Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 13/7/2022 - 11:54 facebook twitter linkedin Ιστορίες ξεχασμένες στην Πλατεία Στράτου στο Αγρίνιο, όπου μίλησε ο Χαρ. Τρικούπης και πήγαινα να πληρωθώ μεροκάματα τα καλοκαίρια... Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 13/7/2022 facebook twitter linkedin Κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1960, γύρω στα 15 μου, ζούσα στο Αγρίνιο. Μαθητής Γυμνασίου-Λυκείου, τα καλοκαίρια και κάποιες φορές και τον άλλο καιρό, εργαζόμουν στην οικοδομή, κοντά στον κτίστη-μάστορα Ηπειρώτη πατέρα μου… εργατάκι, κουβαλούσα τούβλα, σανίδες για τα καλούπια, έφτιαχνα λάσπη με αμμοχάλικο, ασβέστη, τσιμέντο και αρκετές φορές με τενεκέ στην πλάτη, ανέβαινα την ξύλινη σκαλωσιά για να γεμίσω την σχετική λεκάνη, που με εξαιρετική μαεστρία τοποθετούσε ο πατέρας μου στο κτίσιμο, για «δέσιμο» του τοίχου... Άλλες μέρες ξεκαλούπωνα τις τάβλες, έβγαζα τις πρόκες και τις καθάριζα με σκεπάρνι από τα ξερά τσιμέντα… Τότε μαζεύαμε τις πρόκες τις στραβές, τις ισιώναμε και τις ξαναχρησιμοποιούσαμε... Στοίχιζαν τότε, τώρα τις πετάνε... Στο κολατσιό, καθόμασταν γύρω-γύρω όλοι στον ίσκιο, να πάρουμε μια ανάσα. Σαν μικρότερος, πήγαινα στα μπακάλικα, έπαιρνα τυρί φέτα, ντομάτες και τον Αύγουστο σταφύλια κέρινα, που έπλενα στο βαρέλι με το λάστιχο... Εκεί, στην οικοδομή, βραβεύτηκα με τον έπαινο «ανωτάτου πεζοδρομίου» και λαϊκής σοφίας φτωχών, πονεμένων και απόκληρων της ζωής... Τα σαββατόβραδα φορούσα καθαρά ρούχα, μαύρο παντελόνι και άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο, που γύριζα λίγο τα μανίκια και έβγαινα να συναντήσω στην Πλατεία Στράτου, στο καφενείο του Στεροδήμα ή του Αρκουμάνη και τους άλλους της οικοδομής, κτίστες, καλουπατζήδες, σιδεράδες, μπετατζήδες, που μιλούσαν όλοι δυνατά, με χειρονομίες και περίμεναν τον εργολάβο ή μηχανικό που θα μας πλήρωναν μεροκάματα... Καθόμουν δίπλα στον πατέρα μου, που έβγαινε πάντα ξυρισμένος, καθαρός, λουσμένος με πράσινο σαπούνι και καθαρά σιδερωμένα ρούχα. Η κυρά-Βασιλική, η μάνα μου, τα είχε από το πρωί σιδερωμένα και με ένα συγκεκριμένο στυλ, πάνω στην ξύλινη καρέκλα, από μέσα το παντελόνι, απ’ έξω ριχτό το πουκάμισο και κάτω, γυαλισμένα με μαύρο «Κάμελ» τα παπούτσια. Θυμάμαι που καθώς τα φορούσε σιγοτραγουδούσε το «Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο», σκυμμένος σ’ ένα μικρό τετράγωνο καθρεφτάκι, που είχε κρεμάσει μ’ ένα σύρμα δίπλα στον νεροχύτη, έξω από την πράσινη πόρτα που είχε γύρω γύρω γλάστρες βασιλικά κι έναν ασβεστωμένο τενεκέ με μια κόκκινη γαρυφαλλιά. Δεν είχαμε τότε ούτε βρύση μέσα στο σπίτι με τρεχούμενο νερό, ούτε ψυγείο, ούτε ηλεκτρικό, ούτε τηλέφωνο. