Nextdeal newsroom, 15/10/2021 - 11:42 facebook twitter linkedin ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ: «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» Nextdeal newsroom, 15/10/2021 facebook twitter linkedin Καλοτάξιδο το βιβλίο του Κώστα Μπερτσιά «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» που μολις κυκλοφόρησε. Από τις 14 Οκτωβρίου βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία: ΑΛΦΕΙΟΣ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ , ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ, ΕΠΙ ΛΕΞΕΙ, ΠΑΤΑΚΗΣ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ, LOFT books. Το βιβλίο διακοσίων σελίδων περιλαμβάνει 18 διηγήματα εγκώμια σε ένα κόσμο που εξαφάνσιε η τεχνητή λίμνη του Μόρνου στις αρχές της δεκετάις του 1970. Ας αφήσουμε όμως καλυτερα τον Κωστα Μπερτσιά να «μιλησει» για το βιβλίο του. Προ – Κείμενο Είχα την τύχη να γεννηθώ και να ζήσω μέχρι τα δεκαοχτώ μου σε μια όμορφη κοιλάδα, που τη διέσχιζε και την τροφοδοτούσε ένα ποτάμι με πλούσια και γάργαρα νερά, ο Μόρνος ποταμός. Τα νερά του Μόρνου προτίμησε να «απαλλοτριώσει» η υδροκέφαλη πρωτεύουσά μας, η Αθήνα, και με τη δημιουργία μιας τεχνητής λίμνης να τα μεταφέρει στα υδραγωγεία της για να ξεδιψάσει τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που η κοντόφθαλμη πολιτική του ελληνικού κράτους συγκέντρωσε σε αυτή τη γωνιά της αττικής γης. Με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις εκδιώχθηκαν από τη γη τους οι κάτοικοι, διαλύθηκαν χωριά με πολύχρονη ιστορία, διερράγησαν οικογενειακή δεσμοί, καταστράφηκε μια ολόκληρη περιοχή με αξιόλογα ιστορικά μνημεία, αλλοιώθηκε το ευρύτερο περιβάλλον και, γενικά, εξαφανίστηκε το αποτύπωμα χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν και έζησαν σε αυτόν τον τόπο. Κι όλα αυτά, έγιναν με πρόσχημα το κοινό καλό και το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Πρέπει να ήταν καμιά σαρανταριά χρόνια πριν όταν, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, αγναντεύοντας τη λίμνη από ψηλά, άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου διάφορες ιδέες, σαν τις πιο πάνω. Μπορεί και να οφειλόταν στη νοσταλγία που κατά καιρούς με καταλάμβανε. Ο Γιώργος Σεφέρης, αυτό το συναίσθημα το είχε συμπυκνώσει εύστοχα με τις πιο κάτω λιγοστές λέξεις: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό». Αναρωτιόμουν αν μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου την εικόνα του τοπίου, που είναι τώρα σκεπασμένο από τα εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, να τη βάλω δίπλα στην τρέχουσα εικόνα και να κάνω τη σύγκριση. Ποια είναι πιο όμορφη, η παλιά ή η καινούργια; Ποια όμως θα είναι τα κριτήρια επιλογής; Πώς μπορούν αυτές οι εικόνες να μπουν δίπλα-δίπλα και να συγκριθούν, όταν μάλιστα η μία υπάρχει μόνο σαν μνήμη, καταχωνιασμένη κάπου στο μυαλό απ’ όπου πρέπει να αναδυθεί; Πόσο ζωντανή θα μπορούσε να είναι για να σταθεί ισάξια δίπλα σε αυτό που τα μάτια μου βλέπουν άμεσα τώρα; Έτσι άρχισε η άσκηση. Η ανάσυρση τελικά ήταν πιο εύκολη απ’ όσο νόμιζα. Κάποιες φορές η μνήμη εξαφάνιζε τα νερά, που λειτουργούσαν σαν κουρτίνα, και αντίκριζα