Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 11/5/2023 - 12:19 facebook twitter linkedin Η Πέτρα του Γριβόδημου Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 11/5/2023 facebook twitter linkedin ΝΕΟΛΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. - ΠΟΥ ΠΑΣ, μωρέ Γριβόδημε; Άδικα πας, χαντακωμένε! - Θα πάω! Έλεγε με πείσμα ο Γριβόδημος. Τόταξα να πάω. Μια φορά, θα γένη. - Κλαρί πας να βγάλης, καϊμένε, απ’ το μαύρο κούτσουρο; - Όλα γένονται! Και ξεκίνησε για το Άγιον Όρος, πιστεύοντας πώς θά φέρη πίσω τό γυιό του τόν καλόγερο. Γιατί τάχα; Κι άλλοι πέταξαν τά ράσα τους. Μπορεί κι αυτός, ό άμυαλος, αν ένοιωσε τί αξίζουν τά εικοσιέξι χρόνια του, να γυρεύη αφορμή νά τά πετάξη. Άς του δώση κάποιος αυτή την αφρομή. Είχε δύο παιδιά ο Γριβόδημος, προκομένα καί τά δυό. Κορίτσια δέν έκαμε, τή γυναίκα του τήν έχασε. Μολαταύτα κ’ οι τρείς τους εδούλευαν, τά χωράφια του καί τ’ αμπέλι του κάρπιζαν, και τό τζάκι του έβγαζε καπνό. Ξαφνικά, ο μεγαλύτερος, ο πιό προκομένος, χέρι γερό, τεχνίτης μέ τρείς τέχνες, καρεκλάς, σιδεράς, μαραγκός, καί κατά τήν ανάγκη ζευγάς κι αγωγιάτης, πέταξε τά εργαλεία του καί πήγε καί καλογέρεψε. Ο κόσμος εβούϊξε, ο Γριβόδημος θάνατο δέν είδε καί πεθαμένον είχε. - Τά γράμματα μού τόν έφαγαν! συλλογιόταν ο γέρος, καθώς ταξίδευε γιά τό Όρος. Άν δέν ήξερε γράμματα, δέ θά διάβαζε τή Σύνοψη καί τά Μηναία! Άν δέν τά διάβαζε, θα γλύτωνα τό κακό! Κ’ έπειτα γύριζε στην άλλη σκέψη! - Νάχε κανένα καϊμό; Ο κόσμος, πού τά λέει όλα, τό είπε κι αυτό. Μά τί ξέρει ο κόσμος; Τό μόνο πού ξέρουμε σωστά είναι πώς στό σπίτι του Γριβόδημου είχε ξεχαστή από χρόνια ένα παλιό Μηναίο τής εκκλησίας, καί συχνά ο γυιός του, πού είχε μανία μέ τά γράμματα, τό ξεφύλλιζε. Μά ήταν καί κάτι άλλο. Είχε ο πατέρας του έναν ξάδερφο ιερωμένο. Αυτός φαινόταν κάπου - κάπου στό χωριό μέ καινούριο ράσο, μεγαλόπρεπη περπατησιά, επισκοπικόν αέρα, κ’ έλεγεν απόξω τά λόγια της Γραφής. Μιλούσε γιά τήν τιμωρία καί τήν ανταμοιβή τών ψυχών μέ ακρίβεια, σά νά είχε πολλές φορές περπατήσει μέσα στήν Παράδεισο καί νά γνώριζε τό κάθε της μονοπάτι. Άν, μαζί μέ τόν ήχο πού άφηναν τά λόγια του ιερωμένου καί τά κυματιστά του καί λαμπερά φαρδομάνικα, λογαριάσωμε τά κόκκινα κεφαλαία του βιβλίου, πού είχε λησμονηθή στό σπίτι του Γριβόδημου, καί τ’ ανακατέψωμε αυτά στή φαντασία τού νέου, μαζί μέ τίς φτηνές βιογραφίες αγίων πού αγόραζε στό δρόμο – είν’ αρκετό γιά νά ρημάξη ένα σπίτι. Όταν ο πατέρας έφτασε στίς Καρυές κι άκουσε τή θανατερή σιωπή τής ασκητικής αυτής πολιτείας, καί μέσα στούς δρόμους μέ τά νεκρά μαγαζιά πού πουλούν κομπολόγια δέν είδε ούτε σκύλο νά γυρίζη, ούτε μιά κότα νά τσιμπάη τή γή, κατάλαβε τή συφορά του. Ακόμα καλύτερα τήν ένοιωσε όταν, απ’ του Καρακάλου καί πέρα, βυθίστηκε