Nextdeal newsroom, 1/4/2015 - 09:13 facebook twitter linkedin Τροχαίο από μέθη οδηγού: Παρεμπίπτουσα αγωγή ασφαλιστή κατά ιδιοκτήτη και μη οδηγού Nextdeal newsroom, 1/4/2015 facebook twitter linkedin Μέθη Οδηγού Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστή κατά Ιδιοκτήτη και μη οδηγού – Απορριπτέα εφόσον δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι ο οδηγός τελούσε σε κατάσταση μέθης Η εξαίρεση του ασφαλιστή από την ασφαλιστική κάλυψη του εν μέθη οδηγού κατά την κρατούσα νομολογιακή άποψη υπό το καθεστώς της Κ4/585/1978 επέρχεται ΜΟΝΟ εάν η παράβαση της διάταξης του άρθρ. 42 ΚΟΚ τελεί σε σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Το αυτό ισχύει και με το μεταγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του Ν.3557/2007, όπου πλέον ρητά ορίζεται ότι προϋπόθεση για την εξαίρεση του ασφαλιστή από την ασφαλιστική κάλυψη είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης και της επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος. Όσον αφορά τον ασφαλιζόμενο ιδιοκτήτη ή τον αντισυμβαλλόμενο, όταν αυτοί είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό, προϋπόθεση για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η κατ' αυτών αναγωγή του ασφαλιστή, είναι και τα πρόσωπα αυτά να βαρύνονται με υπαιτιότητα, για την παράβαση, δηλαδή για το γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου του οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Ο εναγόμενος-ιδιοκτήτης, για να καταρρίψει το εις βάρος του τεκμήριο υπαιτιότητας, πρέπει να επικαλεσθεί, (και να αποδείξει) ότι δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα, διότι δεν εγνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι το πρόσωπο στο οποίο παραχώρησε την οδήγηση του αυτοκινήτου του δεν ήταν ικανό προς οδήγηση, διότι τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση αναιρείται κατ΄άρθρ. 559 αρ.8 ΚΠολΔ Εφετειακή απόφαση που απέρριψε την έφεση των εναγομένων εξ αναγωγής ιδιοκτητών του ζημιογόνου οχήματος, λόγω μέθης του οδηγού (υιού τους) δεχόμενο την υπαιτιότητάς τους. Όμως από το περιεχόμενο των δικογραφιών προκύπτει ότι οι εκκαλούντες εναγόμενοι επικαλούνται ότι δεν εγνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ο υιός τους, στον οποίον είχαν παραχωρήσει τη χρήση του αυτοκινήτου τους, και ο οποίος κατοικούσε σε χωριστή κατοικία, θα το οδηγούσε τελώντας υπό την επίδραση οινοπνεύματος, αφού εγνώριζαν μόνον ότι, κατά την ημέρα του ατυχήματος, είχε μεταβεί για επαγγελματικούς λόγους στο Πόρτο-Χέλι και δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι στη συνέχεια θα μετέβαινε στο Ναύπλιο, όπου κατανάλωσε ποσότητα οινοπνεύματος. Απόφ. ΑΠ 1497/2014Πρόεδρος : Νικόλαος ΛεοντήςΕισηγητής Βασιλική Θάνου-ΧριστοφίλουΜέλη Δημητρούλα Υφαντή - Ιωάννα Πετροπούλου - Γεώργιος ΣακκάςΔικηγόροι Παναγιώτης Αθανασόπουλος - Δημήτριος Χαρίσογλου Σχόλια – Παρατηρήσεις 1) Μέθη Οδηγού - Αιτιώδης Συνάφεια – Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστή κατά Ιδιοκτήτη και μη οδηγού Η κρίση του Εφετείου ότι τεκμαίρεται η γνώση εκ μέρους των ιδιοκτητών του ζημιογόνου οχήματος της μέθης του οδηγού (υιού τους), εφόσον, δεν επικαλέσθηκαν με ποιο τρόπο έλαβε στην κατοχή του αυτός το αυτοκίνητο (κρυφίως ή μετά από συναίνεσή τους), το λόγο για τον οποίο θα το έπαιρνε, τον προορισμό του, τον τρόπο διασκέδασής του, την ώρα επιστροφής του, καθόσον κρίνεται ότι αν δεν τους ανέφερε την ώρα επιστροφής του, και άρα αυτοί αποδέχοντο ότι καθ' όλη την ώρα που είχε στην κατοχή του το αυτοκίνητό τους θα μπορούσε να πάει σε κάποιο εστιατόριο να φάει ή σε κάποιο κέντρο για να διασκεδάσει και να καταναλώσει αλκοόλ υπερβαίνει ως συλλογισμός κάθε κανόνα λογικής. Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει εκ προοιμίου ο ιδιοκτήτης ενός οχήματος, (εκτός και εάν έχει μαντικές ή διορατικές ικανότητες) όλα τα ανωτέρω στοιχεία, μέρος των οποίων συμπεριλαμβάνεται και προβλέπεται μόνο σε μια διαταγή κίνησης στρατιωτικών οχημάτων. Λίγη σοβαρότητα σε παρόμοιους συνειρμούς δεν βλάπτει, ειδικά όταν αναφέρονται σε αποφάσεις της δικαιοσύνης που κρίνουν τόσο σοβαρά θέματα όπως το να φορτώσουμε τις οικονομικές συνέπειες ενός τροχαίου ατυχήματος σε άλλες πλάτες τελικά, πλην του ασφαλιστή. Εύγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό μας Δικαστήριο που αποκαθιστά το δίκαιο (και την λογική). Το φλέγον ζήτημα της Παρεμπίπτουσας Αγωγής Ασφαλιστή κατά του λήπτη της Ασφάλισης Ιδιοκτήτου αλλά ΜΗ οδηγού έλυσε η . ΑΠ 1068/2013, ΕΣυγκΔ 2013/502, που δέχθηκε σχετικά ότι εφαρμοστέες και οι διατάξεις του Ασφαλιστικού Νόμου 2496/1997. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 9 § 2 του ν. 2496/1997, τον λήπτη της ασφάλισης βαρύνουν όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, εκτός από εκείνες που από τη φύση τους πρέπει να εκπληρωθούν από τον ασφαλισμένο. Η ρήτρα στο ασφαλιστήριο για εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται από τον εν Μέθη οδηγό, αποτελεί αληθώς καλυμμένο συμβατικό ασφαλιστικό βάρος. Όμως, προϋπόθεση για την λειτουργία αυτής σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος δεν έχει τις υποχρεώσεις από την ασφαλιστική σύμβαση που μπορούν να εκπληρωθούν μόνο από τον ασφαλισμένο οδηγό του αυτοκινήτου, είναι να υφίσταται υπαιτιότητα αυτού (330 ΑΚ). Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1497/2014 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 περ. 8 της Κ4/585/5-4-1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου, η οποία έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου τέλεσης του τροχαίου ατυχήματος, αποκλείονται από την ασφάλιση ζημίες, που προκαλούνται, καθ' όν χρόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου οχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ. Κατά την κρατήσασα στη νομολογία άποψη και υπό το νομοθετικό καθεστώς της Κ4/585/1978 υπουργικής απόφασης, η εξαίρεση του ασφαλιστή από την ασφαλιστική κάλυψη, στην ως άνω περίπτωση, επέρχεται μόνον εάν η παράβαση της διάταξης, δηλαδή η οδήγηση υπό την επιρροή οινοπνεύματος, τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος, δεδομένου μάλιστα ότι, υπό το μεταγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του Ν. 3557/2007, ορίζεται πλέον ρητά ότι προϋπόθεση για την εξαίρεση του ασφαλιστή από την ασφαλιστική κάλυψη είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης και της επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος. Περαιτέρω, τα πρόσωπα, κατά των οποίων δύναται να στραφεί αναγωγικά ο ασφαλιστής, σε περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη και να ζητήσει όσα κατέβαλε ή πρόκειται να καταβάλει στον ζημιωθέντα τρίτο, είναι ο οδηγός, ο ασφαλισμένος και ο λήπτης της ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενος). Κάθε ένα από τα πρόσωπα αυτά ευθύνεται αυτοτελώς, δηλαδή υπάρχει παράλληλη και εις ολόκληρον ευθύνη ενός εκάστου εκ των προσώπων αυτών, έναντι του ασφαλιστή (ΑΠ 1451/2009, ΑΠ 2277/2009). Τα ως άνω πρόσωπα, όμως, δεν έχουν ευθύνη εξ αναγωγής, από μόνο το γεγονός ότι φέρουν την ως άνω ιδιότητα. Προϋπόθεση είναι να μπορεί η παράβαση να αποδοθεί σε υπαιτιότητα ενός εκάστου από τα ως άνω πρόσωπα, δηλαδή του οδηγού, του ασφαλισμένου και του αντισυμβαλλομένου, εάν τα δύο τελευταία πρόσωπα είναι διαφορετικά από τον οδηγό. Ο μεν οδηγός θεωρείται αμάχητα ότι τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος, εφόσον ανιχνεύεται ποσότητα υπερβαίνουσα το όριο το καθοριζόμενο από το άρθρο 42 του ΚΟΚ. Για να κινηθεί όμως αποτελεσματικά κατ' αυτού ο μηχανισμός της αναγωγής, απαιτείται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, να υπάρχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος και της πρόκλησης του ατυχήματος, δηλαδή θα πρέπει η πρόκληση του ατυχήματος να οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Κατά συνέπεια, για τον οδηγό ο οποίος, ευρισκόμενος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, εμπλέκεται σε ατύχημα, και δεν αντιδρά ή αντιδρά κατά τρόπο που δεν θα έπραττε άλλος νηφάλιος οδηγός, τεκμαίρεται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επίδρασης του οινοπνεύματος και του αποτελέσματος. Εναπόκειται στον εναγόμενο οδηγό να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η εκ του οινοπνεύματος έλλειψη ικανότητας προς ασφαλή οδήγηση, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του ατυχήματος, ώστε να μην τελεσφορήσει η κατ' αυτού αναγωγή του ασφαλιστή. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ασφαλιζόμενο ιδιοκτήτη ή τον αντισυμβαλλόμενο, όταν αυτοί είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό, προϋπόθεση για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η κατ' αυτών αναγωγή του ασφαλιστή, είναι, όπως προαναφέρθηκε, ότι και τα πρόσωπα αυτά βαρύνονται με υπαιτιότητα, για την παράβαση, δηλαδή για το γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου του οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται (γενικά ή ειδικά) ούτε στο άρθ. 25 της Κ4/585/1978 Υπ. απόφασης, ούτε στο Ν. 2496/1997 και η σχετική απάντηση δίδεται με προσφυγή στις γενικές διατάξεις του Α.Κ., που ρυθμίζουν τις περιπτώσεις της μη ομαλής εξέλιξης της σύμβασης (330, 335, 336, 337 ΑΚ), και καθιερώνουν την αρχή της τεκμαιρόμενης υπαιτιότητας. Επομένως, η ύπαρξη της υπαιτιότητας τεκμαίρεται, κατ' αρχήν, ότι υπάρχει και στο πρόσωπο του ασφαλιζόμενου ιδιοκτήτη του οχήματος, ο οποίος παραχώρησε την οδήγηση αυτού σε πρόσωπο, το οποίο τελεί, κατά την επέλευση του ατυχήματος, υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Ο εναγόμενος-ιδιοκτήτης, για να καταρρίψει το εις βάρος του τεκμήριο υπαιτιότητας, πρέπει να επικαλεσθεί, (και να αποδείξει) ότι δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα, διότι δεν εγνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι το πρόσωπο στο οποίο παραχώρησε την οδήγηση του αυτοκινήτου του δεν ήταν ικανό προς οδήγηση, κατά τον χρόνο επέλευσης του ατυχήματος, διότι τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος (ΑΠ 2277/2009, ΑΠ 1451/2009, ΑΠ 1357/2008, ΑΠ 1517/2006). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή, ως νόμιμη ή απορρίφθηκε έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Αντιφατικότητα δε αιτιολογιών υπάρχει όταν εξ αιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν σωστά εφάρμοσε το Νόμο. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ. ΑΠ 24/1992). NEWSLETTER Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα. Ως "πράγματα", για να ιδρυθεί ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναίρεσης, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Οι λόγοι έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, αποτελούν "πράγματα", όταν έχουν αυτοτέλεια, δηλαδή όταν αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς ή άρνηση αυτοτελών ισχυρισμών (Ολ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 103/1998). