Nextdeal newsroom, 13/12/2023 - 12:48 facebook twitter linkedin Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη! Nextdeal newsroom, 13/12/2023 facebook twitter linkedin Εἰς τήν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῶ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καί ὑψηλά εἰς τά βουνά εχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νά πίῃ ἕνα ρούμι να ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπό τήν γυναῖκα του, ὑβρισμένος ἀπό τήν πενθεράν του, δαρμένος ἀπό τόν κουνιάδον του, ξορκισμένος ἀπό τήν κυρά-Στρατίναν τήν σπιτονοικοκυράν του, καί φασκελωμένος ἀπό τόν μικρόν τριετή υἱόν του, τόν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖος του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καί οἱ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τά «κατώτερα στρώματα», πῶς νά μουντζώνῃ, να βρίζῃ, νά βλασφημῇ καί νά κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλυβα. Κι ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκά διηγήματα! Ὁ προβλεπτικός ὁ κάπηλος, διά νά ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως να ψωνίζουν αἱ καλαί οἰκοκυράδες, αἱ γειτόνισσαι, εἶχε σιμά εἰς τά βαρέλια και τά φιάλας, προς επίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον καί ζάχαριν, εἶχε δέ καί μύλον, διά νά κόπτη καφέν. Αλλ' ἔβλεπέ τις, πρωί καί βράδυ, νά ἐξέρχωνται ατημέλητοι και μισοχτενισμέναι γυναῖκες, φέρουσαι τήν μίαν χεῖρα ὑπό τήν πτυχήν τῆς ἐσθῆτος, παρά τό ἰσχίον, καί τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τό όψώνιον δέν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἤ ζάχαρις. Ἤρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γρια-Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καί ξένη στα ξένα, ἥτις δέν εἶχε προλήψεις κι ἔπινε φανερά το ρούμι της. Ἤρχετο καί ἡ κυρά-Κώσταινα ἡ Κλησάρισσα, ἥτις εβοηθοῦσε τό κατά δύναμιν εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη πλησίον τοῦ μανουαλίου, διά νά κολλά τά κεριά, καί ὅσας πεντάρας έπαιρνε τήν Κυριακήν, ὅλας τάς ἔπινε, μετ ̓ εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τήν Δευτέραν, Τρίτην καί Τετάρτην. Ἤρχετο κι ἡ Στρατίνα, νοικοκυρά μέ δύο σπίτια, ὁπού ἐφώναζεν εἰς τήν αυλόπορταν, εἰς τόν δρόμον καί εἰς τό καπηλεῖον ὅλα τά μυστικά της, δηλ. τά μυστικά τῶν ἄλλων, καί μέρος μέν αὐτῶν ἔμενον εἰς τήν αυλήν, μέρος δέ ἔπιπτον εἰς τό καπηλεῖον, καί τά περισσότερα εχύνοντο εἰς τόν δρόμον, κι ἐξενομάτιζε τόν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τόν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκοράφτης τῆς ἐχρωστούσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καί τόν μῆνα πού ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιώ, ή κουμπάρα της, τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μέ δόλον εἰς τό σπίτι, καί τώρα ἦτον ἀνάγκη νά τρέχῃ εἰς δικηγόρους και συμβολαιογράφους, διά νά ἐξασφαλίσῃ τά δίκαιά της. Η Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της από τόν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διά νά τήν δανείσῃ δέκα δραχμάς, και τώρα, κατά τήν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων, ἀπεδείχθη, ὅτι τό ασημικόν ἦτο καλπικόν και δέν ἤξιζεν οὔτε ὅσα ἔξιζαν τά δύο φυσέκια μέ τές σκουριασμένες μπακίρες – πού, ἀφοῦ, κατά τήν συνήθειάν της(αὐτό δέν τό ἔλεγεν, αλλά ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τό γέρο-Στρατήν, τόν ἄνδρα της, τήν κόρη της, την Μαργαρίταν καί τήν ἐγγονήν της, τήν Λενούλαν, ἤνοιξε τήν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τό ἐνέχυρον, ἔβγαλε τό κομπόδεμα, ἔλαβε τά φυσέκια, καί τά ἐνεχείρισε μέ τρόπον, ὁπού ἐσήμαινε νά τά δώσῃ καί νά μήν τά δώσῃ, κι έφαίνετο