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο, για επτά άτομα και άλλα 14 κολλητά μεσοτοιχία, εργατόσπιτα για φτωχολογιά και ξένους χωριάτες μέχρι να βρουν «τι θα απογίνουν»... Τριαντατρία άτομα σε μια αυλή είχαμε μία κοινή βρύση , τρείς τουαλέτες τούρκικες κοινές για όλους, ένα κοινό πλυσταριό με σκάφες ξύλινες και νερό για πλύσιμο από τη δημοτική βρύση στο δρόμο Αγίας Τριάδας που πίεζες από πάνω μία αντλία. Το πρώτο μας ψυγείο ήταν με πάγο. Και στη γειτονιά παίζαμε στις αλάνες πάνω από εκατό παιδιά. Από εκεί ξεκινούσαμε για δουλειά, για σχολεία, για την Πλατεία Στράτου, που έγινε «Ειρήνης», για να πληρωθούμε και για εκκλησίες (πήγαινα στην Αγία Τριάδα και τους Αγίους Αναργύρους) . Πήγαινα κατηχητικό στην Αγία Τριάδα , εκεί γνώρισα και τον Πάνο Σόμπολο , πήγαινα στη Χριστιανική Ένωση Αγρινίου , όπου μας εξομολογούσε ο πατήρ Βενέδικτος, κατάσκήνωση στον Άγιο Βλάσιο, έπαιζα μπάλα στις αλάνες και Κυριακές στον Παναιτωλικό. Τότε όλα τα παιδιά πήγαιναν σε κατηχητικά από τα οποία δεν χάσαμε.Το Σαββατόβραδο, ο πατέρας μου πήγαινε και ξεχρέωνε τα βερεσέδια της εβδομάδας στον φούρνο του Τσώλη, που παίρναμε ψωμί και τα έγραφαν στο δεφτέρι, στο κρεοπωλείο του Μιχάλη Παντούλα, του τερματοφύλακα του Παναιτωλικού που με εβαζε τις Κυριακές στο γήπεδο , στο μπακάλικο που ψωνίζαμε ρύζι και μακαρόνια Νο 5, στον ράφτη, στα υποδήματα «Μπίκα», τα «κρεπ» παπούτσια, στον ράφτη Μπεκούλη που ράβαμε κανένα παντελόνι, στο γιατρό τον Μίκροβα, που έκανε ενέσεις και επίσκεψη… Αργά, όταν γυρνούσε ο πατέρας, έφερνε σε μια λαδόκολλα ψητό κρεατάκι από το ψητοπωλείο του Οικονομίδη ή του Λαζούρα και κοκορετσάκι. Και κρέας για την Κυριακή, που το έφτιαχνε με πατάτες η μάνα και το πήγαινα πολλές φορές στο φούρνο του Τσώλη, να σιγοψηθεί και να ροδοκοκκινίσει. Στο ταψί έγραφε με κιμωλία στο πλάι «Σπίρο», πάντα λάθος αντί «Σπύρου». Μοσχομύριζε καθώς επέστρεφα σπίτι και απ’ τα παράθυρα ακούγονταν τραγούδια από τον ραδιοφωνικό σταθμό Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, με Πόλυ Πάνου, Καζαντζίδη, Π. Αναγνωστάκη, Γιώτα Λύδια και αφιερώσεις για ξενιτεμένους στη Γερμανία, στην Αμερική, στα καράβια…Σουξέ είχαν τότε «Τα λιμάνια» της Πολύ Πανου , «Μέσα στο τραίνο Γερμανίας - Αθηνών» του Καζαντζίδη, «Τα αδέρφια δε χωρίζουν» της Πόλυ Πάνου , «Μάτια που δε βλέπονται» με τη Γιώτα Λύδια , το δημοτικό «πουλάκι ξένο». Στο φτωχό σπιτάκι μας είχαμε καθαρές ματιές, γνήσια χαμόγελα, πειράγματα και μια ευλογία Θεού, που έβαφε με ελπίδες τα ρουχαλάκια μας, τα έπιπλα και ό,τι βιος είχαμε, που μας έκανε να μη θέλουμε κάτι άλλο, να μη μας λείπει