Ηλίας Προβόπουλος, 27/10/2022 - 09:45 facebook twitter linkedin Αραρίσκοντας Ηλίας Προβόπουλος: Τα γουμαρόξυλα της Καρδίτσας Ηλίας Προβόπουλος, 27/10/2022 facebook twitter linkedin Ο ξαφνικός θάνατος της Γρηγορίας Γρηγοράκου προχθές στον Αμάραντο Καρδίτσας πέρα από τη θλίψη που σκόρπισε στο χωριό, έφερε και μια ανάμνηση καθώς αυτή ήταν από τις τελευταίες που ασχολήθηκε με τα λεγόμενα γουμαρόξυλα. Ένα κείμενο αρχείου μας θυμίζει μια άλλη εποχή και τους τρόπους που ανέπτυσσαν οι άνθρωποι για να ζήσουν… Όχι πως δεν είχαν τη σειρά τους με τους κήπους, τα χωράφια τους και τα κοπαδάκια τους οι άνθρωποι στα κοντινά με την Καρδίτσα ημιορεινά χωριά, αλλά ήταν στιγμές που οι ανάγκες της ζωής τους υπαγόρευαν να βρουν ένα τρόπο να εξοικονομήσουν πέντε – έξι τάληρα για να προμηθευτούν κάποια απαραίτητα πράγματα από το εμπόριο και να πορευτούνε… Τα χρόνια που ακολούθησαν την τραγική δεκαετία του ’40 το μόνο πράγμα που υπήρχε εν αφθονία γύρω τους και ήταν απαραίτητο για την πόλη της Καρδίτσας η οποία για λόγους που είχαν σχέση με τον Εμφύλιο πόλεμο και τις συνέπειές του σχεδόν διπλασιάστηκε σε πληθυσμό, ήταν τα ξύλα. Ξύλα για τη θέρμανση, την κουζίνα, τους φούρνους, τα καμίνια, τα χωράφια και φυσικά τις οικοδομές και ατύπως ανέλαβαν να προμηθεύουν την πόλη και να εξοικονομούν τα χρήματα που τόσο πολύ είχαν ανάγκη. Έτσι, όλοι σχεδόν οι άντρες των χωριών ακόμα και μερικές γυναίκες πήγαιναν στο δάσος, έκοβαν ένα φόρτωμα ξύλα ανάλογα με το φορτιάρικο ζωντανό που είχαν –άλλος μουλάρι κι άλλος γαϊδούρι- και το πήγαιναν στην Καρδίτσα να το πουλήσουν. Ανεξάρτητα δε από το είδος του ζώου που τα μετέφερε, τα ξύλα αυτά καλούνταν γουμαρόξυλα και έτσι έμειναν στην ιστορία του Αμαράντου, της Απιδιάς και της Ραχούλας οι άντρες της οποίας έκαναν το ίδιο καθώς και ορισμένων άλλων από πιο ορεινά μέρη και την περιοχή του Μέγδοβα. Τα ξύλα τα έκοβαν με τσεκούρια την ημέρα και πάντα με το φόβο του δασοφύλακα ο οποίος ήξερε το καθήκον του αλλά σίγουρα είχε πάρει εντολές να κάνει στραβά μάτια γιατί ο κόσμος είχε όντως ανάγκη. Κάποιες παρατηρήσεις που κατά καιρούς γίνονταν, ακόμα και μηνύσεις γίνονταν φυσικά για την τιμή του δασοφύλακα αλλά δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις που είχαν να κάνουν με τα πολιτικά φρονήματα των ξυλοκόπων – εμπόρων. Το ίδιο βράδυ μετά τα μεσάνυχτα τα φόρτωναν στα ζώα και με αναμμένα δαυλιά για να βλέπουν κατηφόριζαν το δρόμο που περνούσε υποχρεωτικά από το γεφύρι του Γλαβά και φρόντιζαν να ξημερώσουν κοντά στην Καρδίτσα και να είναι στην πλατεία Κουμονδούρου νωρίς – νωρίς να ξεπουλήσουν και να γυρίσουν πίσω με φορτωμένα πολλές φορές τα ζωντανά παραγγελίες των συγχωριανών. Η ημέρα δε που ήταν η πιο κατάλληλη για πώληση ξύλων στην Καρδίτσα ήταν η Τετάρτη που γίνονταν και το παζάρι και πλημμύριζε η πόλη κόσμο. Η πώληση των γουμαρόξυλων δεν ήταν και εύκολο πράγμα καθώς ο υποψήφιος αγοραστής άρχιζε πάντα τα παζάρια σαν να επρόκειτο για θησαυρό και συχνά κατέβαζε την τιμή του φορτίου. Το πλεονέκτημά του ήταν ότι ο χωριάτης δεν θα γύριζε τα ξύλα πίσω στο χωριό