Γρηγόρης Κωσταράς, 27/10/2023 - 11:59 facebook twitter linkedin Στοχαστής και Ποιητής ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του Άξιον Εστί Με άξονα την Ελλάδα! Γρηγόρης Κωσταράς, 27/10/2023 facebook twitter linkedin Κεντρική Φωτογραφία: Ο Οδυσσέας Ελύτης (στο κέντρο) με συμπολεμιστές του, 1941 I. Εν αρχή ην η Λέξις «…Όντας στον ελάχιστο βαθμό “πατριώτης”, αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ελλάδα… ένιωσα να είμαι Έλληνας, όπως ένας άλλος φτάνει να αισθάνεται ότι είναι τοξικομανής… οργανικά, ψυχολογικά, αισθησιακά, ακατανίκητα…» Οδ. Ελύτης, «Ανοιχτά Χαρτιά» 1. Η ανύπνωτη έγνοια Λένε πως απαιτούνται αιώνες για να συντεθεί ένα έργο σε μια ποιητική γλώσσα καινούργια και με μια σκέψη πρωτότυπη, που επινοεί δρόμους νέους, πρωτοβάδιστους και ανεξερεύνητους, ζωντανό υποθηκοφυλακείο και εγγυητές της επιβίωσης του έθνους και της πνευματικής του κληρονομιάς. Τέτοιο το έργο του Οδυσσέα Ελύτη! Σύνολο το έργο του Ελύτη, μεγάλο και βαθύ, αλλά δύσκολο στην προσέγγισή του, βλασταίνει από μιαν ολόχλωρη και ευγενική ρίζα: από τον πόνο για την Ελλάδα και από την προσωπική του ευθύνη για το παρόν και το μέλλον της! Τα κείμενά του δεν θα χάσουν τίποτα από τη λάμψη τους, το μεγαλείο και τη γοητεία τους, επειδή κλείνουν μέσα τους διασκεπτική και γλωσσική ζωή αιώνων, πλούσια και σφριγηλή, αποσκοπούσα στην αέναη μετάδοση του μηνύματος της Ελλάδος και του Ελληνισμού. Ακούς να έρχεται μέσα από τη λυρική του Τέχνη μια φωνή αυθεντική και αποκαλυπτική συνάμα του φωτεινού και μαζί τραγικού μεσογειακού πνεύματος της χώρας μας και της διαιώνιας παραδόσεώς της. Η ηχώ της, «φρουρός και κλειδοκράτορας» των ποιητικών του προσανατολισμών και των ελληνικών του αξιών, ζωντανεύει το πρόσωπο της Ελλάδος από τα πανάρχαια βάθη έως σήμερα, μέσα στο απαλό φως της Ζωής και της Ομορφιάς, που αναβλύζει ως βροχή κάλλους και αρμονίας θεϊκής από τα κείμενά του. Μόνο με την ομορφιά μπορούμε να χαρούμε την αρετή των στίχων του, να ψαύσουμε τα ιμάτια των λογισμών του, να ιχνεύσουμε τα άυλα πατήματα των ελληνικών του αληθειών, να περιηγηθούμε στους μεθυστικούς κήπους της Ποιητικής του και να τρυγήσουμε κάτι από τον αισθητικό, φιλοσοφικό και μεθοδολογικό θησαυρό του έργου του, ανεκτίμητο σπασμό και ανθό και καρπό του ελληνολατρικού -αρχαίου, βυζαντινού και νεοελληνικού- του πνεύματος! «Ο νεοελληνικός λαός», βεβαιώνει ο Ελύτης, «συνεχίζει κατ’ ευθείαν την παράδοση του αρχαίου. Βρίσκεται μέσα στο πνεύμα του ίδιου πολιτισμού…»! Ο Ποιητής νιώθει τη χώρα του ως ακατάτμητο πολιτιστικό και ως πανανθρώπινο πνευματικό μέγεθος και βαριά την ευθύνη του για μια δημιουργική της ανύψωση, για ένα νέο ελληνικό Ορθρό! «Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη, βλέπω ακόμη τη Σαπφώ σαν μια μακρινή εξαδέλφη που παίζαμε μαζί στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ’ τις ίδιες στέρνες. Λιγάκι μεγαλύτερη στα χρόνια, μελαχρινή, με λουλούδια στα μαλλιά και ένα κρυφό λεύκωμα γεμάτο στίχους, που δεν μ’ άφησε ν’ αγγίξω ποτέ. Βέβαια, είναι που ζήσαμε στο ίδιο νησί. Που είχαμε την ίδια αίσθηση του φυσικού κόσμου, τη χαρακτηριστική, που εξακολουθεί αναλλοίωτη από τα χρόνια εκείνα ίσαμε σήμερα να παρακολουθεί τα τέκνα της Αιολίδας. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι που δουλέψαμε -στα μέτρα του ο καθένας- με τις ίδιες έννοιες, για να μην πω περίπου με ίδιες λέξεις: με τον ουρανό και τη θάλασσα, τον ήλιο και τη σελήνη, τα φυτά και τα κορίτσια, τον έρωτα… Ας μου συγχωρεθεί, λοιπόν, να μιλήσω για τη Σαπφώ σαν για μια σύγχρονή μου. Στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανένας…» Ο Ελύτης αναγνωρίζει, επίσης, και τονίζει τις ισχυρές συγγένειες που η φύση δημιουργεί και που χαλκεύει το αίμα, όμως οι συνεκτικοί δεσμοί που οικοδομούν η γλώσσα και ο λόγος είναι αρράγιστοι και «μοιάζει να γεφυρώνουν επάνω από τον ποταμό του χρόνου τον σύγχρονο με τον αρχαίο κόσμο». Η γλώσσα είναι το εργαλείο και το δοχείο της πνευματικής δυνάμεως του ανθρώπου. Είναι το θαυμαστό όργανο ορισμού και επεξεργασίας της