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας επί της έφεσης της ασκηθείσας από τους εναγομένους - νυν αναιρεσείοντες, έκρινε ως κατ' ουσία αβάσιμη και απορριπτέα την έφεσή τους και επεκύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την οποία είχε γίνει δεκτή, ως βάσιμη κατ' ουσία η αγωγή εξ αναγωγής της ενάγουσας - νυν αναιρεσίβλητης, ασφαλιστικής εταιρείας και είχε επιδικασθεί σ' αυτήν το ποσό, το οποίο κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο, λόγω εξαιρέσεώς της από την ασφαλιστική κάλυψη, εξαιτίας του ότι ο εκ των εναγομένων, οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, του οποίου οι δύο πρώτοι είναι συνιδιοκτήτες, τελούσε, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Με τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγους αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι η περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα του εναγομένου οδηγού - νυν αναιρεσείοντα, σε ποσοστό 56%, συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, καθώς και ότι τεκμαίρεται η υπαιτιότητα και των δύο πρώτων συνεναγομένων-συνιδιοκτητών του ζημιογόνου αυτοκινήτου, γονέων του οδηγού, ότι τελούσαν σε γνώση ότι ο υιός τους θα ηδύνατο να τελεί, κατά την οδήγηση, υπό την επήρεια οινοπνεύματος, υπέπεσε στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη α) από το άρθ. 559 αριθμ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ., εκ του ότι παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 25 περ.8 της Κ4/585/1978 Κ.Α., 330, 361, 914, 926, 927 ΑΚ, 2, 4, 9, 10 ΝΓπΝ/1911, 42 του ΚΟΚ. (πρώτος και δεύτερος λόγος) και β) από το άρθρο 559 αριθμ.8 Κ.Πολ.Δ., εκ του ότι δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα, με λόγο έφεσης, αυτοτελή ισχυρισμό του μεν πρώτου εναγομένου - οδηγού ότι η κατανάλωση ελάχιστης ποσότητας οινοπνεύματος δεν είχε επηρεάσει την οδηγική του συμπεριφορά, των δε δύο πρώτων εναγομένων - συνιδιοκτητών του αυτοκινήτου ότι αυτοί δεν εγνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ο υιός τους θα οδηγούσε, έχοντας καταναλώσει έστω ελάχιστη ποσότητα οινοπνεύματος. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής, ως προς το κρίσιμο, για την έκβαση των λόγων αναίρεσης, ζήτημα: Δυνάμει του 398159 ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης αυτοκινήτου, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία προέβη στην ασφάλιση του ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο ανήκει στη συγκυριότητα και σύννομη κατά 50% των δύο πρώτων εναγομένων και ήδη εγκαλούντων για το χρονικό διάστημα από 25.08.2003 έως 25.02.2004. Συμφωνήθηκε δε με τους δύο πρώτους εναγομένους ότι το ασφαλιστήριο αυτό θα διέπεται από τους γενικούς και ειδικούς όρους, που αναφέρονταν επί του σώματος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, (στην οπίσθια όψη αυτού) κι από την ΥΑ Κ4/585/5-4-78, τους νόμους 2496/97, 489/76 και το ΝΔ 400/70 ως νυν ισχύουν, στους οποίους ρητά παρέπεμπε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποδέχθηκαν ρητά και ανεπιφύλακτα οι εναγόμενοι. Ότι μεταξύ των όρων συμφωνήθηκε όπως εξαιρεθούν της ασφαλιστικής καλύψεως οι προξενούμενες σε τρίτους ζημίες, όταν το ασφαλισμένο όχημα οδηγείται από οδηγό, ο οποίος ευρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος κατά την έννοια του άρθρου 42 και ανεξάρτητα εάν η παράβαση αυτή συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος. Την 18.01.2004 και περί ώρα 03:00 π.μ. ο γ' των εναγομένων, νόμιμα προστηθείς από τους α' και β' εναγόμενους, οι οποίοι είναι γονείς του, έλαβε το άνω όχημα από τους τελευταίους και οδηγούσε αυτό βαίνοντας επί της Επ. Ο. Κρανιδίου -Ναυπλίου, με κατεύθυνση προς Ναύπλιο. Στο άνω όχημα συνεπέβαινε ο φίλος του Γ. Μ., στη θέση του συνοδηγού. Λόγω των κακών καιρικών συνθηκών (έντονη βροχόπτωση) και εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητας που είχε αναπτύξει ο γ' εναγόμενος (άνω των 90 χιλ/ώρα), χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του περί την οδήγηση, την οποία κατάσταση επέτεινε το γεγονός ότι ευρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος σε ποσοστό 0,56 mg/lt αίματος, η οποία σαφώς επέδρασε επί τα χείρω την ικανότητα οδήγησής του, στο ύψος του 17ου χιλ. απώλεσε τον έλεγχο του ασφαλισμένου οχήματος, εισήλθε εξ ολοκλήρου στο αντίθετο ρεύμα πορείας σε μια δεξιά