εκεί μπροστά μου ολοζώ-ντανη την κοιλάδα σε όλο της το πλάτος και το μήκος. Σαν μηχανή του χρόνου λειτουργούσε ο νους μου και κατάφερνε να βλέπει ακόμη και τους ανθρώ-πους του κάμπου ολοζώντανους στις καθημερινές τους δραστηριότητες. Αυτή η νοητική άσκηση έδωσε τα πρώτα σπέρματα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Όλο αυτό το διάστημα, που αγωνιζόμουν να βρω τις κατάλληλες λέξεις και τον πρέποντα αφηγηματικό βηματισμό για τη συγγραφή των δεκαοχτώ διηγημάτων αυτού του βιβλίου, ένα μεγάλο ερώτημα μονίμως ερχόταν μπροστά μου: Έχουμε άραγε ως άνθρωποι, και μάλιστα περαστικοί από αυτόν τον κόσμο, το ηθικό δικαίωμα να καταστρέφουμε τη φύση και το περιβάλλον που μας φιλοξενεί, επικαλούμενοι διάφορες βαρύγδουπες έννοιες, όπως «κοινό καλό», «δημόσιο συμφέρον», «οικονομική ανάπτυξη» ή κάποιες λιγότερο «ενοχοποιητικές», όπως «πράσινη» ή «αειφόρος ανάπτυξη», χωρίς να ορίζουμε επακριβώς τη σημασία τους; Εάν ως χώρα είχαμε ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, δεν θα συγκεντρωνόταν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας στην Αττική και τότε σίγουρα δεν θα υπήρχε ανάγκη να καταστραφεί η ορεινή Δωρίδα με την τεχνητή λίμνη του Μόρνου. Εάν γινόταν σωστή μελέτη, που θα ελάμβανε υπόψη την επαπειλούμενη αισθητική υποβάθμιση των περιοχών τοποθέτησης των αιολικών και ηλιακών πάρκων, δεν θα είχαμε αυτά τα εκτρώματα που αντικρίζουμε σήμερα στα πάλαι ποτέ πανέμορφα βουνά μας. Εάν οι περιβαλλοντικές μελέτες που γίνονται για κάθε είδους μεγάλα και μικρά έργα εστίαζαν περισσότερο στις αισθητικές συνέπειες, αλλά και στην ιστορική κουλτούρα που κουβαλά κάθε τόπος που θα επηρεαστεί από τη δημιουργία αυτών των έργων, τότε θα ήμασταν μια χώρα που θα απεδείκνυε έμπρακτο σεβασμό για το ένδοξο παρελθόν της και σοβαρή μέριμνα για τις μελλοντικές γενιές από τις οποίες δανείζεται πόρους για την επιβίωσή της. Πιστεύω πως η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα ενισχύει και τη δική σας πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως κυρίαρχος του πλανήτη, αλλά ως συνδετικός κρίκος για την αρμονική συνύπαρξη έμψυχου και άψυχου κόσμου. Δεν είμαστε νοικοκύρηδες σε αυτόν τον πλανήτη, μόνο νοικάρηδες. Κωνσταντίνος Γεωργίου Μπερτσιάς Ιούνιος 2021 Εγραψαν για το βιβλίο ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ήδη στον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Μπερτσιά ενυπάρχει το στοιχείο της αντίθεσης, όνειρα που σχηματίστηκαν κάποτε, υπήρξαν και έσβησαν στη συνέχεια, ενώ στο μυαλό σφράγισαν αναμνήσεις που παρέμειναν ζωντανές. Τελικά, η μνήμη γίνεται βάλσαμο στον πόνο και την πίκρα και οδηγεί στη νοερή αναβίωση του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα παρελθόν όχι αυστηρά προσωπικό, γιατί μέσα από αυτό ξετυλίγεται με τη ζωντανή παραστατική αφήγηση, τη γλαφυρή περιγραφή και την αμεσότητα των διαλόγων, η κουλτούρα και η παράδοση της ελληνικής επαρχίας, που μπροστά στην τεχνολογική εξέλιξη και τις εκάστοτε αναφυόμενες σκοπιμότητες, καθίσταται το σφάγιο στο βωμό της λεγόμενης «αειφόρου ανάπτυξης», της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης. Αυτό που περισσότερο γοήτευσε