σκέψεως. Οι σκέψεις δεν εμφανίζονται γυμνές στον κόσμο, «ντύνονται». Οι λέξεις είναι τα ενδύματα, τα φορέματά τους, οι φορείς των σκέψεων. Τα χρώματα των ενδυμάτων, τα σχήματα και το είδος τους, οι τρόποι χρησιμοποιήσεώς τους αναλογούν προς την ποικιλία της πνευματικής εκφράσεως και την πολυμορφία της. Το ηφαίστειο της καρδιάς με τη φωτισμένη βοήθεια του νου εκρήγνυται χάρις στα πλούσια κοιτάσματα του ελληνικού λεξιλογίου. Ο Ελύτης χαίρεται -και υπερηφανεύεται- που «του έδωσαν την γλώσσαν την Ελληνική». Είναι «πλήρης ευγνωμοσύνης που μπορεί να στεγάζεται» «στις αμμουδιές του Ομήρου» και πιστεύει ότι η ταυτότητα ενός λαού φανερώνεται περισσότερο και διαυγέστερα μέσα στην Οδύσσεια της γλώσσας που ομιλεί. Θεωρεί, ακόμη, ότι η γλώσσα θρέφει την ιστορική του λαού συνείδηση, ότι πυρώνει τον πνευματικό του δυναμισμό, ότι διασώζει τις προγονικές του παραδόσεις, ότι απελευθερώνει τις μυστικές δημιουργικές του δυνάμεις και ότι αποτελεί τον ιερόν Οίκον του πνεύματος. «Και ιδού που σήμερα βρίσκομαι στη Στοκχόλμη, με μόνο κεφάλαιο στα χέρια μου μερικές λέξεις ελληνικές. Είναι ταπεινές αλλά ζωντανές, αφού βρίσκονται στα χείλη ενός ολόκληρου λαού. Είναι ηλικίας τριών χιλιάδων χρόνων, αλλά δροσερές σαν να μόλις τις ανάσυρες από τη θάλασσα, μέσα απ’ τα βότσαλα και τα φύκια μιας ακτής του Αιγαίου, μέσα στο βαθύ γαλάζιο και στην απόλυτη διαφάνεια του αιθέρος. Είναι η λέξη ουρανός, είναι η λέξη θάλασσα, είναι η λέξη ήλιος και είναι η λέξη ελευθερία. Τις καταθέτω με σεβασμό στα πόδια σας. Για να σας ευχαριστήσω. Για να ευχαριστήσω τον γενναιόκαρδο λαό της Σουηδίας και τους κορυφαίους του διανοητές, που, με το ν’ αρνούνται τα ποσοτικά κριτήρια, δείχνουν ότι κατέχουν το μυστικό ν’ ανανεώνουν κάθε χρόνο το “θαύμα”. Σας ευχαριστώ». Στιγμιότυπο από την απονομή του βραβείου Νόμπελ, 1979 Με τρόπο απλό αλλά καθαρά κλασικό, απευθύνεται ο Νομπελίστας Ποιητής στο εκλεκτό σουηδικό του ακροατήριο, για να υπογραμμίσει πως το ελληνικό γλωσσικό κύτταρο είναι, από τον καιρό του Ομήρου ίσαμε σήμερα, το αυτό, ακατάλυτο - και μαζί του η Ελλάδα! Την οποία υμνεί με τη λεκτική μαγεία του φιλοσοφικού του λόγου και του μουσικού του ρυθμού, με τον αρίφνητο εκφραστικό του πλούτο και τη στιχουργική του μαεστρία, με το πιο λεπτό υφάδι της ποιητικής του ψυχής. Με άξονα την Ελλάδα και οραματικό του πλαίσιο το γλαυκό Αιγαίο: το αέναο γέλασμα των κυμάτων του, τα εκθαμβωτικά του χρώματα, το απόλυτο φως του, τον ηγεμόνα του Ήλιο, τους χορευτές ανέμους του και τις θωπευτικές κοσμογυρίστριες αύρες του, ο Ποιητής ιστορεί τη μυθολογία της και σαλπίζει την ιστορία της και την πανάρχαια παρουσία της. Η έντονη και ολόφωτη αναφορά του Ελύτη στη γλώσσα, ως κιβωτό της σωτηρίας του Ελληνισμού, συνιστά μια εγερτήρια των συνειδήσεων κραυγή και μία προβολή μέσα στην αχλύ της αιωνιότητας. Το απόλυτα εξατομικευμένο ανθρώπινο Είναι, σύμπασα η πολυμορφία της Φύσεως και η πολυχρωμία της Ζωής έχουν ως κατοικητήριο τη γλώσσα! «…Εκεί σπάροι και πέρκες / ανεμόδαρτα ρήματα, / σφουγγάρια, μέδουσες… / όστρακα ρόδινα… / … Εκεί ρόδια, κυδώνια / θεοί μελαχρινοί, θεοί κι εξάδελφοι / … το λάδι… στα πελώρια κιούπια / … λυγαριά και σχίνο / σπαρτό και πιπερόριζα / … ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι / … Εκεί δάφνες και βάγια / θυμιατό και λιβάνισμα / τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια / κνίσες, τσουγκρίσματα / και Χριστός Ανέστη». Ο Ποιητής αγωνιά για τη γλώσσα. Η μέριμνα γι’ αυτήν, η έγνοια γι’ αυτήν πρέπει να είναι ανύπνωτη, διότι αποτελεί το «άλας» της υπάρξεως του έθνους, που θα ήταν θανάσιμο να «μωρανθεί». Εξομολογείται, λοιπόν ο ποιητής: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου… Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη… Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα σοι… Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου». Ακοίμητη έγνοια για την ελληνική γλώσσα, τη «γλώσσα των θεών», σύμφωνα με τον μεγάλο κλασικό φιλόλογο Norden, συνέχει τον Ποιητή. Έγνοια μήπως η γλώσσα αυτή μολυνθεί από ξενικά ή εγχώρια