Εξάμηνη παράταση των προγραμμάτων κρατικής επιδότησης της δόσης δανείων για νοικοκυριά (Γέφυρα Ι) και επιχειρήσεις (Γέφυρα ΙΙ) ζητούν τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από πιστώσεις, λόγω της επιδείνωσης των πληθωριστικών πιέσεων και της επίπτωσής τους στο διαθέσιμο εισόδημα.
Παρ’ ότι ο άμεσος αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που επέβαλε στη Ρωσία η Δύση είναι αμελητέος, η εκτίναξη στις τιμές των εμπορευμάτων, λόγω διατάραξης της προσφοράς, τροφοδοτεί μεσοπρόθεσμα τον πληθωρισμό, ροκανίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και επιβάλλοντας ανάγκες για υψηλότερο κεφάλαιο κίνησης στις επιχειρήσεις.
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η παραπάνω κατάσταση θα οδηγήσει σε καθυστερήσεις πληρωμής δόσεων δανείων και επομένως σε μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η εκτίναξη, όμως, του πληθωρισμού το Φεβρουάριο και η παραμονή των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου και σειράς εμπορευμάτων σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα δημιουργούν ένα δύσκολο περιβάλλον για τη λήξη των προγραμμάτων Γέφυρα Ι και ΙΙ, που είναι προγραμματισμένη για το τέλος του μήνα.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών αντιλαμβάνεται την ανάγκη παράτασης. Τονίζει, όμως, ότι δεν υπάρχουν, αυτή τη στιγμή, δημοσιονομικά περιθώρια για την υιοθέτησή της. Προηγείται η απευθείας στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών προκειμένου να απορροφηθεί το αυξημένο κόστος ενέργειας και να μην περάσει όλη η επίπτωσή του στις τιμές των υπόλοιπων προϊόντων ή οδηγήσει σε μείωση της αγοραστικής δύναμης. Αν ληφθούν πανευρωπαϊκά μέτρα στήριξης, το θέμα της παράτασης των προγραμμάτων Γέφυρα θα επανεξεταστεί.
Υπενθυμίζεται ότι στο πρόγραμμα Γέφυρα Ι εντάχθηκαν 82.000 δανειολήπτες με δάνεια περίπου 6 δισ. ευρώ και στο Γέφυρα ΙΙ, 13.000 δανειολήπτες με συνολικά 5,4 δισ. ευρώ δάνεια. Πρόκειται για ένα απόλυτα επιτυχές πρόγραμμα, καθώς όσοι μπήκαν εξυπηρετούν τα δάνειά τους σε ποσοστό άνω του 90%.
Το πώς θα συμπεριφερθούν τα εν λόγω δάνεια, μετά τη λήξη της κρατικής επιδότησης της δόσης και εν μέσω έκρηξης του πληθωρισμού, αποτελεί θέμα που ανησυχεί σοβαρά τις τράπεζες.
Η διοίκηση της Eurobank ανέφερε, στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη, ότι το πρώτο δίμηνο της χρονιάς πήγε καλύτερα του αναμενομένου από πλευράς καθαρών ροών NPEs, καθώς προϋπολόγιζε καθαρή ροή νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 100 εκατ. ευρώ και ήταν μηδενική.
Για το σύνολο της χρονιάς η τράπεζα προϋπολόγιζε, πριν από την πολεμική σύγκρουση, ότι το NPE net flow θα αυξηθεί κατά 400 εκατ. ευρώ, αλλά το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων θα υποχωρήσει από 2,8 δισ. ευρώ (τέλος 2021) σε 2,4 δισ. ευρώ (NPE ratio 5,8%), εκ των οποίων τα 2 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, χάρη σε εκποιήσεις (200 εκατ. ευρώ), πωλήσεις και τιτλοποιήσεις επιχειρηματικών κυρίως δανείων (300 εκατ. ευρώ) και λογιστικές διαγραφές (300 εκατ. ευρώ).
Το νέο τριετές σχέδιο 2022-24, το οποίο εκπονήθηκε στο τέλος της περασμένης χρονιάς και θα επικαιροποιηθεί, λόγω κρίσης, προβλέπει ότι στο τέλος του 2024 το απόθεμα των NPEs θα έχει υποχωρήσει, σε επίπεδο ομίλου, σε 2,2 δισ. ευρώ (1,8 δισ. ευρώ στην Ελλάδα).
Το τριετές business plan εδράζεται σε δύο βασικούς άξονες: την αύξηση των οργανικών προ προβλέψεων κερδών (core PPI) από τα 0,9 δισ. ευρώ (2021) σε 1,1 δισ. ευρώ (2024) και τη μείωση των προβλέψεων κατά περίπου 200 εκατ. ευρώ (από 418 εκατ. ευρώ το 2021 σε περίπου 210 εκατ. ευρώ το 2024).
Ως εκ τούτου, τυχόν αισθητή αλλαγή στο NPE net flow, λόγω της γεωπολιτικής κρίσης και της τροφοδότησης των πληθωριστικών πιέσεων, θα επιφέρει αλλαγές και στους στόχους κερδοφορίας και RoTBV της τριετίας 2022-24. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Nextdeal, τεύχος 491