στίς καστανιές, πού σκεπάζουν μέ τίς πράσινες ομπρέλες τους τόν ουρανό, καί ταξίδευε πρός τή Λαύρα. Γι’ αυτές τίς ερημιές ανάσταινε τό γυιό του! Γι’ αυτή τήν ορθή καί κοφτερή λεπίδα, τήν κορφή του Άθωνα, τόν κούναγε η μάννα του! Νά, τά γραμμένα! Κ’ ενώ καμάρες κλειστές από θάμνους, δέντρα, βάτους, πνιγμένες πυκνές κι ανάκατες φυλλωσιές, τόν έπαιρναν στά βάθη τους, καί σκίζονταν πότε – πότε, φανερώνοντας γιά μιά στιγμή απ’ τίς τρύπες τους γκρεμούς φυτεμένους, συννεφιασμένες ράχες, αφροκοπούσες θάλασσες, καί πάλι έκλειναν καί τόν κατάπιναν, ο γέρος ένοιωθε πώς ήταν μικρός γιά νά τά βάλη μέ τέτοια φοβέρα. Τότε γύριζε στό γυιό του τό μικρότερο, στό Γιωργάκη, πού τόν είχε φέρει μαζί του γιά βοήθεια, μαζί του γιά δόλωμα, καί τούλεγε: - Όρε Γιωργάκη! Θηλειά θά του γένης, άκουσες; Εμένα τον παλιόγερο μπορεί νά μέ παραπετάξη. Μά εσύ, ο αδερφός του μπορείς νά τόν πάρης. Στό λαιμό νά του κρεμαστής, ορέ! Πές του γιά τόν κόσμο, πές του γιά τή ντροπή. Μίλα του γι’ αμπέλια, γιά θημωνιές, γιά ευτυχία, μωρέ! Ρίχ’ του ό,τι μπορείς, ευκές, φοβέρες, παρακάλια, κατάρες! Παρά λίγο νά γίνη αυτό πού έλεγε. Όταν έφτασαν τό βράδυ στή Λαύρα κι ο νέος καλόγερος είδε μπροστά του τό γέρο καί τό μικρό του αδερφό χωρίς νά τούς περιμένη, λύθηκαν γιά μιά στιγμή τά γόνατά του καί λίγο έλειψε νά χυθή στό λαιμό τους καί νά κλάψη. Μά βλέποντας ο ίδιος πώς κινδύνευε νά προδώση τό ράσο, αρπάχτηκε μονομιάς απ’ τό πείσμα του, έστησε τήν ύπαρξή του ορθή, κι αποφάσισε νά μή γλιστρήση. Δέν τούς έδιωξε. Μά δέν τούς έκαμε καί περίφημη υποδοχή. Λίγα λόγια. Κι όλο γιά ξένες έγνοιες. Τό βράδυ, πού ο πατέρας άνοιξε τό ταγάρι του καί πετάχτηκεν ένα κύμα μυρωδιές από ρόϊδα, μήλα, μαντζουράνες, μικρά φιλέματα καί μεγάλα δολώματα, ο καλόγερος, νοιώθοντας πώς ανασαίνουν κοντά του γνώριμα περιβόλια κι ανοίγουν παλιά σεντούκια, άπλωσεν ένα χέρι ατσαλένιο κ’ έκλεισε τό ταγάρι, λέγοντας: - Σε κελλί δέ μπαίνουν αυτά, πατέρα! Θά τά πάρης πίσω, όπως τάφερες! Βλέποντας ο γέρος τόν εχθρό ταμπουρωμένο, έχασε τή σειρά της ομιλίας, κι αντίς ν’ αρχίση από κεί πού λογάριαζε, έφτασεν αμέσως στό σκοπό. NEWSLETTER Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα. - Ό,τι έκαμες, έκαμες, του είπε. Είναι πολλά τά δάκρυα πού χύσαμε γιά σένα. Σήκω τώρα νά πάμε πίσω… Ν’ ανοίξης σπίτι. - Σπίτι; απάντησεν ο καλόγερος. - Είσαι εικοσιέξι χρονών. Νά ξαναπιάσης τά εργαλεία, νά ζήσης σάν άνθρωπος καί νά παντρευτής. - Νά κάμω κι άλλους ψεύτες, είπεν ο καλόγερος, κι άλλους απατεώνες; Κι άλλους ασυνείδητους, κι άλλους φονιάδες, δυστυχισμένους;… Κι αυτοί πάλι νά γεννήσουν άλλους γιά τόν ίδιο σκοπό; Γιά νά κλέβουν κ’ εκείνοι, ν’ απατούν, νά σκοτώνουν; Κι όπως βγάζομε άπ’ τή γή τίς φακές, τά ρεβίθια καί τά λάχανα, έτσι νά φυτεύωμε ανθρώπους; Καί