τίποτα, να μην έχουμε στρες, να μη μας κολλάει «γκρίνια», κακία, ζήλια και επιθυμία γι’ αυτά που είχαν άλλοι: παιχνίδια, σπίτια, έπιπλα, ρούχα... Στην Πλατεία Στράτου, που παλαιά λεγόταν Πλατεία Αγοράς, στο Αγρίνιο, και τώρα Ειρήνης, γίνονταν μεγάλες συμβολαιογραφικές πράξεις, πλειστηριασμοί ακινήτων και από εκεί προς την Εκκλησία της Παναγίας, υπήρχαν πολλά αρχοντικά, μεγάλα εμπορικά καταστήματα και δημόσια κτίρια. Στην Πλατεία μίλησαν πολλά πολιτικά πρόσωπα: ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Νίκος Στράτος, ο Ν. Πλαστήρας, ο Σπ. Μαρκεζίνης, ο Κ. Καραμανλής, ο Γ. Παπανδρέου, ο Ι. Πασαλίδης. Ο Βενιζέλος μίλησε στην Πλατεία Συντριβανιού, στο αρχοντικό του Παναγόπουλου και ο Βασιλεύς Γεώργιος Β’ στην οδό Παπαστράτου, στο αρχοντικό Χασουράκη. Ο Ιωάννης Μεταξάς μίλησε στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλλάς» των Αφών Στρανομύτη (Πλατεία Μπέλλου). Η μάνα Μεταξά (Λενιώ Κ. Τριγώνη) ήταν από το Αγρίνιο. Σε μία από τις συζητήσεις μας με τον Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του(γνωστή και στον βιογράφο του Γιώργο Λογοθέτη), μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήθελε να ξεκινήσει κόμμα με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Αγρίνιο που είχε πολλούς καπνεργάτες, αριστερούς και Λαμπράκηδες, μετά τα Ιουλιανά του ’65 , που τελικά με ευθύνη Ανδρέα Παπανδρέου δεν πραγματοποιήθηκε. Από τα λίγα που έμειναν στη θύμησή μου αυτής της πάνω Πλατείας, εμπορικού κέντρου της πόλεως Αγρινίου του 1960-1970, είναι το καφεκοπτείο του Αγγελόπουλου, απ’ όπου έπαιρνε καφέ η μάνα μου, γωνία Παπαστράτου και Πλατεία. Στην άλλη γωνία ήταν το παντοπωλείο Σκορδόπουλου, ένα κουρείο μετά το καφενείο Κουζέλη, με ταμπέλα «ΣΤΕΡΟΔΗΜΑΣ»(Πηγή φωτογραφίας : https://agriniomemories.blogspot.com/) . Σύχναζαν πολλοί εργάτες και οικοδόμοι εκεί. Πιο πέρα, το καφεκοπτείο Παρθένη και το καφενείο Αρκουμάνη. Πάρα δίπλα, το ταχυδρομείο, όπου εργαζόταν ο πρωτοξάδερφός μου από Ανεμοράχη Άρτας, Κώστας Τριάντος, πατέρας του γιατρού Χρήστου στην Πάτρα. Στη συνέχεια, ένα στενό και το ΙΚΑ κι ένας φούρνος του Βακαλόπουλου, κι ένα καφενείο Γρηγορόπουλου. Απέναντι ήταν μια ποτοποιΐα, στρώματα κι ένα κουρείο του Παπασάικα. Απέναντι από τα ΕΛΤΑ ήταν το κατάστημα ΚΡΕΤΣΗ με κεριά, βαπτιστικά και είδη γάμου. Υπήρχαν τα είδη νεωτερισμού Ευστρατίου και ένα μαγαζί με ρολόγια. Στη γωνία της Πλατείας Στράτου με τη Στοά Παπαγιάννη, ήταν το κρεοπωλείο του Κοτρότσου, ένα οπωροπωλείο, το κατάστημα Κανατσούλη με νεωτερισμούς και ένα παπλωματάδικο. Προς την οδό Παπαστράτου, στη σειρά το μαγαζί του Ασημακόπουλου με ρούχα και ένα παντοπωλείο του