τον άνθρωπο από την αρχαιότητα, η φύση, και μάλιστα η ελληνική φύση με τη διαύγεια, την καθαρότητα και την αισθητική της καλλιγραμμία, από τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Αριστοτέλη και τους νεότερους φιλόσοφους, χάνει την αυτοδυναμία της και γίνεται υποχείριο της όποιας εξέλιξης, που δυστυχώς λησμονεί την «αρχή» της. Από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια, αναδύεται μέσα από τα διηγήματα ένα σφοδρό κατηγορώ κατά της κοντόφθαλμης πολιτικής των αρχών, της έλλειψης διορατικότητας και προγραμματισμού διεπόμενων από σεβασμό προς τη φύση, την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό. Εδώ ακριβώς, τοποθετείται το μεγάλο θέμα της ηθικής ευθύνης του ανθρώπου και κυρίως του σύγχρονου ανθρώπου, του δελεασμένου από τα επιτεύγματα της τεχνολογικής ανάπτυξης. Το κόστος είναι ιστορικό, κοινωνικό, ηθικό, αισθητικό. Κάπου σημειώνει ο αφηγητής: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό». Τα συναισθήματα αυτά είναι οικεία και γνώριμα στον κόσμο της Κύπρου. Νοσταλγούμε την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, τον Απόστολο Ανδρέα, ενώ ζούμε στον τόπο μας και αυτό κάνει την πίκρα μας πιο οδυνηρή. Στο κεφάλαιο «Ο Χαμένος Παράδεισος», ο λόγος είναι λυρικός, ενέχων εντός του δύναμη ομηρική, εμποτισμένη από την αγάπη και τη λαχτάρα ενός κόσμου που άλλοτε ζούσε και δημιουργούσε αστείρευτα. Ήταν τότε τα χρόνια του πατρικού σπιτιού, της παιδικής ηλικίας, που σφραγίζει ανεξίτηλα κάθε ανθρώπινη ψυχή. Μέσα όμως από την ανάμνηση των οικογενειακών περιστατικών, αναδεικνύ-ονται συγχρόνως και ιστορικές στιγμές του Ελληνισμού, που κινούνται μέσα σε τραγικές αντιθέσεις. Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου «δεν πρέπει να εκμεταλλευόμαστε την ανάγκη των ανθρώπων», σημειώνει τελικά με ανθρω-πιά ο αφηγητής. Εξάλλου, η ηθική διάσταση συμπορεύεται με την φυσική διάσταση των πραγμάτων, όπως φαίνεται στο διήγημα «Ο Μόρνος βρυχάται και σπέρνει την καταστροφή». Φώφη Παντελή, φιλόλογος Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης στη Λευκωσία ΕΠΙΜΕΤΡΟ Η «ξηρασία» πολιτισμού μέσα στο νερό της λίμνης Μόρνου Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Σπύρου Είχαν σκεπαστεί, θα έλεγα είχαν «θαφτεί» στη χώρα της λήθης, από καιρό, πολλές μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια στον μικρό συνοικισμό Πέραμα του Διστράτου Άρτας, σαν και όλα εκείνα που η λίμνη Πουρναρίου της ΔΕΗ σκέπασε και έθαψε στα θολοπράσινα σχεδόν νερά του ποταμού Άραχθου, μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 2021 που έλαβα έναν άσπρο φάκελο από τον Κώστα Μπερτσιά με τη συλλογή διηγημάτων του και τίτλο «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις»… NEWSLETTER Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα. Ήταν αφηγήσεις από την πραγματική ζωή που έζησε στον τόπο που γεννήθηκε, ως τα 18 του χρόνια, σε μια όμορφη κοιλάδα που διέσχιζε ο Μόρνος ποταμός, πριν η κυβέρνηση αποφασίσει να «απαλλοτριώσει» την περιοχή και τους ανθρώπους, για να κάνει μια τεχνητή λίμνη, να μαζέψει νερά και να τα μεταφέρει στην Αθήνα, να ξεδιψάσει τα εκατομμύρια Ελλήνων, που με λάθος