σαπρόφυτα και αλλοιωθεί έτσι η ψυχή, η συνείδηση του έθνους. NEWSLETTER Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα. 2. Ένδοξοι πρόγονοι και οφειλέτες απόγονοι Η γλώσσα είναι πράγματι ο ναός του πνεύματος και ο οίκος του πολιτισμού. Δίχως τη γλωσσική ανάπτυξη θα ήταν σχεδόν αδύνατη κάθε ανθρώπινη εξέλιξη. Γιατί η γλώσσα δεν είναι μόνον όργανον επικοινωνίας, ένα απλό μέσον συνεννοήσεως στην υπηρεσία των καθημερινών αναγκών, αλλά το σπουδαιότερο εκφραστικό μέσον της ανθρώπινης ψυχής. Κατά τον ορισμό του W. v. Humboldt, η γλώσσα είναι και υπερατομικό έργο και προσωπική δημιουργία. Αυτό σημαίνει ότι είναι και όργανο για εξωτερίκευση των σκέψεων και τρόπος για την κατανόηση της ψυχικής ζωής της ολότητας και του κάθε ανθρώπου χωριστά. Όσοι αστόχαστοι νομίζουν ότι η γλώσσα είναι μια απλή τεχνική, ένας μηχανισμός εκφράσεως ή ένα ένδυμα της σκέψεως η γλώσσα, όμως είναι η ίδια η σκέψη. Η γλώσσα είναι κυρίως μία πνευματική λειτουργία, μία δύναμη μορφοποιούσα τον κόσμο, σημασιολογούσα τα όντα, συντάσσουσα και διακρίνουσα τα αντικείμενα, αποκαλύπτουσα το Είναι. Είναι πνεύμα η ίδια και συγχρόνως φορέας του πνεύματος, αξία η ίδια και μαζί φορέας των αξιών του πολιτισμού. Οι ποικίλοι τρόποι εκφράσεως πηγάζουν από τους αντίστοιχους τρόπους του σκέπτεσθαι. Τούτο φανερώνει πως οι βαθύτερες ρίζες της γλώσσας ευρίσκονται στο συνειδέναι του ανθρώπου, είναι κομμάτι του συνειδέναι, προέκταση της συνειδήσεώς του. Ακριβής και σαφής σκέψη, ακριβής και σαφής διατύπωση και ομιλία. Η ομιλία, ο λόγος είναι αρχικά ενδιάθετος, εσωτερικός. Ο εσωτερικός λόγος, που είναι η πλέον αρχέγονη μορφή λόγου, εξωτερικεύεται -έτσι γίνεται προφορικός και διατυπώνεται, παρίσταται, εξεικονίζεται-, έτσι καθίσταται γραπτός λόγος. Ο λόγος πάλι σημαίνει και ομιλία και νόημα, αλλά και σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους. Αυτήν τη σχέση συλλαμβάνει ο λόγος, ο νους και την αποδίδει γραπτά ή προφορικά με τη γλώσσα. Ο λόγος θεωρείται αχώριστος από τα πράγματα, όπως και τα πράγματα από το λόγο, τη γλώσσα. Κάθε λαός έχει τη δική του γλώσσα, γιατί έχει τον δικό του τρόπο σκέψεως. Οι διαφορές μεταξύ των λαών ως προς τη γλώσσα είναι κατά βάση διαφορές νοοτροπίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα, με τους ανθρώπους, τον καθένα χωριστά. Κάθε άνθρωπος έχει το προσωπικό του ύφος. Το ύφος εμφανίζει το ήθος και τη δομή της ψυχικής ζωής του ανθρώπου. Δεν υπάρχουν μόνον τα σωματικά δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά κυρίως τα ψυχικά αποτυπώματα - και αυτά είναι η γλώσσα. Αν θέλουμε να συλλάβουμε κάτι από την πνευματική φυσιογνωμία του Ελύτη ή να αισθανθούμε κάτι από το μεγαλείο της ποιητικής του δημιουργίας, αυτό είναι δυνατό ή ευκολότερο μέσω της γλώσσας του και της σπουδής της! Η ποιητική γλώσσα του Ελύτη φέρνει στο φως όλο το εσωτερικό του βιος, όλο το βάθος και τον πλούτο της συνειδήσεώς του και αποτυπώνει την παλίντονη αρμονία και την πολλαπλότητα του κόσμου. Όπως το μεγάλο του πρότυπο, ο Σολωμός, την κλασική φράση του οποίου συχνά επικαλείται: «… μήγαρις έχω στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», έτσι και ο Ελύτης θεωρεί τη γλώσσα ως μία από τις πιο μεγάλες και ευλογημένες μορφές της παραδόσεως. Το δέντρο της παραδόσεως απλώνει τις μυστικές του ρίζες μέσα στη ζωή μας. Και, χωρίς κάποτε καλά-καλά να το καταλαβαίνουμε, ευφραινόμαστε στη δροσιά των θαλερών του κλώνων και γευόμαστε τους εύχυμους καρπούς του. Μας το θυμίζει ο Ν. Καζαντζάκης: «Η κραυγή που γροικάς δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ. Μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου». Αυτοί είναι οι ένδοξοι πρόγονοι. Προς αυτούς νιώθει και ο ποιητής μας ως οφειλέτης απόγονος, ως χρεώστης. Το χρέος μας σήμερα είναι να γνωρίσουμε τις ρίζες αυτού του δένδρου της παραδόσεως, δηλαδή τις ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ -ένα χρέος μορφωτικό, παιδευτικό, πολιτιστικό και ταυτόχρονα εθνικό- διότι έτσι θα δυναμώσουμε την ελληνική μας συνείδηση. Διότι έτσι δεν θα σιγήσουν οι φωνές των προγόνων μας, που βοούν μέσα μας, είτε ως Φιλοσοφία είτε ως Γλώσσα και Ζωή. Διότι έτσι δεν θα σταματήσει να τρέχει μέσα στις φλέβες μας το αίμα και το πνεύμα της Ελλάδος ανήσυχο, δημιουργικό και ακατάλυτο. Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και ο καθηγητής Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς, στο σπίτι του ποιητή, Σκουφά 23 Στην ολόδροση σκιά του θαλερού κλώνου της γλωσσικής παραδόσεως αναπαύεται ο Ελύτης: «… μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι, αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι, κινούσαν τον κάθε μου μυώνα. Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να ’χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα ολοένα, και προχωρούσα». Αισθάνεται νομοτελειακή, σχεδόν, ανάγκη και βαριά οφειλή να γεωργήσει βαθιά τη γλώσσα, που οι πρόγονοί του έπλασαν ως υπέρτατη αξία και φορέα των αξιών. Άλλωστε, τρόπος μοναδικός για να ελευθερωθεί από τη μοναδική έγνοια που τον συνέχει είναι να την κατέχει πλήρως στην ιστορική της συνέχεια. Θαυμαστή, όντως, είναι η κατοχή της γλώσσας από τον ποιητή μας στην αρχαία βυζαντινή και νεοελληνική της μορφή και εξέλιξη. Δεν πρόκειται για τυπική, εξωτερική γνωριμία, αλλά για γνώση ριζική της ουσίας της και της λειτουργίας της. Επάνω σε μια τέτοια γνώση και κραταιά γλωσσική-φιλολογική συγκρότηση και πληρότητα χτίζει την Ποιητική του, την έμμετρη δημιουργία του ο Ελύτης. Και φαίνεται, μαζί με τον Πέρσυ Σέλλεϋ, να πιστεύει ότι: «… η ίδια η γλώσσα είναι ποίηση». Η ποίηση του Ελύτη ανασταίνει το αρχαίο κάλλος, αναβιώνει την «διά μέσου των αιώνων» περασμένη ομορφιά και παρέχει κανόνα υψηλονόητης, πρωτομίλητης τέχνης: φτάνει στο ιδεώδες του για την απόλυτη ωραιότητα της μορφής και το πνευματικό βάθος της ουσίας, πλάθοντας καινούργιες μορφές και δίνοντας πρόγευση μιας άλλης αλήθειας! Δεν είναι υπερβολική, προκειμένου για τον Ελύτη, η φράση του Τουρκουάτο Τάσσο: «Κανένας άλλος δεν δικαιούται το όνομα του δημιουργού παρά μόνον ο Θεός και ο Ποιητής!» Ή κατά τη διατύπωση του Ελύτη: «… χρέος του ποιητή είναι ν’ αποτολμά κινήματα της ψυχής αιφνιδιαστικά και ανεξέλεγκτα, να προκαλεί, επεμβαίνοντας μέσα στη σύνταξη, πρωτοδοκίμαστους κλυδωνισμούς. Το ύφος του, η γλώσσα του ν’ αποκτούν κάτι από το σκίρτημα του νεανικού οργανισμού, τη φορά του πουλιού προς τα ύψη». Η γλώσσα, τώρα, είναι εγκύμων, κατάφορτη από σκέψη, από στοχασμό: επικολυρικό, δραματικό, φιλοσοφικό. Γι’ αυτό οι ιεροί κρίκοι της γλωσσικής αλυσίδας παραμένουν άθραυστοι. Ο Ελύτης αφομοιώνει αυτόν το στοχασμό στη διαχρονική του πορεία και συμβιώνει με το πνεύμα του Ομήρου, του Ησίοδου, των Τραγικών, του Αρχιλόχου και Ηρακλείτου, του Πλάτωνος και Αριστοτέλους, των Στωικών ή του Πλωτίνου: «… Μελετούσα τ’ Ακοίμιστα και την Ερημική ν’ αξιωθώ να φκιάνω λόγους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι έβγαλα ολόκληρο, γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο… Ο Ξενοφών τυγχάνει εξάδελφός μου… Μεγάλα δέντρα της γενιάς του Εμπεδοκλέους…». Ο θαυμασμός του για τις μεγάλες φιλοσοφικές μορφές, τους ένδοξους προγόνους του, κορυφώνεται και κάποτε μετουσιώνεται σε θρησκευτικό σεβασμό: «Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα…». Και αμέσως παραθέτει τη θρυλική φράση του προσωκρατικού αυτού φιλοσόφου: «Παιδός η βασιληίη: στα παιδιά ανήκει η βασιλεία», η οποία γράφτηκε πεντακόσια περίπου χρόνια προ Χριστού, προλαβαίνοντας, και ως προς τη γλωσσική της ακόμη διατύπωση, την ευαγγελική ρήση του Ματθαίου: «…ότι αυτών εστιν η βασιλεία των Ουρανών»! Δείχνεται καθαρά εδώ ότι η ποίηση, χωρίς το φιλοσοφικό στοιχείο, δίχως το βαθύ στοχασμό, δεν μπορεί να τέξει το κάλλος. Η αληθινή και υψηλή ποίηση και η αληθινή και υψηλή φιλοσοφία είναι συγκάτοικοι, «σύνευνοι» ως προς την ουσία και τη δομή τους, σε βαθμό που να είναι αδιανόητη η διάκρισή τους. Όπως συχνά συμβαίνει με τους ολίγους άξιους ποιητές, ο Ελύτης με τη βιωματική προσέγγιση του κόσμου και της ζωής, κατορθώνει να υπερκεράσει τον στυγνό νοησιαρχισμό και να δώσει μιαν εικόνα