Χριστοδούλου, με επιπλέον είδη κυνηγίου, φυσίγγια και υλικά για τα τρίγωνα του Πάσχα. Συνέχιζε το κατάστημα ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ με παπούτσια και έτοιμα ρούχα, πριν το κατάστημα του Αγγελόπουλου με τον φρεσκοκομμένο καφέ. Εκεί σύχναζαν και δύο Ηπειρώτες λαχειοπώλες. Στην οδό Σκαλτσοδήμου, που άρχιζε απ’ την Πλατεία Στράτου ήταν κτισμένη από το 1933 η Δημοτική Αγορά Αγρινίου. Είχε 25 υπόγεια καταστήματα, στο ισόγειο 17 κρεοπωλεία, 13 ψαράδικα, 9 παντοπωλεία, 9 οπωροπωλεία, 9 ωοπωλεία, 9 εδωδιμοπωλεία, 2 ψυγεία, καφενείο και 5 αποχωρητήρια. Στη Δημοτική Αγορά, το έφερε η μοίρα, όταν εργαζόμουν ένα χρόνο στο οπωροπωλείο Κ. Τσιρώνη επί της οδού Ι. Στάικου, να μετάσχω πολλές φορές σε ξεφόρτωμα καρπουζιών, ανεβασμένος σε καρότσα φορτηγού, όπου άλλοι εργάτες «πετούσαν» από ψηλά καρπούζια για να αποθηκευθούν σε μεγάλα κοφίνια (κόφες) μεταφοράς… Απέναντι, στην είσοδο, σε ένα στενό υπήρχε ένα ραφείο Πανουργιά όπου έραψα το πρώτο μου παλτό με ύφασμα από ρούχα Αμερικανικής Βοήθειας σε άπορα παιδιά –παλτό μεγάλου που μεταποίησε η μάνα μου. Προς την οδό Κύπρου, από την Πλατεία Ειρήνης, είχαν περίφημα υποδηματοποιεία οι Αφοί Γερμενή, ο Γεώργιος Παπακώστας υαλικά, υποδήματα Τεμεκονίδη, οι Αδελφοί Κορδώση, το εμπορικό «Μπον Μαρσέ» του Κεφαλιακού, που δούλεψε και ο αδελφός μου Πάνος και στη γωνία κρεοπωλείο Νούλας. Το κρεοπωλείο Νούλας όπου δούλευε ένα χασαπάκι γόης που φλέρταρε μια πωλήτρια στου Μπίκα όπου δούλεψα δυο καλοκαίρια (μία φορά η κοπέλα μου έδωσε ένα φιλί, που εγώ το πήρα αλλιώς). Η Πλατεία Στράτου είχε πιο λαϊκό κόσμο απ’ ό,τι η Πλατεία Μπέλλου. Λίγο πριν την Πλατεία Στράτου (Ειρήνης), στην οδό Παπαστράτου, μεταξύ Πλατείας Μπέλλου και Στράτου, ήταν δύο βιβλιοπωλεία, όπου τον Σεπτέμβριο, όταν άρχιζαν τα σχολεία και τα γυμνάσια, γινόταν «ο χαμός», με πολύ κόσμο μέσα στα μαγαζιά, αλλά και έξω στο δρόμο, που έκλεινε από συνωστισμό μαθητών και γονέων, όπου τα πλουσιόπαιδα αγόραζαν (δεν ήταν τότε δωρεάν) καινούργια βιβλία και τα φτωχόπαιδα έκαναν «παζάρια» στις τιμές ων μεταχειρισμένων, που τα αγόραζαν «μισοτιμής» και κάτω από άλλα παιδιά ανωτέρω τάξεων, που πουλούσαν τα παλαιά δικά τους και αγόραζαν της νέας χρονιάς από άλλους. Επί Γεωργίου Παπανδρέου υπουργού Παιδείας, καθιερώθηκαν η Δωρεάν Παιδεία και τα βιβλία (με το νομοσχέδιο του 1964 )… Εκείνη την εποχή έσπαγα τον κεραμικό κουμπαρά όπου έβαζα τα μεροκάματα από τη δουλειά που έκανα στο κουρείο Γάκια Καλύβα ως παιδί, για θελήματα που «ξεσκονούσα» πελάτες μετά το κούρεμα ή και ξύρισμα και με αυτές τις οικονομίες εξασφάλιζα τα βιβλία. Ήμουν καλός μαθητής και με ευγνωμοσύνη θυμάμαι