στροφή του οδοστρώματος και κλίση ανωφέρειας και τελικά εξετράπη αριστερά της πορείας του εκτός οδοστρώματος, μετά το αντίθετο ρεύμα πορείας καταπίπτοντος σε παρακείμενο χαντάκι, όπου και ακινητοποιήθηκε. Υπαίτιος του ατυχήματος κρίνεται ο γ' εναγόμενος, ο οποίος υπέβαλλε και θετική δήλωση ευθύνης. Το γεγονός ότι υπήρχε περιεκτικότητα αλκοόλης στο αίμα του άνω οδηγού 56% ml/lt αίματος αποδεικνύει ότι αυτός σαφώς βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, γεγονός το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, ο δε γ' εναγόμενος δεν ισχυρίσθηκε ούτε απέδειξε ότι αυτός παρά την ύπαρξη οινοπνεύματος πέραν του νομίμου ορίου, εκινείτο συννόμως, δηλαδή όπως κάθε συνετός οδηγός, ώστε στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί ότι λείπει η αιτιώδης συνάφεια. Ορθά επομένως με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδήγησης του γ' εναγόμενου υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του επελθόντος τροχαίου ατυχήματος και όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της εφέσεως τους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Για τα πιο πάνω περιστατικά υπάρχει δεδικασμένο που απορρέει από την 6283/2009 τελεσίδικη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της εκτροπής του ασφαλισμένου αυτοκινήτου στο άνω χαντάκι εκτός οδοστρώματος, τραυματίσθηκε ο συνεπιβαίνων στο όχημα αυτό, Γ. Μ., ο οποίος διακομίσθηκε ως πολυτραυματίας αρχικά στο Νοσοκομείο "Ευαγγελισμός", στη συνέχεια στο "ΩΝΑΣΕΙΟ" και τέλος στο "METROPOLIΤΑΝ", έχοντας υποστεί θλάση πνεύμονος, παροχέτευση αριστερού πνεύμονος, τραυματική ρήξη ισθμού αορτής και διαχωριστικό ανεύρυσμα, ο τελευταίος υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση διόρθωσης της τραυματικής ρήξης κατιούσας θωρακικής αορτής και αντικατάστασης ισθμού κατιούσας αορτής με ευθύ μόσχευμα. Μετά την αποθεραπεία του, ο ανωτέρω Γ. Μ. ήγειρε εναντίον της νυν ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας την από 10.01.2005 αγωγή του, αξιώνοντας αναλυτικά τα εκεί περιγραφόμενα ποσά, επί της οποίας εκδόθηκε η 1855/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατόπιν ασκήσεως εφέσεως του Γ. Μ. εκδόθηκε η προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 6283/2009 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία έκρινε με δύναμη δεδικασμένου όπως προαναφέρθηκε για τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά του ένδικου ατυχήματος και η οποία επιδίκασε σ' αυτήν το συνολικό ποσό των 34.003,72 ευρώ νομιμοτόκως, πλέον δικαστικής δαπάνης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας ποσού 2.050 ευρώ. Ότι πιο αναλυτικά επιδίκασε: α) ποσό 3.285,45 ευρώ για νοσηλεία του ανωτέρω παθόντος στο νοσοκομείο Μetropolitan, δυνάμει του υπ' αριθμ. 0039278 τιμολογίου, β) ποσό 1.719,21 ευρώ για διαφυγόντα εισοδήματα λόγω της ανικανότητας του να εργασθεί από 18.01.2004 μέχρι 06.10.2005 (αφού αφαιρέθηκε το ποσό της επιδότησης του από το ΙΚΑ). Ήτοι σύνολο 5.004,66 ευρώ. Όμως η εν λόγω απόφαση καταλόγισε στον παθόντα συνυπαιτιότητα 20% λόγω της μη χρήσης από αυτόν προστατευτικής ζώνης, επιδίκασε αυτά μειωμένα κατά 20%, ήτοι 5.004,66 ευρώ - 20% (1.000,93 €) = 4.000,72 ευρώ. Ενώ συνάμα επιδίκασε ποσό 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία κατέβαλε στον Γ. Μ. αρχικά στις 21.05.2008 ως προσωρινά εκτελεστό της υπ' αριθμ. 