πολιτικές, στοίβαξε στην πρωτεύουσα, στερώντας τους τη γη τους, τις πατρίδες, τους τόπους που γεννήθηκαν, το νερό σε κρύες βρύσες που είχαν στα χωριά και τις πόλεις τον καθαρό αέρα στα διάσελα και προσήλια, τα χυμώδη φρούτα και νόστιμα κηπευτικά τους, τους γαλανούς ουρανούς, τα πολύχρωμα πουλιά, τα υγιεινά κυνήγια και κατοικίδια ζώα, τα ψάρια, το μοσχοβολιστό ψωμί στις γάστρες με ξύλα, τα γλυκοκελαϊδίσματα πουλιών και τις φωνές των κοπαδιών, τα πράσινα δέντρα γεμάτα οξυγόνο και τα πολύχρωμα λουλούδια στους κήπους και τα λιβάδια… Μαζί με τα υλικά αγαθά του κάθε τόπου, αποξένωσαν και «αλλοτρίωσαν» τον κοσμάκη από τις παραδόσεις, τους συγγενείς, τα έθιμα, το σχολείο, τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια, τα ιστορικά μνημεία, τα ιερά και όσια, τα πατροπαράδοτα, τις μνήμες καιρών και ανθρώπων, τις γέννες, τις γιορτές, τις συνήθειες, το εορτολόγιο, την προγονική συνέχεια, τους έρωτες, τα αρραβωνιάσματα, τους γάμους, τα μοιρολόγια, τις τελευταίες συνοδείες αποχαιρετισμών, τους επιτάφιους, τις γιορτές στα σχολεία, τις φωτογραφίες ξενιτεμένων που δεν ξαναήρθαν και περιμένουν, τα μνημόσυνα και τρισάγια των παπάδων στους τάφους, τους χορούς με κλαρίνα και κομπανίες στα προαύλια εκκλησιών και σχολείων, τους ήχους μανάδων που τριγυρνούσαν στα σπίτια σε χωρισμούς ξενιτεμένων, τα «σημεία» αποχαιρετισμού ή επιστροφών, τα βλέμματα των συντρόφων της καθημερινότητας στα χωράφια, αλλά και τα εργαλεία, το τσαπί το φτυάρι, το αλέτρι, η σβάρνα, η βαρέλα με το νερό και τόσα άλλα… Μου ήρθε να σκούξω σαν μικρό παιδί και ν’ αφήσω δάκρυα να θαμπώσουν μάτια και σημειώσεις, καθώς οι διηγήσεις του Κώστα Μπερτσιά για τα χωριά και το χωριό του, που πνίγηκαν στα νερά του Μόρνου, ξέθαβαν δικές μου μνήμες, που ήταν ίδιες με τις δικές του. Ειλικρινά, μπέρδεψα πολλές φορές δικές μου μνήμες και θαμμένα όνειρα, όταν η πλανεύτρα σκέψη ήταν σίγουρη πως ήταν αλήθεια πως περπατούσα κι εγώ με τον Κώστα στα μέρη του, στα παραλίμνια του Μόρνου, στην ορεινή Δωρίδα, στο Λιδωρίκι, στην Καλλίπολη (Κάλλιο-Βελούχι), (Λούτσοβος-Κόκκινος), στο Κροκύλειο, στο δρόμο Λιδωρικίου-Αρτοτίνας, στο Δωρικό, στον Άβορο, στο ΑΒορόρεμα, στο Κόκκινο, στο Περιβόλι, στα εκκλησάκια Κοίμησης Θεοτόκου, Αγίας Τριάδας, Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, Προφήτη Ηλία, Μονή Προδρόμου, Αγίου Γρηγορίου, στο Στιλόρεμα, στο Γρανιτσόρεμα, στο στενό που έκαναν διακοπές τα παιδιά του Αλή Πασά, η γέφυρα του Μακρυγιάννη, το Χάνι του Γκέκα, οι πλαγιές του Πύρονου και της Στάχοβας και τα χάνια… Ξαναζωντάνεψε ο Κώστας, έτσι για την ιστορία, συμπεριφορές ενός χωριού που μοιάζει με πολλά άλλα, χωρίς να είναι το ίδιο και που οι άνθρωποι στα χωριά «συνηθίζουν» να είναι ευτυχισμένοι το πρωί με τη δροσούλα, το μεσημέρι με το κάμα, το βράδυ με την αστροφεγγιά και τη σιωπή που σπάει ένα σκυλί που γαυγίζει, ένα κατσίκι που βελάζει, ένα κουδούνισμα προβάτου, ένα χλιμίντρισμα μουλαριού… Έτσι και στην κοιλάδα του Μόρνου είχαν «συνηθίσει» να βλέπουν εποχές να αλλάζουν, δέντρα με φύλλα και χωρίς, καλοκαίρια να αλλάζουν σε φθινόπωρο, τους χειμώνες να δέχονται την άνοιξη, βροχές μετά τον ήλιο, φως μετά το