για το πόσον είναι δυνατόν η ποίηση να φιλοσοφεί και να κατανοεί. Ισχύει γι’ αυτήν ό,τι και για τη Φιλοσοφία: «Non ridere, non lugere, sed intelligere» («Δεν περιγελά, δεν ψεύδεται, αλλά κατανοεί»). Η λογική, άλλωστε, χωρίς την κατανόηση είναι ένα τίποτα, ενώ η κατανόηση χωρίς τη λογική είναι κάτι που ποτέ δεν μπορεί να δωρηθεί. Αυτού του είδους η κατανόηση διατρέχει το έργο του Ελύτη: «…αφήνομαι να πλανηθώ εδώ κι εκεί, κατά προτίμηση στις γωνιές τις πιο σκοτεινές, προσπαθώντας να βλέπω ή, αν όχι, τουλάχιστον να ψαύω και ν’ αναγνωρίζω». Γνώρισμα, εξάλλου, προικισμένου στοχαστή είναι το ότι κατορθώνει να εξουδετερώνει τη λατρεία προς τη «θεά λογική», ότι κρίνει τον κριτή, δηλαδή την τυραννία του λογικού, που με την ετυμηγορία του, την αλάθητη μάλιστα, καταδικάζει ό,τι άλλο δεν εκπηδά από αυτό. Έτσι «σκοτώνει» τον δράκοντα του υλισμού και αναστηλώνει το διαπομπευμένο συναίσθημα και την παρεξηγημένη φαντασία, ρωμαλέες δυνάμεις του πνεύματος. Και ιδού πώς κονιορτοποιεί «το κονίαμα του ορθολογισμού», που απλώθηκε επάνω σ’ όλη την απέραντη έκταση της φαντασίας: «Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία»!!! Η παγερή σκέψη με τις συνεπείς συναρτήσεις είναι αφιλόξενη και ανίσχυρη να εκφράσει τα μέγιστα. Αυτά απαιτούν βαθύτερες ενοράσεις, λεπτότερες συσχετίσεις και ευγενικότερες βιωματικές συλλήψεις, προπαντός άμεση και μεγάλη πνευματική εμπειρία. Οι σκέψεις του Πλάτωνος, «Πολλούς και καλούς λόγους και μεγαλοπρεπείς τίκτη και διανοήματα εν φιλοσοφία αφθόνω», είναι ωσάν να γράφτηκαν για τον Ελύτη, τον οφειλέτη απόγονο, από τον ένδοξο πρόγονό του. Να, τώρα, πώς αυτός ο οφειλέτης απόγονος αποπληρώνει το χρέος του: «Συμβαίνει να είμαι, όχι συμπτωματικά μόνον αλλά και οργανικά Έλληνας, από την άποψη ότι κατοικώ το ίδιο ανάλλαχτον ομηρικό τοπίο και ότι έχω στο αίμα μου τον Πλάτωνα»!!! Η συναναστροφή με τον Πλάτωνα, η σε βάθος μελέτη των πλατωνικών κειμένων, ήταν αγαλλίαση για τον Ελύτη: «…Κλείστηκα στο μικρό μου δωμάτιο κι άρχισα, με την ηδονή του διψασμένου που πέτυχε άξαφνα πηγή καθαρή, να διαβάζω Πλάτωνα! Ήτανε κάτι ανεξήγητο. Μέσα στις γοτθικές εκκλησίες, στα σαλόνια ροκοκό, στις ωρυόμενες boites de nuit, η ελληνική παράδοση έβρισκε τρόπο να τεντώνει το χέρι της και να με σκουντά στον ώμο». Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Κάρολο Κουν. Την πολύκλαδη ελληνική παράδοση διαχρονικά παρακολουθεί -και ακολουθεί- ο Ποιητής, από τον καιρό του Ομήρου μέχρι σήμερα. Σταθμεύει στις υψηλότερες κορυφές των δυνατοτήτων της και μελετά σε βάθος τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της. Θέλγεται από την αρχαία κλασική, Ελληνική και Λατινική, Γραμματεία και Τέχνη, θαυμάζει και βαθύτατα επηρεάζεται από τη βυζαντινή ποίηση και υμνογραφία και αναφέρεται με πολλήν εκτίμηση σε άξιους Νεοέλληνες δημιουργούς, όπως οι Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Σεφέρης, Κων. Τσάτσος, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Κάλας, Καρυωτάκης, Θεόφιλος, Παπατσώνης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Τσαρούχης, Καπράλος, Μόραλης, Φασιανός κ.ά., ενώ στο κείμενό του με τίτλο «ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑΣ» μαστίγωσε τη συνωμοτική σιωπή, την άστοχη ειρωνεία και την ημιμάθεια της σύγχρονής του λογοτεχνικής ζωής, εγείροντας έναν πολεμικό δημόσιο διάλογο, ευεργετικό για την πορεία του πνεύματος. Είναι, θαρρώ, εδώ ο οικείος τόπος για να υπογραμμίσω ιδιαίτερα ότι ο Ελύτης, παιδιόθεν, είχε έλθει σε γνωριμία και βαθμιαία είχε αφομοιώσει το πιο υψηλό φιλοσοφικό και κυρίως καλλιτεχνικό βιος της Ευρώπης, κωδικοποιώντας μια «Δοκιμαστική Δειγματοληψία» της Ποιητικής Εκφραστικής: Appolinare, Beaudelaire, Bertrand Alousius, T. S. Eliot, Eluard, Gongora, Holderlin, Heidegger, Jouve, Lautreamont, Lorca, Mallarme, Nerval, Novalis, Reverdv, Rilke, Rimbaud, Thomas DUlan, Ungaretti, Valery, Whitman, Yeats. Είναι -ομολογεί ο ίδιος- ένας πολυταξιδεμένος Οδυσσέας στους χώρους της γνώσεως: «Το ταξίδι του Οδυσσέα -που το όνομά του έλαχε κάποτε να μου δοθεί- δεν τελειώνει, κατά φαινόμενα, ποτέ. Και ευτυχώς… Η ανάγκη του ανθρώπου ν’ ανακαλύψει, να γνωρίσει, να μυηθεί σε ό,τι τον υπερβαίνει, μοιάζει αθεράπευτη… Στις ακρογιαλιές του Ομήρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθικτα. Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την ίδιαν άμμο, το νιώθει. Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο…». Αυτή είναι η πνευματική καταγωγή του Ελύτη, που -λέγει ο ίδιος- «έχει την αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη. Στη μια πιάνει τους αγέρηδες και τον παφλασμό των κυμάτων, στη δεύτερη την ελληνική λαλιά στην αρχική της φθογγολογική σύσταση, στην τρίτη τον κόσμο των νοημάτων, από της Ιωνίας τους καιρούς και δώθε..». Τόσα λίγα για τις προγονικές του ρίζες στο χώρο του πνεύματος. 3. Το κυνήγι του Άπιαστου από είδος Άμοιαστο Τις άλλες, τώρα, τις βιολογικές -ας πούμε- και πατρογονικές του ρίζες τις αποκαλύπτει ο ίδιος, αυτοβιογραφούμενος. Δύο δείγματα: Στη «ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ» (1978) και ειδικότερα στο ποίημά του «Το Τραγούδι του Ποιητή», ομολογεί ο Ελύτης, σε δυο δίστιχα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, καίρια πυκνότητα και σπάνια πληρότητα, το βαθύτερο νόημα της ζωής του και την αληθινή ουσία του ανθρωπίνου του είναι: Αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος Άμοιαστο! Στο κυνήγι του Άπιαστου, του Υπερβατικού, του Μεταφυσικού, του Επέκεινα, του Ύψιστου Αγαθού, του Υπέρτατου Όντος, απλά του Θεού, ο ανθρώπινος νους αφλογιστεί. Ο έλλογος δρόμος για τη σύλληψη του Άπιαστου δεν οδηγεί πουθενά: εδώ ο χώρος είναι αφιλόξενος και η πενία της ανθρώπινης λογικής μεγάλη. Γι’ αυτό ο Ποιητής μας επιχειρεί βιωματικά να ειρηνεύσει τη μεταφυσική του πείνα, αισθητοποιώντας τις Ιδέες: προσπαθεί, με τη δημιουργική-ποιητική του φαντασία να ιστορήσει τα ανείπωτα, να εικονίσει τα ανείκαστα και να σας πει τα άρρητα. Η Ποιητική του, η έμμετρη Γλώσσα του είναι απαράμιλλη και τον αναδεικνύει είδος Άμοιαστο, Αταίριαστο! Το δεύτερο δείγμα, όπου ο Ελύτης υπαινίσσεται την απώτερη καταγωγή του, παραπέμπει στο «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» και συγκεκριμένα στη ΓΕΝΕΣΙΝ. Πρόκειται για ένα χωρίο, που προκάλεσε πολλές συζητήσεις και ανάγκασε τον σπουδαίο μελετητή του Ελύτη, Τάσο Λιγνάδη, να ομολογήσει ότι «η ερμηνεία του νοσεί» στο αξιόλογο έργο του «ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Ελύτη, ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ, ΑΝΑΛΥΣΗ» (Η’ έκδοση, Αθήνα 1985, σελ. 303). Παραθέτω το χωρίο του Ποιητή αυτούσιο: Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν’ ανεβαίνει μια φοράν ακόμη… Με τη λέξη «Εκείνον» δεν εννοεί τον Χριστό, αλλά αναφέρεται στον Νεομάρτυρα Άγιο Θεόδωρο τον Βυζαντιέα, πολιούχο Μυτιλήνης και μακρινό του πρόγονο, όπως ήδη σημείωσα στο ομότιτλο βιβλίο μου (Α’ έκδοση 1996, Γ’ έκδοση 2012). Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος ο Βυζαντιεύς γεννήθηκε το θεοδώρητο έτος 1774 και ύστερα από έναν βίο πλήρη αγώνων και πίστεως, βασανιζόμενος και αιμόφυρτος, οδηγήθηκε τη διαταγή των Τούρκων στην αγχόνη, Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 1795. Σύμφωνα με την έρευνα, αλλά και τη ζώσα προφορική παράδοση, της οποίας υπήρξα αυτήκοος μάρτυρας, όταν στη Λέσβο συνέγραφα το ως άνω έργο μου, στην αρχή του γενεαλογικού δένδρου του Ελύτη ευρίσκεται ο Άγιος Θεόδωρος ο Βυζαντινεύς. Ένα τρίτο δείγμα, όπου ο Ελύτης αναφέρεται στις πατρογονικές του ρίζες, ευρίσκομε στο «ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ» (1960) και ειδικότερα στο «Εφτά Μέρες για την Αιωνιότητα»: «Σάββατο - Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι’ αρραβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουν με γαρυφαλόνερο…». Ύψιστη καλλιέργεια της εσωτερικής οράσεως και αφύπνιση του ψυχικού όμματος, μεθοδική προετοιμασία και υπομονετική ετοιμότητα, πολύχρονη άσκηση και απόλυτη κάθαρση, αγώνας για τελείωση και συστηματική άθληση της συνειδήσεως απαιτούνται για να δοκιμάσει ο μελετητής κάτι