1855/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ποσό 7.000 ευρώ, και στη συνέχεια στις 25.11.2009 σε ολοσχερή πλέον εξόφληση το υπόλοιπο οφειλόμενο κεφάλαιο ποσού 27.003,72 ευρώ, νόμιμους τόκους υπερημερίας ποσό 15.933,82 ευρώ, επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ποσό 2.050 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό (7.000 + 44.987,54=) 51.987,54 ευρώ. Έτσι από τα ανωτέρω εκτιθέμενα και σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενώ τεκμαίρεται η υπαιτιότητα των δύο πρώτων εναγομένων συνιδιοκτητών του ασφαλισμένου οχήματος ότι εκείνοι τελούσαν σε γνώση ότι το αυτοκίνητό τους οδηγούσε ο υιός τους, ο οποίος θα ηδύνατο να τελεί υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οι τελευταίοι δεν πρόβαλαν συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο να ήταν ικανό να καταρρίψει το σε βάρος τους πιο πάνω τεκμήριο, ούτε απέδειξαν αυτό (προσκομίζοντας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο σχετικά αποδεικτικά στοιχεία ή από κατάθεση μάρτυρος). Αρκέσθηκαν μόνο να ισχυρισθούν ότι δεν εγνώριζαν ότι ο υιός τους οδηγούσε υπό την επήρεια μέθης γιατί βρισκόταν μακριά από την οικία τους, όμως μόνο αυτό δεν αρκεί, για να καταρρίψουν το σε βάρος τους ως άνω τεκμήριο, αλλά έπρεπε κατά τη κρίση αυτού του Δικαστηρίου να επικαλεσθούν επιπλέον και άλλα συγκεκριμένα περιστατικά όπως λ.χ. με ποιο τρόπο έλαβε στην κατοχή του το αυτοκίνητο ο τρίτος εναγόμενος (κρυφίως ή μετά από συναίνεσή τους, το λόγο για τον οποίο θα το έπαιρνε, τον προορισμό του, τον τρόπο διασκέδασής του, την ώρα επιστροφής του, καθόσον κρίνεται ότι αν δεν τους ανέφερε την ώρα επιστροφής του, αυτοί αποδέχοντο ότι καθ' όλη την ώρα που είχε στην κατοχή του το αυτοκίνητό τους θα μπορούσε να πάει σε κάποιο εστιατόριο να φάει ή σε κάποιο κέντρο για να διασκεδάσει και να καταναλώσει αλκοόλ, ότι εάν τους διαβεβαίωσε ότι δε θα κατανάλωνε αλκοόλ κλπ), γεγονότα όμως τα οποία ουδόλως επικαλέσθηκαν ούτε και απέδειξαν. Συνεπώς βάσει της τεκμαιρόμενης υπαιτιότητας ευθύνονται εις ολόκληρον. Επομένως ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια και όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ας σημειωθεί ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων που περιέχονται στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν ώστε να δημιουργήσουν πλήρη δικανική πεποίθηση στο Δικαστήριο αυτό περί της έλλειψης υπαιτιότητας των εναγομένων καθόσον καταθέτουν ότι οι εναγόμενοι δεν εγνώριζαν ότι ο υιός τους κατανάλωσε αλκοόλ γιατί βρισκόταν μακριά από την οικία τους, ενώ δεν καταθέτουν τίποτα για τα προαναφερθέντα ουσιώδη περιστατικά, τα οποία άλλωστε ουδόλως προτάθηκαν. Πρέπει συνεπώς η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της εδώ ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) όπως ορίζεται στο διατακτικό. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των παραδεκτώς, κατ' άρθ. 561 §2 Κ.Πολ.Δ. ελεγχομένων δικογράφων της έφεσης και των ενώπιον του Εφετείου προτάσεων των εναγομένων - εκκαλούντων προκύπτει ότι οι δύο πρώτοι εξ αυτών, συνιδιοκτήτες του ζημιογόνου αυτοκινήτου, επικαλέσθηκαν κατά τρόπο σαφή και πλήρη τα περιστατικά που θεμελίωναν τον αυτοτελή και ανατρέποντα την τεκμαιρόμενη υπαιτιότητά τους ισχυρισμό (ένσταση) ότι δεν εγνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ο υιός τους, στον οποίον παραχώρησαν το αυτοκίνητό τους, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο των ως άνω δικογράφων, προκύπτει ότι οι εκκαλούντες εναγόμενοι επικαλούνται ότι δεν εγνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ο υιός τους, στον οποίον είχαν παραχωρήσει τη χρήση του αυτοκινήτου τους, και ο οποίος κατοικούσε σε χωριστή κατοικία θα το οδηγούσε τελώντας υπό την επίδραση οινοπνεύματος, αφού εγνώριζαν μόνον ότι, κατά την ημέρα του ατυχήματος (17-1-2004), είχε μεταβεί για επαγγελματικούς λόγους στο Πόρτο-Χέλι και δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι στη συνέχεια θα μετέβαινε στο Ναύπλιο, όπου κατανάλωσε ποσότητα οινοπνεύματος. Πλην όμως, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προαναφέρθηκε, αποφάνθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν επικαλέσθηκαν τους ως άνω κατά τρόπο σαφή και ορισμένο προβληθέντες