νά περιμένωμε τήν εσοδεία, πού λέγεται υποκρισία, δολιότητα, μίσος, απάτη;… Κι άλλα σπαρτά ακόμα… Ματαιοδοξία, ανοησία, κοιλιοδουλία… Κι άλλα ακόμα… Αρρώστεια, τραυλίσματα, ποδάγρα, δεκανίκια… Καί γιά όλ’ αυτά θές νά προσπαθούμε καί να λαχανιάζωμε; Καί νά βρίσκωμε τέχνες, γιά νά δυστυχούμε;… Νά ρίχνωμε γι’ αυτό γεφύρια στά ποτάμια καί πλοία στή θάλασσα; Καί λαός νά τρώγη τό λαό καί γυιός τόν πατέρα κι αδερφός τόν αδερφό;… Καί σακάτης νά γεννοβολά τό σακάτη, κακομούτρης τόν κακομούτρη, δόλιος τό δόλιο, χοίρος τό χοίρο; Γι’ αυτά να γυρίσω πίσω; Ο γέρος έχασε τό παιγνίδι. Μά η ελπίδα του ήταν στήν έφοδο του μικρότερου αδερφού. Τήν άλλη μέρα τό πρωί, ο Γιωργάκης βρήκε τόν καλόγερο νά ξεκουράζεται στήν αυλή, μέ τήν πλάτη στόν κορμό του κυπαρισσιού – καί, καθώς πλησίαζε νά τού μιλήση, παράξενο! του φάνταξεν ο καλόγερος στά μάτια σά νά μήν ήταν του κόσμου τούτου. Σά μαβιά, σά γαλάζια, σάν τριανταφυλλένια φώτα έπεφταν απάνω στό ράσο του, στά μακρυά του χέρια, στά λιγοστά του γένεια, μαζί μέ τόν ήλιο πού στάλαζεν απ’ τά κλαριά του κυπαρισσιού, καί φαινόταν λαμπροφωτισμένος από άστρο πού μόνο γι’ αυτόν εδιάβαινε στόν ουρανό! Ήταν προμεσήμερο του καλοκαιριού. Η πλάση έχει τέτοιες φαντασίες. Έχει τίς τρέλλες της καί τούς στοχασμούς της. Ποιός θά τή μάθη ποτέ; Ποιός θά τή διαβάση; Παίζοντας μέ τόν ήλιο καί μέ τό κλαρί, σ’ αυτή τήν ήσυχην ώρα, χρωματίζοντας τούς ίσκιους της, σκόρπιζε στίς πλάκες απάνω, στά κούτσουρα, στίς πέτρες καί στά ράσα, υπερκόσμιους ανθούς, υποψίες παραδείσων, όνειρα δικαίων, πού κάποτε περνούν εδώ κάτου γιά νά σβήσουν έπειτ’ από μιά στιγμή, αφήνοντας θαμπωμένα τά μάτια πού τά είδαν καί τίς ψυχές διψασμένες γιά τό άγνωστο καί τό ανείπωτο. Μέ τέτοιες φαντασίες η δημιουργία ξεσηκώνει τίς ψυχές των ανθρώπων, έτσι πού νά μήν πιστεύουν σ’ αυτή τήν ίδια. Μέ φώτα εβύθιζε στήν ομορφιά τόν καλόγερο πού τή σκότωνε! Ο Γιωργάκης ήταν θαμπωμένος. Του φάνηκε πώς δέν είναι ξυπνός… Μόνο σάν πλησίασε τόν αδερφό του, ήρθε στόν εαυτό του. Τα χρώματα είχαν φύγει. Ο καλόγερος ακουμπούσε πάντα στό κυπαρίσσι. Ο Γιωργάκης άνοιξε τή γλώσσα του καί του τά είπε, του τάρριξε όλα, μονομιάς, σά θηλειά. Τόν ξόρκιζε νά μετανοιώση, νά γυρίση. - Άμυαλε άνθρωπε, του απάντησεν ο καλόγερος, πού τό κεφάλι σου είναι κουρούπι γιά νά πίνουν νερό οι κότες – κι όσο τά λόγια του ήταν μαλώματα, τόσο έβραζεν από μέσα τό κύμα της αγάπης πού είχε γιά τόν αδερφό του, κ’ ένοιωθε πόσο δύσκολο θά ήταν τώρα πού τόν ξαναείδε νά τόν χωριστή -, ξεκουτιασμένε καί πετεινοκέφαλε, κούφιο καρύδι κι αδειανή τσότρα, γιατί μιλάς στόν αέρα; Τούτες οι πλάκες είδαν πολλούς σάν εμένα. Σ’ εκείνα τά στασίδια πόνεσαν πολλά κόκκαλα. Κι αυτό εδώ τό κυπαρίσσι είναι χίλιω χρονών. Σώπα! Μόνο κοίταξε αυτούς εκεί μέ τά τρύπια