από τις εμβιώσεις, που εκπορεύονται από το έργο του Ελύτη. Ισχύουν εδώ αυτά που συμβουλεύει ο Μαρσίλιος Φικίνος: «Θα εισδύσετε στην κραταιά νόησή του, όχι μόνο με το ανθρώπινο λογικό˙ χρειάζεσθε επιπλέον ένα υψηλότερο και ευγενικώτερο πνεύμα». Η φράση «κυπαρίσσι από το σόι μου…» παραπέμπει όχι μόνο στην ιερότητα της καταγωγής του, αλλά και στη μοναχικότητα και ασκητικότητα της προσωπικής του υπάρξεως, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει: είδος Άμοιαστο! Τη λαμπερή μοναδικότητα της Ποιητικής του πρέπει να την αναζητήσει ο μελετητής στην απόλυτη σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, που τελεσιουργείται στο έργο του: «Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον Ιησού, διακρίνουμε αυτό το “δέσιμο”, που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις μέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο “πέραν”, η δεύτερη πραγματικότητα». Εδώ, το κυνήγι για το Άπιαστο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Ας προστεθεί, ακόμη, ότι μεγάλο μέρος του ποιητικού του κατορθώματος είναι «βουτηγμένο» στη λεκτική και μουσική κολυμβήθρα των Χριστιανών υμνογράφων, λογίων και ποιητών του Βυζαντίου. Το αρχαίο ελληνικό στοιχείο είναι «κρουστά» υφασμένο με το Βιβλικό και Χριστιανικό. Έτσι: Το απόσπασμα του Αριστοτέλους: «Μία χελιδών έαρ ου ποιεί» («ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη»), γίνεται στον Ελύτη: «Ένα το χελιδόνι / κι η Άνοιξη ακριβή». «Του ερωδιού την κατοικία» του Προοιμιακού Ψαλμού της Εκκλησίας, τη συναντάμε στους πρώτους στίχους του ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΥ: «Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας», η γνωστή «Καταβασία» - Ειρμός του Ακαθίστου Ύμνου: «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος», επαναλαμβάνεται μετά του ήχου της: «Ανοίγω το στόμα μου / κι αναγαλλιάζει το πέλαγος», «ο ήλιος της δικαιοσύνης» του Ρωμανού του Μελωδού ή το «Χαίρε ακτίς νοητού ηλίου» του Ακαθίστου Ύμνου ακούγεται στο «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» ως «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ / και μυρσίνη συ δοξαστική». Ρυθμοί, μέτρα, ήχοι, ορολογία διαβρέχουν τα έργα του Ποιητού μας, αποκαλύπτοντας τη βαθιά θρησκευόμενη φύση του, κατά τρόπον του βέβαια: «Είμαι ένας ειδωλολάτρης που του έτυχε ν’ αγγίξει από το άλλο μέρος, άθελά του, τη χριστιανικήν αγιότητα!» Το Άμοιαστο είδος σε όλη του την αίγλη! Με τη μεταφυσική ελπίδα «ντύνει κάθε μετέωρη έννοια» και αφήνει «το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού», ενώ «μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της». Χαρακτηριστικές, ακόμη, είναι οι συχνές παραπομπές στους Πατέρες της Εκκλησίας, τα δάνεια από τους Υμνογράφους της Βυζαντινής Γραμματείας και οι προμετωπίδες (motto), όπως «το ασήμωμα της Παναγίας / πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά / του Βάλτου» ή «πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου, και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι» της Βίβλου. Εξάλλου, είναι μέσα στην τεχνοτροπία και την αρχιτεκτονική της Ποιητικής του Ελύτης, με κεντρικό άξονα την Ελλάδα, να εμπηγνύει τους Σηματωρούς του, αρχίζοντας από τα χρονικά άκρα του Ελληνισμού: μεταφράζει και στην ουσία ξαναζωντανεύει το πνεύμα της λυρικής Ποιήσεως, επιλέγοντας τη Σαπφώ από την αρχαία Ελλάδα. Από το Βυζάντιο, ο Ρωμανός ο Μελωδός αποσπά το σέβας και το θαυμασμό του. Τον θεωρεί και τον κρίνει ως τον νέον Πίνδαρον του Ελληνισμού, μία από τις «τρεις κολώνες που συγκρατούν τις καμπύλες των αψίδων σε μια από τις προσόψεις του ενιαίου ελληνικού λόγου: Πίνδαρος, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κάλβος». Πράγματι -για να θυμηθούμε την «Σοφίαν του Σολομώντος»- ο Ρωμανός υπήρξε ένα «πνεύμα νοερόν, άγιον, μονογενές, λεπτόν, ευκίνητον, τρανόν, αμόλουντον, σαφές, απήμαντον, φιλάγαθον, οξύ, ακώλυτον, ευεργετικόν, φιλάνθρωπον, βέβαιον, ασφαλές, αμέριμνον, παντοδύναμον, παντεπίσκοπον, ακηλίδωτον». Ο Ελύτης ισχυρίζεται ότι είναι η πρώτη φορά μέσα