ισχυρισμούς, τους οποίους προφανώς δεν έλαβε υπόψη και έτσι υπέπεσε στην από το άρθρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενη πλημμέλεια, όπως βασίμως ισχυρίζονται οι πρώτος και δεύτερη εκ των αναιρεσειόντων, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο οποίος, ως προς αυτούς, πρέπει να γίνει δεκτός και του οποίου η αναιρετική εμβέλεια καλύπτει και τους αφορώντες το ίδιο ζήτημα, ως προς τους δύο αυτούς αναιρεσείοντες, από το αρθρ.559 αριθμ.1 και 19 ΚΠολΔ. λόγους αναίρεσης, των οποίων, μετά ταύτα, παρέλκει η έρευνα. Αντίθετα, ως προς τον τρίτο εκ των αναιρεσειόντων, οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο λόγος αυτός (από το 559 αριθμ.8 Κ.Πολ.Δ.) πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, αφού από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον υπ' αυτού προβληθέντα ισχυρισμό, ότι η περιεκτικότητα οινοπνεύματος, σε ποσοστό 56% στο αίμα του, κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια, με την πρόκληση του ατυχήματος και τον απέρριψε, ως αβάσιμο. Περαιτέρω, υπό τις ως άνω παραδοχές και υπό την ως άνω κρίση του, το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες διατάξεις, ως προς τον τρίτο εκ των εναγομένων - νυν αναιρεσειόντων, οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου, όσον αφορά το ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζήτημα του εάν η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος ήταν πρόσφορος αιτία για την επέλευση του αποτελέσματος. Επομένως, ως προς αυτόν οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Επίσης, ως αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί ο από το άρθ. 559 αριθμ.1 Κ.Πολ.Δ. λόγος και ως προς τους δύο πρώτους εκ των εναγομένων - νυν αναιρεσειόντων. Ο από το άρθρο 559 αριθμ. 16 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στον αναιρετικό αυτό λόγο υπόκειται η κρίση αν τα γενόμενα δεκτά περιστατικά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και αν τούτο έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 16 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, εκ του ότι, παρά το νόμο, δέχθηκε ότι, ως προς τον τρίτο εναγόμενο, οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου, έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου η ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος και του ζημιογόνου αποτελέσματος, με την υπ' αριθμ. 6283/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, παρότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο, ουδείς εκ των εναγομένων της παρούσας δίκης - νυν αναιρεσειόντων υπήρξε διάδικος στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι γίνεται απλή αναφορά της ύπαρξης δεδικασμένου, σχετικά με τις έναντι της αντιδίκου της ασφαλιστικής εταιρείας - νυν αναιρεσίβλητης αξιώσεις του συνεπιβαίνοντος και τραυματισθέντος συνεπιβάτου Γ. Μ., αναφορικά με την υπαιτιότητα για την πρόκληση του ατυχήματος και τις εκ του τραυματισμού του απαιτήσεις του (στη δίκη μεταξύ αυτού και της νυν αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας) και όχι για την ύπαρξη δεδικασμένου μεταξύ των διαδίκων της παρούσας δίκης. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στην παραδοχή περί της υπαιτιότητας του τρίτου των αναιρεσειόντων και ειδικότερα περί της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οδηγήσεως υπό την επήρεια οινοπνεύματος και του ζημιογόνου αποτελέσματος κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας μετά από αξιολόγηση του υπάρχοντος στην διάθεσή του αποδεικτικού υλικού, σε αντιδιαστολή προς την 6283/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και το απορρέον εξ'αυτή δεδικασμένο μεταξύ των κατ'εκείνη την δίκη διαδίκων, η αναφορά του οποίου είχε την έννοια της αξιολογήσεως των αιτιολογιών της εν λόγω αποφάσεως, οι οποίες αποτελούν δικαστικό τεκμήριο κατά την έννοια του άρθρου 339 ΚΠολΔ. και επιτρεπτώς συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Κατά το άρθρ.559 αριθ. 11γ Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, επειδή έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στην από το άρθ. 559 αριθμ. 