ὡς νά ἐκολλοῦσαν τά χέρια της, εἰς τήν πτωχήν τήν Κατίναν. Ἡ Ασημίνα, ἡ παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρια το ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κι ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα καί ἐννέα ἡμέρας. Καί τά μέν ἔπιπλα, ὁπού ἔπρεπε κατά δίκαιον τρόπον νά τά ἐκχωρήσῃ εἰς τήν σπιτονοικοκυράν, τά παρέδωκεν εἰς τόν κούκον της, τόν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, πού νά τσάκιζε τό πόδι της, νά μήν εἶχε σώσει ποτέ... Καί εἰς αὐτήν δέν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρά ἕνα παλιοφυλαχτόν ἐκεῖ λιγδιασμένον, καί τῆς εἶπε μυστηριωδῶς, ὅτι αὐτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σάν έγκρε μοτσακίσθη καί ἔφυγε, τό ἀνοίγει καί αὐτή ἐκ περιεργείας, καί ἀντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράμα τα... Τ ̓ ἀκοῦτε σεῖς αὐτά; Εἰσῆλθε, ριγῶν, ὁ μαστρο-Παυλάκης καί ἐζήτησεν ἕνα ρούμι. Το παιδί τοῦ καπηλείου, ὁπού τόν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπε· - Ἔχεις πεντάρα; Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τούς ὤμους μέ τρόπον διφορούμενον. - Βάλε σύ τό ρούμι, εἶπεν. Πῶς νά ἔχῃ πεντάρα; Καλά καί τά λεπτά, καλή κι ἡ δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλλίτερον ἀπ' ὅλα ή ραστώνη, τό ντόλτσε φάρ νιέντε τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. "Αν εἰς αὐτόν ανετίθετο νά συντάξῃ τόν κανονισμόν τῆς ἑβδομάδας, θά ὥριζε τήν Κυριακήν, διά σχόλην, τήν Δευτέραν διά χουζούρι, τήν Τρίτην διά σουλάτσο, τήν Τετάρτην, Πέμπτην καί Παρασκευήν δι' έργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα. Ποιός λέγει, ὅτι αἱ ἑορταί εἶναι πάρα πολλαί διά τούς ὀρθοδόξους Ελληνας, και αἱ ἐργάσιμοι εἶνα πολύ ὀλίγαιά; Αυτά τα λέγουν ὅσοι δέν ἔκαμαν ποτέ σωματικήν έργασίαν καί ἠξεύρουν μόνον διά τούς ἄλλους να θεσμοθετοῦν. ̓Ακριβῶς τών ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ' ἀντικρύ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκοράφτης, διά νά πίῃ τό πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε, νά κάμνῃ αὐτά τά συχνά ταξιδάκια, καθώς τά ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπί πέντε λεπτά τήν ἐργασίαν του, δέκα φοράς τήν ἡμέραν, καί ἤρχετο νά πίνῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπό τά μαγαζιά καί ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τό δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε και παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα, ἰδών τόν Παῦλον· Βάλε καί τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν. Ὡς ἀπό Θεοῦ σταλμένος, διά νά λύσῃ τό ζήτημα τῆς πεντάρας, μεταξύ του πελάτου καί τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον τοῦ Παύλου καί ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μέν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δέ τόν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπέρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων. Ποῦ σκόλη καί γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν· οὔτε καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ' Αη-Νικολάου δουλέψαμε, τ' Αη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Ἔρχονται Χριστούγεννα, καί θαρρῶ, πώς θά δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα... Ὁ Παῦλος ἔσεισε τήν κεφαλήν. - Θέλω κάτι νά πῶ, ἀλλά δέν ξέρω γιά νά τά σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μου φαίνεται, πώς αὐτοί οἱ μαστόροι, αὐτοί οἱ ἀρχόντοι, αὐτή ἡ κοινωνία πολύ κακά ἔχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί νά εἶναι ἡ δουλειά μοιρασμένη ἴσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καί μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, καί