τους δασκάλους μου και καθηγητάς, τον Βαζούκη στο τέταρτο δημοτικό , τη Λανάρα , τον Κωσταρά , τον Κωστακιώτη , τον Κασάρα, τον Τσάμη, τον Σαβουλίδη, τον Γεωργοβασίλη, τον Τσιρώνη, τον Νικολακόπουλο, την Βαληνδρά και άλλους. Μετείχα και έγραψα σε μία εφημερίδα τοίχου στο γυμνάσιο. Αλληλογραφούσα και με το «Προς τη Νίκη» και «Ζωή του Παιδιού». Εκείνη την εποχή «θήτευσα» επιτυχώς στις πρώτες τάξεις και στο Πανεπιστήμιο Ανωτάτου Πεζοδρομίου, που τόσα εφόδια μου έδωσε ως σήμερα και στη δουλειά του ασφαλιστή και στου δημοσιογράφου. Σαν μεγάλο βαθμό εμπειρίας, θυμάμαι και ένα χαστούκι του μπαμπά που μου έδωσε στο καφενείο Αρκουμάνη, της Πλατείας Στράτου. Δουλεύαμε το πρωί Σαββάτου κάπου στα χωράφια Γαλανή προς την οδό Καρπενησίου, ρίχνοντας τσιμεντένια πλάκα – ταρατσάκι σε ένα λαθραίο σπιτάκι κάποιου μεροκαματιάρη. Κάποιος «κάρφωσε» το αυθαίρετο και οι χωροφύλακες μας «κυνήγησαν». Ήταν αργά απόγευμα Σαββάτου. «Φύγετε, έρχονται χωροφυλάκοι», φώναξε ο πατέρας και πήδηξε από την σκαλωσιά τρέχοντας προς τα χωράφια. «Κρυφτείτε και ελάτε στου Αρκουμάνη!» Πήδηξα κι εγώ και οι πατούσες μου πονούσαν για 2-3 μήνες… Δεν πήγα με τα λερωμένα απ’ τα τσιμέντα ρούχα, αλλά άργησα για να βάλω σιδερωμένα... Εμφανίστηκα «στην τρίχα», με μαλλί βρεμμένο, έβαζα για να στέκεται Μπριγιόλ ή λεμόνι, και αργοπορημένος έκατσα ανάμεσα στους εργάτες, περιμένοντας στη σειρά να πληρωθώ. Εγώ ντρεπόμουν με τα οικοδομικά ρούχα, με ασβέστες και τσιμέντα, μη τάχα και με δουν συμμαθητές. Ο πατέρας το είχε διαπιστώσει και πολλές φορές έρχεται δίπλα, μου αστράφτει ένα κατακέφαλο και μου λέει: «Να αφήσεις αυτά τα χαζά. Εσύ δεν θα ντρέπεσαι που εργάζεσαι. Οι άλλοι να ντρέπονται που κάθονται! Δεν κλέβεις, δουλεύεις!...» Έδωσα μια και έφυγα απλήρωτος... Την άλλη μέρα, η μάνα μου έδωσε τα μεροκάματα. «Αυτά τα άφησε ο πατέρας σου», μου είπε. Τίποτε άλλο... Ποτέ δεν ξέχασα ότι η δουλειά είναι τιμή, η κλεψιά είναι ντροπή και το ’μαθα πρώτα εκεί στην Απάνω Πλατεία του Αγρινίου που γινόταν πολλά και ο χαλκουνοπόλεμος και οι παρελάσεις και τα συλλαλητήρια των καπνεργατών και ομιλίες και άλλα. Εκεί λοιπόν, στο καφενείο του Κουζέλη με την επιγραφή ΣΤΕΡΟΔΗΜΑΣ, ή στο καφενείο του Αρκουμάνη, «έγραψα» μέσα μου πολλές οδηγίες χρήσεως για τη ζωή και κυρίως συμπάθησα και αγάπησα τον άγνωστο «συνάνθρωπο» που δημιουργεί και προσφέρει στην κοινωνία, με υπογραφή και ΧΩΡΙΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗ, κάτω από τον τίτλο «ΕΡΓΑΤΕΣ», αυτού που δεν έχει ιστορία, που δεν νοιάζεται ο κόσμος να τους μάθει, που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε ότι «μιλούνε κινώντας τη γροθιά