αλλ’ αυτός σαν έβλεπε πως του έμεινε το φόρτωμα τις περισσότερες φορές τα ακούμπαγε στην αυλή τίποτα γνωστών του και την επομένη φορά που κατέβαινε στην πόλη τα έβγαζε πάλι στην αγορά. Σε γενικές γραμμές πάντως τα ξύλα έφευγαν και αυτοί γύριζαν με ψώνια στο χωριό και με χρήματα γεγονός που τους οδηγούσε στο δάσος την επομένη και στη συνέχεια πάλι στην Καρδίτσα. Τα ξύλα ήταν πάντα χλωρά (βελανιδιές) και η τιμή του φορτίου ήταν περίπου πενήντα δραχμές ενώ για τα ξερά, καστανίσια και κέδρινα που πωλούσαν στους φούρνους και τα καμίνια σαφώς και ήταν περισσότερα. Μια άλλη κατηγορία ξύλων ήταν τα ελατίσια για τις οικοδομές αλλά ήταν μια δουλειά που έκαναν οι πιο επιτήδειοι και φυσικά οι πλέον τολμηροί γιατί αυτού του είδους η υλοτόμηση ήταν παράνομη και οι δασικοί παραφύλαγαν στους δρόμους και συχνά έπιαναν τους μεταφορείς. Κι εδώ πάλι οι «επιπλήξεις» και οι «τιμωρίες» ήταν επιλεκτικές και κάποιες φορές είχαν βαριές συνέπειες για τον παράνομο υλοτόμο και διακινητή. Το συνηθισμένο πρόστιμο άμα έφτανε κάποιος στα δικαστήρια ήταν 100 δραχμές που ισοδυναμούσε με τρία φορτώματα ξύλα και τη ζημιά καλύπτονταν τις επόμενες ημέρες. NEWSLETTER Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα. Για να θυμηθούμε εκείνη την εποχή, μια ημέρα του Δεκέμβρη, ακολουθήσαμε τη Γρηγορία Γρηγοράκου που μένει με τον άντρα της Οδυσσέα στον οικισμό Κουμάσια του Αμαράντου όπου και διατηρούν ένα μεγάλο κοπάδι πρόβατα στη μεταφορά λίγων ξύλων από το δάσος. Ο προορισμός τους δεν ήταν βέβαια η Καρδίτσα, αλλά το παλιό σπίτι τους όπου δεν έχει φτάσει ακόμα το ηλεκτρικό ρεύμα και όλες οι ανάγκες καλύπτονται από την αληθινή φωτιά. Το ηλικιωμένο μουλάρι τους, η λευκή Κούλα, μαθημένη από τη δουλειά, αλαφιάστηκε από την παρουσία μας αλλά γρήγορα μας συνήθισε και μάλλον της άρεσε που βρέθηκε στο στόχαστρο του φακού. Σαν να ένιωθε πως εκείνη τη στιγμή εκπροσωπούσε όλες τις γενιές των υποζυγίων που κουβάλησαν αμέτρητα δρομολόγια με γουμαρόξυλα στην Καρδίτσα και έζησαν τις οικογένειες των αφεντικών τους, προίκισαν κορίτσια και σπούδασαν παιδιά. Ένας στόλος από αλογομούλαρα Για την εποποιία των γουμαρόξυλων του Αμαράντου, πολύτιμη στάθηκε η συζήτηση με τον 85χρονο μπάρμπα Λάμπρο Τσαντήλα, εξαίρετου αμπελουργού και δενδροκόμου, μονίμου μέχρι σήμερα κατοίκου του χωριού. Αυτός μας είπε πως τα γουμαρόξυλα ήταν μια δουλειά που έκαναν οι άνθρωποι από το 1950 και μετά και κράτησε μέχρι τα μισά της δεκαετίας του ’60 όταν άρχισαν οι μεταφορές με τα αυτοκίνητα και οργανώθηκαν βεβαίως τα δασαρχεία. Παλιότερα πήγαιναν μόνο λαθραία οικοδομική ξυλεία στην Καρδίτσα και στο παζάρι των Σοφάδων που πελεκούσαν με το τσεκούρι και τα άλλαζαν ένα φόρτωμα ξυλεία με ένα φόρτωμα σιτάρι. Ανάλογα με το πάχος των ξύλων τα έλεγαν βελέσια, πεντάρια, πάτερα, μαδέρια και καθένα είχε το ρόλο του στην κατασκευή και τη στήριξη της στέγης. Στο παζάρι των Σοφάδων πήγαιναν κάθε Σάββατο, τα έστηναν σε ένα σημείο και περνούσαν οι ενδιαφερόμενοι και τα διάλεγαν ενώ πολλές φορές παρήγγειλαν ότι ήθελαν. Αυτό το εμπόριο σταμάτησε περί το 1946 που ολόκληρη