Δροσιά και ελπίδα μέσα καυτό θέμα των πυρκαγιών που ζήσαμε τις τελευταίες ημέρες σε όλη τη χώρα ήταν η δράση των εθελοντών που ο καθένας με την εμπειρία και την όποια οργάνωση διέθετε, συμμετείχε στην κατάσβεση αλλά και την υποστήριξη των παθόντων, ανθρώπων αλλά και άλλων πλασμάτων του κόσμου που βρέθηκαν μέσα στη δίνη της φωτιάς και κατάφεραν να επιβιώσουν.
Μαθητής Γυμνασίου ακόμη θυμάμαι, το 1974, που λόγω του Κυπριακού επιστρατεύτηκαν και έλειπαν από το χωριό αλλά και τα διπλανά όλοι οι νέοι άντρες, ξέσπασε τη νύχτα μια φωτιά στο ελατόδασος ανάμεσα στα χωριά Μαυρίλο και Μερκάδα, στη θέση Λελούδα στον Ανατολικό Τυμφρηστό. Πως έγινε αυτό κανένας δεν ξέρει, αλλά την είδαν από το Μαυρίλο που είναι κατάφατσα και χτύπησαν αμέσως οι καμπάνες σε όλα τα χωριά. Ξυπνήσαμε αλαφιασμένοι και τρέξαμε μέσα στη νύχτα από τα μονοπάτια να φτάσουμε στο σημείο της φωτιάς. Με τσαπιά και φτυάρια, ότι είχε ο καθένας αποφασισμένοι να παλέψουμε το θηρίο που θα έτρωγε το δάσος από το οποίο ζούσαν αρκετές οικογένειες. Εμείς από τη Μεγάλη Κάψη που ήμασταν μακρύτερα φτάσαμε τελευταίοι και βρήκαμε τους συντοπίτες να έχουν περιορίσει τη φωτιά μέσα σε ένα ρέμα. Άνθρωποι που ζούσαν από το δάσος ακόμη όλοι, ήξεραν πώς να δράσουν και αμέσως μόλις είχαν φτάσει εκεί έριξαν με τα αλυσοπρίονα τα δέντρα προς το μέρος της φωτιάς η οποία μόλις έφτασε σε αυτό τον σωρό, φούντωσε αλλά δεν είχε υλικό να προχωρήσει παραπέρα γιατί πρόλαβαν να καθαρίσουν αρκετά μέτρα από τα κλαριά . Ήμασταν καμιά 50αριά άτομα απ’ όλα τα χωριά που βρεθήκαμε εκεί, μοιραστήκαμε γύρω από την τεράστια θράκα και προσέχαμε μην πεταχτεί καμιά φλόγα έξω από τον κλοιό. Έτσι σώσαμε το δάσος κείνη την αξέχαστη βραδιά του 1974 που χωρίς να έχω περάσει καν στην εφηβεία, ανέλαβα ισότιμα με τους υπολοίπους συγχωριανούς την ευθύνη του δάσους μας.
Εκείνα τα χρόνια που ήταν στην μνήμη ήταν νωπά ακόμα τα πικρά γεγονότα των προηγούμενων δεκαετιών και η μεταπολεμική «έφοδος στον ουρανό» που ανέστησε την Ελλάδα, η λέξη εθελοντής θύμιζε μόνο τον στρατό και η νυχτερινή «επιστράτευσή» μας με τίποτα δεν είχε την σημερινή έννοια. Αντιθέτως, βρεθήκαμε αμέσως κοντά στη φωτιά να υπερασπιστούμε το δάσος για λόγους που πολύ απέχουν από την σημερινή αντίληψη, όπως «ωραίο» για παράδειγμα όπως έχει επικρατήσει να λέγεται ένα μέρος γεμάτο δέντρα και χωρίς να γνωρίζουμε τι είναι αυτό πάρεξ ότι παράγει οξυγόνο. Το να ξέρουμε ότι μέσα και από το δάσος μπορούν να ζήσουν και καλά μάλιστα άνθρωποι, ανήκει ειδικά για τις νεότερες γενιές στο παράδοξο της μετανεωτερικής παραζάλης που ζούμε.
Το δάσος σύμφωνα με την παράδοση και τις αντιλήψεις που επικρατούσαν ακόμη και φορείς τους ήταν οι γέροντες των χωριών ήταν πάντα κάτι που έσφιγγε τα χωριά και περιόριζε τα χωράφια. Το δάσος ήταν ένα θηρίο που δεν δαμάζονταν εύκολα αλλά παράλληλα ήταν και μια πηγή για ξυλεία, ξύλα, τροφή των ήμερων ζώων και φωλιά των άγριων. Εκεί φώλιαζαν όλα τα θηρία του τόπου -πραγματικά ή της φαντασίας–και φόβιζαν ανθρώπους και ζωντανά. Πάραυτα όμως έπρεπε να προστατευτεί από τη φωτιά αλλά και άλλους κινδύνους και οι παλιοί το γνώριζαν. Σε πολλά μέρη, ύστερα από πολλές προσπάθειες το είχαν ημερώσει κάπως χωρίς να μετατρέψουν εντελώς τον χαρακτήρα του, σε άλλα το άφηναν να ζει στο ρυθμό του χωρίς να επεμβαίνουν αλλά όταν συνέβαινε καμιά φορά το κακό, πραγματικά το έκλαιγαν καθώς αυτό ήταν κομμάτι της ζωής τους. Το 1974, η έγκαιρη παρέμβαση των συντοπιτών έσωσε το ελατόδασος του Τυμφρηστού και έτσι το καμαρώνουμε σήμερα και ευχόμαστε να μην συμβεί τίποτα κακό γιατί οι άνθρωποι που ζουν κοντά του είναι απελπιστικά λίγοι και μέχρι να παρέμβουν οι όποιες Αρχές, η φωτιά θα έχει διαβεί από την Φθιώτιδα στην Ευρυτανία…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η φωτογραφία από την πυρκαγιά της Ρόδου, από το διαδίκτυο