των, σαν να δούλευαν. Συνοδεύει τις αγαθές των κουβέντες η αιωνία χειρονομία που χτίζει, αυτή που ύψωσε καταπρόσωπα του θανάτου τις πυραμίδες, το δωρικό ναό, τις πέτρινες γοτθικές προσευχές. Κανένας δεν θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή». Ευάγγελος Γ. Σπύρου Συγγραφέας-Εκδότης Στη φωτογραφία: Το καφενείο Στεροδήμα σε παλαιότερη εποχή. Πηγή φωτογραφίας: https://agriniomemories.blogspot.com/ Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 08/06/2022 - 14:16 Για να μαζέψετε γρήγορα λεφτά, εφαρμόστε σύστημα "αράχνη" στις πωλήσεις!
Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 07/06/2022 - 10:48 Οι καταναλωτές «κόβουν» ακριβά προϊόντα και συνήθειες πολυτελείας λόγω ακρίβειας. Τι θα κάνουν με τις ασφάλειες και ασφαλιστές;
Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 03/05/2022 - 10:07 Μαριάννα Πολιτοπούλου: Δημιουργούμε τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία στη χώρα!
Υπάγετε, ασφαλίσασθε ως οίδατε (Ευαγγέλιο Ματθ. ηζ’ 650) Ο Ματθαίος είναι ο συγγραφεύς του πρώτου από τα Τέσσερα Ευαγγέλια, απόστολος και ευαγγελιστής. Ο άλλος ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει ότι... Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 21/04/2022 - 12:07
«Αρρώστησα στα ξένα μακριά σου»... «Αρρώστησα στα ξένα μακριά σου»... είναι ένα τραγούδι, σε στίχους και μουσική Μάρκου Βαμβακάρη. Το πρωτάκουσα στην εκπομπή «Το Αλάτι... Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 18/04/2022 - 12:51
Η Μαριάννα Πολιτοπούλου δημιουργεί περιουσίες όπου θητεύει. Προσθέτει, δεν αφαιρεί! Ανοδικά κινείται το νέο σχήμα ΝΝ - METLIFE, με αύξηση παραγωγής στο πρώτο τρίμηνο για την NN Hellas και NN... Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 05/04/2022 - 12:05
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η νέα Τράπεζα Candia Bank ενώνει Παγκρήτια - Συνεταιριστική Χανίων - HSBC Ελλάδος και δυναμώνει την ασφαλιστική αγορά! Για τη νέα Τράπεζα "Candia Bank" μίλησε σήμερα 31.3.2022 στα «Χανιώτικα Νέα», ο Πρόεδρος της Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων κ. Μιχάλης... Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 31/03/2022 - 16:04
Έλληνες, θαυμαστοί αλλά και τιποτένιοι! Ο Όμηρος είπε για τους Έλληνες ότι είναι «δέμας και είδος αγητοί»! Στην «Ιλιάδα», όμως, τους είπε και τιποτένιους αντάμα! Αγητός... Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 23/03/2022 - 10:17
Ύστατo Χαίρε, στον Δημήτρη Κοντομηνά Απεβίωσε σήμερα ο Δημήτρης Κοντομηνάς και θα ξανακουστεί ότι: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. Ου παραμένει... Ευάγγελος Γ. Σπύρου, 10/03/2022 - 10:11