Η ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και οι σαρωτικές αλλαγές που εκείνος επέλεξε να προωθήσει όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή έχουν αναμφίβολα επηρεάσει όχι μόνο την Ε.Ε, αλλά και κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα.
Η περίοδος των θερμών εναγκαλισμών του κ. Μητσοτάκη με το σύστημα Μπάιντεν αποτελεί πλέον παρελθόν, ενώ τα νέα δεδομένα οδηγούν αναπόφευκτα σε αναθεώρηση της στρατηγικής.
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε ένα κομβικό σημείο που από τη μία πλευρά καλείται να διατηρήσει καλούς διαύλους επικοινωνίας με το φρέσκο αμερικανικό σύστημα διοίκησης, από την άλλη να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο στο εσωτερικό της Ενωμένης Ευρώπης, κυρίως σε ότι αφορά στις εξελίξεις στην Ουκρανία και στην κοινή προσπάθεια που γίνεται για την ενίσχυση της αυτονομίας σε επίπεδο ασφάλειας και άμυνας.
Η διατήρηση των ισορροπιών προϋποθέτει σίγουρα σχέδιο και διορατικότητα.
Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνει η διοίκηση Τραμπ δεν αφήνουν περιθώρια για αδράνεια και άλλες σκέψεις.
Η Ευρώπη οφείλει την ενδυνάμωση της φωνής της στο παγκόσμιο status quo και η Ελλάδα αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του παζλ.
Η διαχείριση της νέας πραγματικότητας είναι πολύ σύνθετη, από τη στιγμή που στη σκακιέρα έχει μπει με πολύ έξυπνες κινήσεις η Τουρκία, η οποία εκτός από τον περιφερειακό ρόλο που θέλει να διαδραματίσει στην ευρύτερη περιοχή (και το έχει πετύχει), διεκδικεί με αξιώσεις μερίδιο στο επόμενο μεγάλο ευρωπαϊκό project που αφορά την θωράκιση της άμυνας.
Το πρόσφατο σημαντικό διεθνές meeting στην Βρετανία που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού της χώρας Στάρμερ κατέδειξε πως η Άγκυρα βρίσκεται δυναμικά στο παιχνίδι, την ώρα που η Ελλάδα δεν δέχτηκε αντίστοιχη πρόσκληση.
Παρά την προσπάθεια υποβάθμισης της συνάντησης από κυβερνητικές πηγές είναι ένα γεγονός που προβληματίζει.
Είναι τοις πάσι γνωστό πως η τουρκική διπλωματία αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά χαρτιά της γείτονος, έχει στρατηγική στόχευση και αφήνει ένα ισχυρό αποτύπωμα, όπως εξάλλου φάνηκε τόσο στον πόλεμο στην Ουκρανία, όσο και στις πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Και τώρα στην έντονη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τα ζητήματα κοινής αντιμετώπισης των προκλήσεων τον τομέα της ασφάλειας.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει ένα σταθερό πλάνο εξυπηρέτησης των κυρίων στόχων της στην εξωτερική πολιτική, το οποίο να λαμβάνει υπόψη τις μεταβολές στο εξωτερικό περιβάλλον, να συμπεριλαμβάνει διαφορετικά σενάρια, όπως αρμόζει σε μία ανθεκτική προσέγγιση πρόβλεψης των μελλοντικών συνθηκών (foresight που σήμερα δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα παρά τις πολυδιαφημισμένες επιτροπές) και να διαμορφώσει ένα εθνικό αφήγημα που θα ξεπερνά κόμματα και θα υπηρετείται με συνέπεια από όλες τις κυβερνήσεις.
Σε επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής και με δεδομένη τη βαριά ατζέντα που απασχολεί όλα τα αντίστοιχα φόρα, αλλά και τα βασικά χαρακτηριστικά που θα διέπουν την επόμενη πενταετία, η ίδρυση ενός ξεχωριστού χαρτοφυλακίου για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις συνιστά επιτακτική ανάγκη, με ταυτόχρονη επάνδρωση σου από αξιόπιστους και εξειδικευμένους τεχνοκράτες και μια εμπνευσμένη ηγεσία που θα αντιλαμβάνεται το τεράστιο διακύβευμα για τα επόμενα χρόνια, ενώ θα μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις.
Μια ηγεσία, η οποία πιστεύει πραγματικά στην ενωμένη Ευρώπη και δεν θα αποτελεί προϊόν επιλογής κάποιων αρεστών ή αποτέλεσμα ενός rotation των υπαρχόντων μελών της κυβέρνησης, το οποίο ως επιλογή αποδείχθηκε ατυχής στη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας.
Κοντολογίς, ο επερχόμενος ανασχηματισμός μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μία νέα εποχή στην εξωτερική πολιτική που μέσα από ένα εμπνευσμένο και ρεαλιστικό storytelling και από τη σχηματοποίηση νέων δομών, η ενδυνάμωση της φωνής της χώρας στο εξωτερικό πρέπει να αποτελεί στρατηγική επιλογή.