σκοτάδι, τον ήσυχο Μόρνο να «φουσκώνει» και να τους πνίγει τα χωράφια, μέχρι που σαν κεραυνός στη μικρή κοιλάδα ήρθαν οι μπουλντόζες να ισοπεδώσουν τις ζωές τους και τα χωράφια του Μπερτσοκώστα, του Καραγιάννη, του Κολοκύθα Γκέκα, του Τσιριμώκου, του Κασιμέρη, του Ανέστου, και να υψώσουν φράγμα στο Μόρνο και «ξηρασία» στον ρου μιας ήσυχης ζωής των χωριανών που το «νερό της ύπαρξής» τους πότιζε περιβόλια, σπίτια, ζωντανά, πλατάνια, χωράφια, σπαρτά, αμπέλια, και από απέναντι η Γκιώνα κατέγραφε σαν φωτογραφική μηχανή της Ιστορίας, όπως κατέγραψε και τις φωνές του χαζο-Βαγγέλη, που μπήκε μπροστά στα μηχανήματα καταστροφής της ζωής στον τόπο τον μικρό, τον μέγιστο, κάποτε εκεί μεταξύ 1972 και 1982, 180 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, στην πικρή δεκαετία που κράτησε να γίνει το «έργο». Διαβάζοντας τις σημειώσεις του Κώστα για το «πνίξιμο» του χωριού και την πικρή άρνηση των συγχωριανών να το παραδεχτούν και να μην θέλουν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, θυμήθηκα παρόμοιες σκηνές λίγο πριν ο Άραχθος «πνίξει» και το δικό μου χωριό. Ο πατέρας μου στο χωριό Πέραμα Διστράτου, λίγο πριν τα νερά «ανεβούν» και σκεπάσουν τον τόπο, έκανε έναν μεγάλο σταυρό δακρυσμένος, καθώς έβλεπε να μπαίνει το νερό της λίμνης από την άδεια πόρτα και τα θλιμμένα παράθυρα του σπιτιού μας και να «θάβει» στη βρεγμένη σιωπή τα όνειρά μας, τη γωνιά στο τζάκι που ζεσταινόμασταν και διαβάζαμε στη λάμπα ιχνογραφία και προπαίδεια, το δωμάτιο με το εικόνισμα της Παναγιάς και του Αη-Θανάση, εκεί που σαν έπεφταν κεραυνοί σταυροκοπιόμασταν λέγοντας «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδας», εκεί που έρχονταν κουμπάροι και συγγενείς μετά το πανηγύρι, εκεί που μπήκαν Ιταλοί και Γερμανοί και αντάρτες του Άρη και του Ζέρβα, ν’ αρπάξουν ό,τι βρισκούμενο και έξω τη γελάδα και τις γίδες, εκεί που κρυβόταν ο πατέρας στα αιματηρά κυνήγια των «εθνοπατέρων», εκεί που κάποιοι ήθελαν να ξεκοιλιάσουν με ξιφολόγχες μια έγκυο γυναίκα και η κραυγή της «μη ωρέ» ακούγονταν για χρόνια, εκεί που ήπιαμε αγιασμό και γάλα γαϊδάρας, στο «καρκαλέτσι- κοκκύτη » και στο κρεβάτι μας έβαζε λαδάκι από το εικόνισμα όταν πονούσε το αυτί, εκεί που πρωτοφορέσαμε καθαρά ρούχα να πάμε σχολείο… Ανέβαινε, ανέβαινε γύρω-γύρω στα λοφάκια το νερό και αγνάντευε από ένα πρόχειρο καλυβάκι ο πατέρας, που φρόντισε και πήρε από το σπίτι την πράσινη ξύλινη πόρτα και δύο παράθυρα για το νέο του στέκι, έξω από τα νερά… Εκεί έκανε μια νέα αρχή ζωής, πριν φύγει για πάντα μετανάστης στο Αγρίνιο, με όλους εμάς. Πήγε στη Μελίνα Μερκούρη στην Αθήνα και πήρε άδεια να κάνει το Σχολείο (άδειο) που σώθηκε, Αγροτικό Μουσείο, μαζεύοντας διάφορα συντρίμμια και απομεινάρια μνήμης, εργαλεία και ενθυμήματα του χωριού. Όπως ορμά το γεράκι στα κλωσοπούλια, αφήνοντας στο θρήνο την κλώσσα, έτσι όρμησε το νερό για να φτιάξει υδροηλεκτρικό σταθμό για φως η ΔΕΗ και μας σκόρπισε, άλλους στην Άρτα, άλλους στο Αγρίνιο, άλλους στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Γερμανία, στην Αλεξανδρούπολη, στην Πάτρα… (Τελευταίο το χωριό μας συνδέθηκε με ηλεκτρικό ρεύμα). Το ίδιο σκόρπισαν και οι συγχωριανοί