σακκούλια, τά κουρέλια καί τά παλιοπάπουτσα, πού μπαίνουν στήν αυλή… - καί τούδειξε τούς ερημίτες, πού έφταναν απ’ τήν έρημο του Άθω, γιά νά πάρουν απ’ τό μοναστήρι λίγο ψωμί. Κοίταξέ τους. Πόσο είναι πιό δίκαιοι από μας! Κρυμμένος σέ μιά τρύπα της γής, καθένας τους δέχεται τή βροχή καί τό χιόνι κι ακούει τούς κεραυνούς. Στήν ιδιοκτησία του δέν έχει τίποτ’ άλλο απ’ τό ταγάρι του κι απ’ τό κοπίδι πού μ’ αυτό εργάζεται τά ξυλένια χουλιάρια καί τά φυλαχτά του. Γιά συμφέροντα δέ μάχεται, δίκες δέν του έκαμαν, ούτε έκαμε, μίση δέν τόν εδάγκασαν, σωπαίνει σ’ όλη του τή ζωή, λάδι δέν εγεύτηκε ποτέ, τά βραστά κουκκιά μέ τό ψωμί του είναι νοστιμώτερα από τά φαγητά πού ευφραίνονταν ο πλούσιος, όταν τόν παρακαλούσεν ο Λάζαρος γιά ένα ψίχουλο καί δέν το έδινε… Τί έχεις νά πής γι’ αυτούς πού αρνήθηκαν τά πάντα; Γιατί εμείς εδώ, στά μεγάλα μοναστήρια, είμαστε ακόμα μία κοινωνία καί βλέπομε τά κλαριά καί τή θάλασσα όλοι μαζί κ’ έχομε κατοικία καί τροφή καί μίση καί πάθη. Μά, έγνοια σου, μιά μέρα θά τραβήξω κ’ εγώ πρός τήν έρημο, γιά νά γίνω δίκαιος. Μόνο ετοιμάσου νά γυρίσετε. Καί φρόντισε στόν δρόμο ν’ απελπίσης τόν πατέρα, γιά νά μήν πιστεύη άδικα πώς θάχω τήν τρέλλα νά γυρίσω. Καί νά ζήσετε από δω καί πέρα κ’ οι δυό σας ήσυχα, χωρίς εμένα. Θά σας προβοδίσω ίσαμε τά μισά του δρόμου. Τούς προβόδισεν ώς τά μισά του δρόμου. Ο γέρος πήγαινε μέ τό μουλάρι του μπορστά, γιατί πάντα έλπιζε πώς ο Γιωργάκης, άν του πή κι άλλα στό δρόμο, τήν τελευταία στιγμή, θά τόν λυγίση. Τά δυό αδέρφια έρχονταν πίσω. Μιλούσαν. Δέν τούς άκουγε κανένας. Ο αγωγιάτης ήταν ο μουγγός του μοναστηριού. Καί καθώς ο γέρος, γυρνώντας τό κεφάλι πίσω, έβλεπε τό λυγερό κι ατσαλένιο κορμί του καλόγερου, πού κυμάτιζε στά τινάγματα του μουλαριού, χτυπούσε η καρδιά του γιά τήν τελευταία στιγμή πού πλησίαζε. Θαρθή; Θά τόν χάση γιά πάντα; Καί, ξανακοιτάζοντας, είδε πώς ο Γιωργάκης είχε σωπάσει κι άκουγε τόν αδερφό του, πού, χωρίς διακοπή, κινώντας τό χέρι σ’ ανατολή και δύση, του μιλούσε, κυλώντας, καθώς φαίνεται, ένα ποτάμι από ιστορίες, ψαλμούς καί οράματα… Κι όταν έφτασαν κοντά στό άγριο μικρό λιμάνι, όπου ήταν ένας ταρσανάς καί μαδέρια σωριασμένα, κ’ ένα χρωματιστό καΐκι δεμένο στή μέση τό χόρευεν η ταραγμένη θάλασσα, εκεί τά δυό αδέρφια σταμάτησαν. Καί, γυρίζοντας άξαφνα τά ζώα τους πίσω, τά χτύπησαν δυνατά καί τράβηξαν πάλι καί τα δυό μέ ορμή κι απόφαση πρός τό μοναστήρι. Γιά έλεος μόνο πρόφτασεν ο μεγαλύτερος νά φωνάξη στό γέρο: - Έχε γειά, πατέρα! Τό Γιωργάκη από σήμερα τόνε λένε Γαβριήλ! Και χάθηκαν κ’ οι δυό αδερφοί καλόγεροι, ο περσινός κι ο σημερινός, κυνηγημένοι από τά κύματα τής ταραγμένης θάλασσας, πού, πηδώντας καί κυλώντας, άλογα θαρρείς μαστιγωμένα, δαιμόνια θυμωμένα, πνεύματα τρελλά πού παίζουν