ὕστερα χασομεροῦμε ἑβδομάδες καί μῆνες τίς καθημερινές. Εἶναι καί ἡ τεμπελιά εἰς τό μέσο, εἶπε μετά πονηρᾶς αὐθαδείας τό παιδί τοῦ καπηλείου, ὠφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ ̓ ἦν ὁ ἀφέντης του εἶχεν όμιλίαν εἰς τό κατώφλιον τῆς θύρας καί δέν ἠδύνατο ν' ἀκούσῃ. Ας εἶναι, τί νά σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα καί ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Το σωστό εἶναι, πολλά κεσάτια καί ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Αλλο ἄν εἶμαι ἀκαμάτης έγώ, ἄς ποῦμε, ἤ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ή φαμίλια μου δουλεύει, ἐγώ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τό κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Καί μ' ὅλα αὐτά, δέν μποροῦμε ἀκόμα να βγάλουμε τα νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύομε για τήν σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιά τόν μπακάλη, γιά τόν μανάβη, γιά τόν τσαγκάρη, γιά τόν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τό λοῦσο της· ὁ νέος θέλει τό καφενεῖο του, τό ροῦχο του, τό γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή. Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τούς ἰδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό τό μέρος, ή δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κόπιασε, ἂν ἀγαπᾶς, νά ἀργάζης τομάρια. Το δικό μας τό τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε... Καλά ἀργασμένο τό δικό σου, μαστρο-Παῦλο, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αινιττόμενος ἴσως τάς μεταξύ του Παύλου καί τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς. Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε, νά ἐπαναλάβῃ τήν εργασίαν του καί ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν. Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τάς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τήν ἄλλην Χριστούγεννα. Νά εἶχε τουλάχιστον λεπτά διά νά ἀγοράσῃ ἕνα γαλόπουλο, να κάμῃ καί αὐτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς ὅλοι! Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δέν ἐπῆγε τάς τελευταίας ἡμέρας εἰς τά βυρσοδεψεία να δουλεύσῃ καί νά βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διά νά περάσῃ πτωχικά τάς εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό τό μέρος, ή δουλειά βαρειά. Κόπιασε νά ἀργάζης τομάρια! Το δικό μας τό τομάρι θέλει ἄργασμα!» Εἶχεν ἀκούσει τόν λαϊκόν μῦθον διά τόν τεμπέλην, ὁπού ἐπήγαιναν νά τόν κρεμάσουν, καί ὅστις συγκατένευε να ζήσῃ ὑπό τόν ὅρον νά εἶναι «βρεμένο το παξιμάδι». Ἐγνώριζε καί τήν ἄλλην διήγησιν διά τό τεμπελχανιό, τό ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμέτ Αλῆς εἰς τήν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδή τό κακόν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νά στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπί τῆς ὁποίας ήνάγκαζε τούς ἀέργους νά ἐξαπλώνωνται. Εἶτα ἔβαζε φωτιάν εἰς τήν ψάθαν. Ὅποιος έπροτίμα να καῇ, παρά να σηκωθῇ ἀπό τήν θέσιν του, ἦτο σωστός τεμπέλης καί ἐδικαιοῦτο νά φάγη δωρεάν τό πιλάφι. Ὅποιος σηκώνετο καί ἔφευγε τό πῦρ, δέν ἦτο σωστός τεμπέλης καί ἔχανε τά δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παύλος, και κανείς ἐξ αὐτῶν νά μήν ἱδρύσῃ παραπλή σιόν τι εἰς τάς ̓Αθήνας! Ο μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας καί τήν ἄλλην ἦτο παραμονή. Το γαλόπουλο δέν ἔπαυσε να τό ὀνειροπωλῇ καί νά τό ὀρέγεται. Πῶς νά τό προμηθευθῇ; Αφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθώς ἦτο ἀπό τό σπίτι, ἀπετόλμησε καί ἦλθεν ἀπό ἕνα πλάγιον δρομίσκον καί ἦτον ἕτοιμος να χωθῇ εἰς τό καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τό γαλόπουλον. Θά έχρησίμευε τοῦτο, ἐάν τό εἶχε, καί ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μέ τήν γυναῖκα του. Ἐκεῖ, καθώς ἐστράφη νά ἐμβῇ εἰς τό καπηλεῖον, βλέπει ἕν παιδίον τῆς ἀγορᾶς, μέ μίαν κοφίναν ἐπ ̓ ὤμων, ἥτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νά περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καί βούτυρον καί ἄλλα καλά πράγματα. Τό παιδίον ἐκοίταζε δεξιά και αριστερά καί έφαίνετο να ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νά εἰσέλθῃ εἰς τό καπηλεῖον διά νά ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τόν Παῦλον καί ἐστράφη πρός αὐτόν· - Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, ποῦ εἶναι ἐδῶ χάμου τό σπίτι του κυρ-Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου; - Τοῦ κυρ-Θανάση του Μπε... Αστραπή, ὡς ἰδέα, ἔλαμψεν εἰς τό πνεῦμα τοῦ Παύλου. - Μούπε τόν ἀριθμό καί τό ἐξέχασα τώρα γρήγορα ἔπιασε σπίτι ἐδῶ χάμου, σ' αὐτόν τό δρόμο... τόν εἶχα μουστερή ἀπό πρῶτα... πρωτήτερα καθότανε πάρα πέρα, στο Γεράνι. - Τοῦ κυρ-Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! αὐτοσχεδίασε ὁ μαστρο-Παῦλος· νά, ἐδῶ εἶναι τό σπίτι του. Να φωνάξης τήν κυρά-Παύλαινα, μέσα στήν κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αὐτή εἶναι ἡ νοικοκυρά του... πῶς νά πῶς εἶναι ἡ γενειά του... τήν ἔχει λύσε-δέσε, σ' ὅλα τά πάντα... οἰκονόμισσα στο νοικοκυριό του... εἶναι κουνιάδα του... μαθές θέλω νά πῶ, ἀνιψιά του... φώναξε την καί δῶσε της τά ψώνια. Καί βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατά τήν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πώς φώναξε - Κυρ-Παύλαινα, κόπιασ ̓ ἐδῶ νά πάρῃς τά ψώνια, πού σου στέλλει ὁ κύριος... ὁ ἀφέντης σου. Καλά ἦλθαν τά πράγματα ἕως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τάς χεῖρας καί ἠσθάνετο εἰς τήν ρῖνα του τήν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καί δέν τόν ἔμελλε τόσο διά τόν κοῦρκον, ἀλλά θά ἐφιλιώνετο μέ τήν γυναῖκα του. Τήν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἕν ὁλονύκτιον καφενεῖον καί τό πρωί ἐπῆγεν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Ὅλην τήν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τό καπηλεῖον, ὅπου ἔμεινε τά περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτόν, μέ τά παράθυρα κλεισμένα, καί ἐπέρασε μέ ὀλίγους μεζέδες και μέ ἀρκετά κεράσματα. Το βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσε, ἐπῆγε μέ τόλμην ἀπό τάς πολλάς σπονδάς καί ἀπό τήν ενθύμησιν τοῦ κούρκου και ἔκρουσε τήν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Η θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν. - Καλησπέρα, κυρά-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ ̓ ἔξω, χρόνους πολλούς. Πως πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγώ πάλε; Οὐκ ἦν φωνή, οὐδέ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλή ἦτο ἥσυχος. Τά ἰσόγεια, αἱ τρώγλαι, τά κοτέτσια τῆς κυρά-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τον μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καί πάλιν ἡσύχασεν. Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτός ἀπό τό ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁπού ἐκατοικοῦσαν εἰς τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ἰνδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερῶν. Αἱ δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εἰς τό σκεπασμένο μανδράκι τους, αἱ ὄρνιθες ἔκλωζον ύποκώφως εἰς τά κοτέτσια τους, τα περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τούς περιστερῶνας περίτρομα ἀπό τό κυνήγι, οπού ἤρχιζον ἐναντίον των τήν νύκτα οι γάτοι. Ὅλοι αὐτοί οἱ μικροί θόρυβοι ἦσαν τό ροχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης. Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τό σπίτι. - Ε, μαστρο-Παύλε, εἶπε πλησιάσασα ή κυρά-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα...Τί γάλος και γαλίζεις καί γυαλίζεις και καλό νά μούχης, ασίκη μου; Εἴδαμε κι ἐπάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μή προσβαλθῆ τό σπίτι... Ἐκεῖνος πού ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦλθε μεσάνυκτα κι ἐφώναζε, ἔκανε τό κακό, καί μᾶς φοβέριζεν ὅλους, κι ἡ φαμίλια σου, ἐπειδής τόν εἶχε κόψει το γάλο, μαθές, και τόν εἶχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μές στην κάμαρα, καί δέν ἤξευρε τί νά κάμῃ... Εἶπε καί ὁ κουνιάδος σου... καλό κελεπούρι ἤτανε κι αυτό, μαθές... καί ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τήν ἡμέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μήν ξαναέλθῃ ἐκεῖνος πούχε τό γάλο καί μᾶς φέρῃ καί τήν αστυνομία... ἦτον φόβος νά μήν προσβαλθῇ κι ἐμένα τό σπίτι μου. "Αλλη φορά, τέτοια αστεία νά μήν τά κάνῃς, μάστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπῃ ἀπό τό σπίτι μου, ἐμένα, τ ̓ ἄκουσες; Ο μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλά - Τώρα... εἶναι μέσα ἡ φαμίλια σου; - Εἶναι μέσα ὄλοι τους, κι ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καί τό φῶς κατεβασμένο, διά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Κοίταξε, μή σέ νοιώσῃ ἀπό πουθενά, κεῖνος ὁ σκιάς ὁ κουνιάδος σου, πάλε... - Εἶναι μέσα; - Η μέσα εἶναι, ἤ ὅπου εἶναι ἔφθασε... νά, κάπου ἀκούω τή φωνή του. Ἠκούσθη, τῷ ὄντι, μία φωνή ἐκεῖ πλησίον, ἥτις δέν ὑπέσχετο καλά διά τόν νυκτερινόν ἐπισκέπτην. - Ε μάστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ἦταν ὁ γάλος... Ποῖος ἦταν ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νά ἦτο ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ γείτων. Δυνατόν νά ἦτο καί ὁ φοβερός γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου. - Καί νά μήν πάρω κι εγώ ἕνα μεζέ, παρεπονέθη ὡς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας. - Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβε ἡ Στρατίνα. Τά πράματα εἶναι πολύ σκούρα. Αφησε τα αὐτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε – ἔγινε, νά πᾶς νά δουλέψης, νά μοῦ φέρης ἐμένα τά νοίκια μου. Τ’ ἀκοῦς; - Τ ̓ ἀκούω. - Φέρε μου ἐσύ τόν παρά, κι ἐγώ, μέ ὅλη τή φτώχεια, τήν θυσιάζω μιά γαλοπούλα και τρῶμε. Ἠκούσθη ἀπό μέσα βραχνός μορμυρισμός, εἶτα φωνή μικροῦ παιδιοῦ εἶπε· - Τήν υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Νά πάλε κι εσύ πέντε, κι ἄλλα πέντε, δέκα! Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερός ὁ γυναικάδελφος, καί εἶχε δασκαλέψει τό παιδί νά τά φωνάζῃ αὐτά. - Μή στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, εἶπεν ἡ Στρατίνα· τό καλό πού σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!... Ἠκούσθη κρότος, ὡς νά ἐσηκώθη τις ἀπό μέσα, καί νά ἐπλησίαζε με βαρύ βῆμα πρός τήν θύραν. - Δρόμο, επανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μέ τήν λέξιν... δρόμο και δουλειά! Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Χριστούγεννα μιας άλλης νοσταλγικής εποχής! *Γράφει ο Παναγιώτης Μυργιώτης, Μαθηματικός «Χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνει», διαβάζουμε σε παλαιά αναγνωστικά της δεκαετίας του ‘60. Παλιές μνήμες,... Nextdeal newsroom, 20/12/2024 - 11:30 20/12/2024
Τιμή σε ξεχωριστούς ανθρώπους Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελαροπούλου, σε ειδική τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο, απένειμε τα παράσημα: του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος... Ηλίας Προβόπουλος, 20/12/2024 - 09:04 20/12/2024