η περιοχή ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τις συγκρούσεις του Εμφυλίου πολέμου. Στο ταραγμένο κλίμα εμφανίστηκαν πολλοί που παραμόνευαν στο δρόμο, κυρίως στη Δαφνοσπηλιά, ζητούσαν από τους χωριάτες με τα ξύλα χρήματα για να τους αφήσουν να περάσουν και πολλές φορές τους αν δεν είχαν τίποτα να τους δώσουν τους έδερναν. Όταν μετά τη λήξη του Εμφυλίου εξέλιπε αυτός ο κίνδυνος ήρθε η σειρά των δασικών υπαλλήλων κι έτσι σταμάτησε το εμπόριο της λαθραίας οικοδομικής ξυλείας και άρχισαν τα γουμαρόξυλα. Ο ίδιος, μια φορά πήγε γουμαρόξυλα στην Καρδίτσα, δεν κατάφερε να τα πουλήσει και τα παράτησε. Άλλοι χωριανοί του όμως διέπρεψαν σε αυτό το εμπόριο και πολλοί πήγαιναν σε κάθε δρομολόγιο δυο και τρία φορτώματα ανάλογα με τα ζωντανά που είχε ο καθένας. Μουλάρια έπαιρναν κυρίως από το ονομαστό παζάρι των Τρικάλων που γίνονταν στις 13 Σεπτεμβρίου ή από πλανόδιους ζωέμπορους, τους ονομαζόμενους τσαμπάσηδες. Με τα ίδια ζωντανά οι χωριάτες όργωναν δικά τους και ξένα χωράφια, αλώνιζαν, έκαναν μεταφορές και βεβαίως ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος είχε το καλύτερο ζωντανό. Από τους πιο μερακλήδες στα μουλάρια ήταν ο Τάσος Τσαντήλας ο οποίος διατηρεί μέχρι σήμερα ένα ζευγάρι στο στάβλο του και ο Ηλίας Καφαντάρης που φημίζονταν για την περιποίηση που τους έκανε. Εκείνη την εποχή στον Αμάραντο μετρούσαμε 200 αλογομούλαρα λέει με νοσταλγία ο μπάρμπα Λάμπρος και τα είχαμε όπως έχουμε σήμερα τα αυτοκίνητα. Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Ηλίας Προβόπουλος, 29/05/2024 - 10:29 Ηλίας Προβόπουλος: Κωνσταντῖνος ΙΑ´ Παλαιολόγος - Ἡ τελευταία ὁμιλία πρὸς τὸν λαόν (ὀλίγον πρὸ τῆς Ἁλώσεως)
Ηλίας Προβόπουλος: Το δικό μου αρνί του Πάσχα Βασικό στοιχείο του Πάσχα για τις αγροτοποιμενικές κοινότητες των γονιών και των παππούδων μας που έσβησαν και λίγοι πια θυμούνται... Ηλίας Προβόπουλος, 02/05/2024 - 08:57
Ηλίας Προβόπουλος: Από το Σικάγο στη Θεσσαλονίκη *Κεντρική Φωτογραφία: Η διασημότερη αναπαράσταση των φονικών οδομαχιών της 4ης Μαΐου 1886, του μακελειού που κορύφωσε και κατέπνιξε τον «εργατικό... Ηλίας Προβόπουλος, 30/04/2024 - 08:53
Ηλίας Προβόπουλος: Ένα κερί για τους λησμονημένους Και να θέλαμε να ξεχάσουμε ότι έρχεται το Πάσχα, η καταιγίδα των διαφημίσεων και των προτάσεων να περάσουμε …καλά, δεν... Ηλίας Προβόπουλος, 29/04/2024 - 09:32
Ηλίας Προβόπουλος: Η «Βεντέτα» του Πάνου Σόμπολου Ακούραστος και δημιουργικός, ο Πάνος Σόμπολος, ο πρύτανης του σύγχρονου αστυνομικού ρεπορτάζ δεν έβγαλε αυτή τη φορά την «είδηση» με... Ηλίας Προβόπουλος, 24/04/2024 - 09:06
Ηλίας Προβόπουλος: Το δεύτερο Ζάλογγο στον Σέλτσο Άρτας Συμπληρώνονται εφέτος, 220 χρόνια από τo ζοφερό και ανείπωτο εκείνο διήμερο της 22/23ης-Απριλίου του 1804 όταν συντελέστηκε το Ολοκαύτωμα των... Ηλίας Προβόπουλος, 22/04/2024 - 09:26
Ηλίας Προβόπουλος: Η μαύρη επέτειος και η χαμένη μνήμη Παρατηρώ με ενδιαφέρον τις αναρτήσεις πολλών φίλων, συνομηλίκων βεβαίως και κάπως ωριμότερων οι οποίοι αναφέρονται, με αφορμή την επέτειο αύριο,... Ηλίας Προβόπουλος, 19/04/2024 - 08:51