της κοιλάδας του Μόρνου και κάποιοι πέθαναν μαραζωμένοι από το χτικιό του ξεριζωμού. Ακριβώς όπως έκανε και στα χωριά του Κώστα Μπερτσιά, που με αυτό το βιβλίο έκανε ένα «πνευματικό» καφενείο «η συνάντηση», για να μπαινοβγαίνουν και να συναντιούνται μνήμες και άνθρωποι από την κοιλάδα του Μόρνου και να θυμούνται τα καλαμπόκια και τα πλούσια περιβόλια των φιλοπρόοδων παιδιών, που έμοιαζαν με τα προκομένα παιδιά στα ορεινά της Άρτας. Κάποια μέρα θα ήθελα να τους διαβάσω ένα ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, με τίτλο «Ζωή», έτσι σαν φιλοσοφία, σαν παρηγόρια, σαν άποψη για την τρελή, ωραία, ευτυχισμένη και ασυλλόγιστη ζωή μας, που ίσως μας πάει πιο πολύ σ’ εμάς τους ξενιτεμένους μετανάστες του τόπου μας, που είχαμε τόσα νερά, αλλά κάποιοι εφήρμοσαν ξηρασία πολιτισμού μέσα στα νερά της λίμνης, στη θέση Μαυρονέρι και στο Πουρνάρι ‘Άρτας. Ακολουθεί το ποίημα «ΖΩΗ» : Ζωή Μαύρα κι ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά. Μαύρα κι ανήσυχα γίδια σταθήκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κοιτάζουν. Μες απ' το λόγγο, μες απ' τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλοσύνη που κρύβεται είν’ ένα εκκλησάκι. Χρόνια διακόσια κοιμάται από ΄ξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια. Στον κόρφο του βουνού είν΄ένα κάτασπρο εκκλησάκι. Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή! Απάνω στις λιλά μολόχες, απάμω στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν – έφυγαν. Οι γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ’ τον πλάτανο. Στον ίσκιο του ο γερο-πεύκος κοίμισεν ένα κοπάδι. Στο λαμπρό γαλάζιο τ’ ουρανού άσπρα σύννεφα σβήνουν από ηδονή... Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή! Κι όμως την ώρα του δειλινού – δεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου... Κι όμως τώρα που βράδιασε δεν ξέρω γιατί όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία των – γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο νόημα... Κι όμως τώρα που σκοτείνιασε, τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με τις χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με τις χαρές... Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή! *Ζαχαρίας Παπαντωνίου «Πεζοί ρυθμοί». Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Nextdeal newsroom, 15/1/2021 ΣΠΑΤΕ.: Διαδικτυακή συνάντηση με καλεσμένους τον Κώστα Μπερτσιά και τον Γιώργο Παρισάκη
Ασφαλιστικό underwriting από το 1990, 25/9/2019 Δύο γενναίες προτάσεις του Κώστα Μπερτσιά προς την κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος!
Κώστας Μπερτσιάς: Πώς θα αποζημιωθούν οι επιβάτες του πλοίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» Τη διαδικασία για τις αποζημιώσεις των επιβατών που υπέστησαν ζημιά από την πυρκαγιά που ξέσπασε στο πλοίο «Ελευθέριος Βενιζέλος», γνωστοποιεί Κώστας... Nextdeal newsroom, 31/08/2018 - 10:21 31/8/2018
Ασφαλιστικό λεξικό από τον Κώστα Μπερτσιά! Μετά το wikipedia, η χώρα μας και η ελληνική ασφαλιστική αγορά θα αποκτήσει το insurancepedia.gr, όπου ο ενδιαφερόμενος θα μπορεί να ανατρέχει... Nextdeal newsroom, 06/11/2017 - 09:33 6/11/2017