ανάμεσα Όρος, Θάσο καί Λήμνο, φύσηξαν τούς αφρούς τους καί πέσανε κοπάδι, μέ χορούς, φωνές, βοή καί χάχανα, κυνηγώντας τά νιάτα πού έφευγαν γιά νά θαφτούν στό κελλί. Ο Γριβόδημος δεν πρόφτασεν ούτε νά φωνάξη, ούτε νά στενάξη. Πέτρωσε. Είναι αυτός ο βράχος εκεί πού τόν βλέπετε. Νά τό μουλάρι του, νά τό κεφάλι του κ’ οι πλάτες του, νά η φουστανέλλα του, νά τό ταγάρι του μέ τά ρόϊδα πού φουσκώνει ακόμα. Ογδόντα χρόνια τώρα, ο βράχος του Γριβόδημου κοιτάζει πρός τή Λαύρα. Δείτε το όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ασφαλιστικό ΝΑΙ - Τεύχος 201 Πατήστε εδώ για μεγέθυνση Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 29/12/2023 - 12:15 Πώς βαθμολογούν οι διαμεσολαβητές τη σχέση τους με τις ασφαλιστικές εταιρείες;
Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 27/12/2023 - 12:59 Πρακτικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις από στελέχη και φίλους της ασφαλιστικής αγοράς!
ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥΡΚΟΙ, ΡΩΣΟΙ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ήταν οι πρωταγωνιστές στις γενοκτονίες, μετακινήσεις και μετατοπίσεις πληθυσμών στον 20ό αιώνα στην Ευρώπη, στην ήπειρο... Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 22/12/2023 - 12:29
Το χριστόψωμο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Mεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν ή κακή... Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 22/12/2023 - 10:34
«Ευρωπαϊκή έκδοση» το εορταστικό Ασφαλιστικό ΝΑΙ! Αποκλειστική συνέντευξη του προέδρου της Insurance Europe! Με αποκλειστική συνέντευξη του Andreas Brandstetter, προέδρου της Insurance Europe στον Κωστή Σπύρου κυκλοφορεί το εορταστικό Ασφαλιστικό ΝΑΙ. Ο πρόεδρος... Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 20/12/2023 - 11:27
Κλήμης Δημαρχιάδης: Όλα τούμπα... στην ασφαλιστική αγορά Γράφει ο Κλήμης Δημαρχιάδης Κάπου ανάμεσα στα μερομήνια θέλησα να φιλοσοφήσω ελαφρώς καυστικά.…. όχι για την πρόγνωση του καιρού, αλλά για... Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 30/11/2023 - 11:18
ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΥ: Διαταραγμένη η ψυχική και σωματική υγεία στο 60% των εφήβων της χώρας μας! Ευρήματα διακρατικής σχολικής έρευνας δίνουν λεπτομερή εικόνα για την ψυχική υγεία των εφήβων στη χώρα μας και για το πώς... Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 14/11/2023 - 11:16
Ιωάννης Υφαντόπουλος: Από την τσέπη του πληρώνει τις δαπάνες Υγείας το 35% των ασθενών! (Ναι - Σεπτέμβριος 2023) Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι το δημόσιο σύστημα υγείας αφήνει ακάλυπτη μια σημαντική μερίδα πολιτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την... Ασφαλιστικό ΝΑΙ, 14/11/2023 - 11:09