11γ Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι δεν έλαβε υπόψη τα επικληθέντα και προσκομισθέντα υπ' αυτών έγγραφα και ειδικότερα α) την υπ' αριθμ. 227/2005 απόφαση του Πταισματοδικείου Μάσσητος β) το υπ' αριθμ. πρωτ. 482/2011 έγγραφο της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Περιφέρειας Αργολίδας και γ) το υπ' αριθμ. πρωτ. 1020/1/18γ/2011 έγγραφο της Αστυνομικής Δ/νσης Αργολίδας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι από την διαλαμβανομένη στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη και "όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας", ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα ως άνω φερόμενα ως μη ληφθέντα υπόψη έγγραφα, έστω και εάν αυτά δεν μνημονεύονται ειδικώς. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς τους δύο πρώτους εκ των αναιρεσειόντων (Δ. Μ. και Ε. Μ.) και μόνον κατά το κεφάλαιο αυτής το οποίο αναφέρεται στην ένσταση των εν λόγω αναιρεσειόντων περί ελλείψεως υπαιτιότητας αυτών, με την έννοια ότι δεν ηδύναντο να γνωρίζουν ότι ο τρίτος των αναιρεσειόντων στον οποίο παραχώρησαν την χρήση του αυτοκινήτου, οδηγούσε κατά τον χρόνο του ατυχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος και παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο εκδόσαν την απόφαση ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (αρθ.580 παρ.3 ΚΠολΔ). Αντίθετα πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεων κατά την άσκησή της από τον τρίτο των αναιρεσειόντων. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων κατανέμονται κατά τον λόγο της εν μέρει νίκης και ήττας εκάστου των διαδίκων μερών και συμψηφίζονται στο σύνολό τους (ΚΠολΔ 183, 178 παρ.1), με ανταπόδοση του παραβόλου στον καταθέσαντα (ΚΠολΔ 495 παρ.4). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, ως προς τον τρίτον εκ των αναιρεσειόντων (Π. Μ.), την με αριθμό κατάθεσης 842/2012 αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3251/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ 3251/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους δύο πρώτους εκ των αναιρεσειόντων (Δ. Μ. και Ε. Μ.). ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το μέρος αυτής, που αναφέρεται στο σκεπτικό, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του παραβόλου (8869125 σειρά VI της ΚΑ ΔΥΟ Αθηνών) στο καταθέσαντα. Και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ Πηγή: Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου - www.esd.gr Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Nextdeal newsroom, 11/10/2022 Αποζημίωση-μαμούθ άνω του 1,5 εκατ. ευρώ για τις καταστροφές επιχειρήσεων το 2008 στα επεισόδια της δολοφονίας Γρηγορόπουλου
Nextdeal newsroom, 15/9/2022 Δεν απαιτείται αναγγελία των απαιτήσεων δικαιούχων στην ασφάλιση αστικής ευθύνης αυτοκινήτων
Παυλόπουλος από Θέρμο: «Κυρώσεις στην Τουρκία για την κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας» Στις εκδηλώσεις, που οργάνωσε ο Δήμος Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας τιμώντας την Μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, μίλησε ο τέως Πρόεδρος... Nextdeal newsroom, 25/08/2022 - 10:01 25/8/2022
Ρύθμιση Οφειλών: Ο νόμος δεν καλύπτει τον Ασφαλιστικό Σύμβουλο Ρύθμιση Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων Προϋπόθεση η Έλλειψη Εμπορικής Ιδιότητας που συνεπάγεται Πτωχευτική Ικανότητα Ο Ασφαλιστικός Σύμβουλος έχει Εμπορική Ιδιότητα και Πτωχευτική... Nextdeal newsroom, 06/07/2022 - 09:02 6/7/2022