αλέκο Πατσιφά και τον Μάριο Πλωρίτη. Η έκδοση έχει εξώφυλλο και προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη και 40 όλες κι όλες σελίδες. Είχε προηγηθεί τρία χρόνια νωρίτερα το εμβληματικό «Το Άξιον Εστί». Χαρακτηριστικά στοιχεία της έκδοσης του Ίκαρου (96 σελίδων) είναι το κόσμημα εξωφύλλου του Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και η προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη. Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Ηλίας Προβόπουλος, 04/10/2022 - 12:07 Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Ηπειρώτικο πανηγύρι στο Πεδίον του Άρεως
Ηλίας Προβόπουλος, 04/10/2022 - 08:51 Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Μια καρυδιά με όνομα και ιστορία
Ηλίας Προβόπουλος, 03/10/2022 - 08:15 Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Για τον καινούργιο μήνα που ήρθε...
Ηλίας Προβόπουλος, 30/09/2022 - 08:07 Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Μια σοδειά χαμένη από τα τρωκτικά
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Οι γάτες περισσότερες από τους ανθρώπους Όπου να’ ναι το καλοκαίρι τελειώνει και από το χωριό θα φύγουν και οι τελευταίοι παραθεριστές και οι θερινοί κηπουροί... Ηλίας Προβόπουλος, 29/09/2022 - 08:06
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Ήρθε και η ώρα των καυσόξυλων Όπως κάθε χρόνο, έτσι και τούτες τις ημέρες στο χωριό ζούμε όλοι σχεδόν στον πυρετό της προμήθειας και συγκέντρωσης ξύλων... Ηλίας Προβόπουλος, 27/09/2022 - 08:26
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Ο άνθρωπος των μονοπατιών Όσο μπορούμε ακόμη να διαβάσουμε από τα σημάδια που συναντούμε στην ελληνική ύπαιθρο, διαπιστώνουμε, πως ποτέ στην ιστορία της δεν... Ηλίας Προβόπουλος, 26/09/2022 - 09:03
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Από την μια εποχή στην άλλη Τα τελευταία χρόνια κάθε χρόνος που περνάει νομίζω πως είναι πιο σύντομος από τον προηγούμενο, ειδικά δε τα καλοκαίρια που... Ηλίας Προβόπουλος, 21/09/2022 - 08:29
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Πώς σπάμε καρύδια χωρίς σφυρί Τα καρύδια είναι ένας πολύτιμος απ’ όλες τις απόψεις, καρπός της ελληνικής γης και η συλλογή τους γίνεται τούτες τις... Ηλίας Προβόπουλος, 20/09/2022 - 08:22
Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Οι δυσκολίες στο τίναγμα της καρυδιάς Πέρασα από της αρχές του Αυγούστου μέχρι τούτες τις ημέρες φέτος στο χωριό, ασχολούμενος αποκλειστικά με τα πατρογονικά χωράφια με... Ηλίας Προβόπουλος, 15/09/2022 - 08:00