στην ελληνική γλώσσα που ένας ποιητής εισάγει την αρχή της «μεταβαλλόμενης σταθερής μορφής» επάνω σε τονικά μέτρα, ότι ο σκοπός του Ρωμανού ήταν η γέννηση, όχι πια του Χριστού, αλλά του ποιητικού πνεύματος που προσιδιάζει στη γλώσσα την ελληνική και που άρχισε και πάλι ν’ απλώνει το φως της το νικητήριο, ότι ως υμνογράφος ο Ρωμανός ο Μελωδός παραμένει μοναδικός, ο πλησιέστερος και προς τους αρχαίους και προς τους σύγχρονους ποιητές μας, ένας κρίκος ανοξείδωτος ανάμεσα σε δύο μεγάλες περιόδους ενός και του ίδιου πολιτισμού. Αυτός (ο Ρωμανός ο Μελωδός) επέτυχε να διατηρήσει και ν’ ανανεώσει τους εκφραστικούς πυρήνες που πρέπουν στο ήθος του ελληνικού λόγου. Ο τρίτος αδαμάντινος κρίκος στην ενιαία και αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού λόγου είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ασύγκριτος εκπρόσωπος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Στη «Μαγεία του Παπαδιαμάντη» υποκλίνεται ο Ελύτης και του αφιερώνει ένα ομότιτλο δοκίμιό του από τα οξυνούστερα κείμενά του, συνδέοντας Παπαδιαμάντη - Σικελιανό. Φυσικώτατα! Μελίρρυτοι και οι δύο, μέγιστοι και συνεχόμενοι από βαθύ θρησκευτικό, χριστιανικό συναίσθημα, που επίσης κατοικεί στα μυστικά βάθη, στα μύχια της ψυχής του Ελύτη. Μέσα από τις γραμμές αυτού του κειμένου, νιώθει ο μελετητής τον αξεδίψαστο πόθο του Κοσμοκαλόγερου για το Άπιαστο, για το Αιώνιο, την αδάμαστη ζέση του για μια ζωή αυστηρή και ασκητική στις αυλές του Κυρίου («Και πάλι κίνησα να ’ρθω, Χριστέ μου, στην αυλή σου, / να σκύψω στα κατώφλια του τα τρισαγαπημένα, / όπου με πόθο αχόρταγο τα λαχταρά η ψυχή μου»!), ένα άρωμα πνευματικό, που μεθάει με τη θεϊκή του ευωδία. Ο Ελύτης, στο δοκίμιό του αυτό «Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ», συλλέγει τη μυστική γύρη των ανθέων από τα έργα του Κοσμοκαλόγερου, σε κάθε σελίδα του οποίου «αναγνωρίζουμε κάτι από τον χριστιανό, τον Έλληνα», και παραθέτοντας χωρία από τον Παπαδιαμάντη («Τα άστρα, το εν μετά το άλλο, πίπτοντα, φευγαλέα σβήνονται εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων») περιδεής αναφωνεί: «Τι έκφραση μεγάλου ποιητή, Θεέ μου!» Τα ακατάληπτα πράγματα του Παπαδιαμάντη, ο Ελύτης τα ονομάζει «κυνήγι του Άπιαστου». Πρόκειται για τη μεταφυσική Όψη και λειτουργία της πνευματικής προσωπικότητας του Ελύτη, που η καθ’ όλα αξιόλογη περί τον Ποιητή βιβλιογραφία όφειλε ιδιαίτερα να είχε επισημάνει! Η δοκιμιογραφική αυτή προσπάθεια που -όπως κάθε επιστημονική έρευνα, φερέγγυα και τεκμηριωμένη- φιλοδοξεί να φέρει στο φως κάτι καινούργιο, επιχειρεί να αναδείξει -συν τοις άλλοις- το μεταφυσικό ρίγος του Ελύτη. Ο οποίος, βαθύς γνώστης του αρχαίου ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού, δείχνει την προτίμησή του στον Πλωτίνο (204/5-269/70 μ.Χ.), τον μέγιστο μεταφυσικό και έσχατο φιλόσοφο της ελληνικής αρχαιότητας: για τη συμβολή του στη διατήρηση της γνησιότητας και της καθαρότητας του ελληνικού πνεύματος σε μια κρίσιμη εποχή συγκρητισμού και πάλης των ιδεών. Ο Ελύτης αναφέρεται επανειλημμένα στον Πλωτίνο, όπως στα «Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας» (1982): «Εάν είχε δίκιο ή όχι / ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα / το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια… / δένοντας τον ήλιο…», ενώ στα «ΜΙΚΡΑ ΕΨΙΛΟΝ», με τίτλο «Το Θεϊκό Φως κατά τον Πλωτίνο», μεταφράζει ένα λαμπρό χωρίο, αρκετά εκτενές, από τις «Εννεάδες» του αρχαίου Έλληνος φιλοσόφου: «Άξαφνα, ένα φως νιώθεις να ξεχύνεται αυτούσιο, καθάριο. Δεν πρόκειται για κανένα φως απ’ αυτά που το μάτι συλλαμβάνει απ’ έξω… που και τις νύχτες, μες στο σκοτάδι, αναπηδάει και απλώνεται μπροστά σου…». Είναι «της καρδιάς τούτο το φως που, αν θελήσεις να το μεταφέρεις στην κρίση, σβήνει!» Πρόκειται για ένα εσωτερικό εωθινό φως που εγείρει τις συνειδήσεις, για μια λαμπηδόνα, που καταυγάζει τις υπάρξεις, για ένα αστροπελέκι μέσα σε μια μακρινή νύχτα, για μια καρποφόρο «θέα του έμφρονος… μέθη του νέκταρος…, πλήσασα φωτός τα όμματα…, αυγή γεννώσα…», κατά τον Πλωτίνο. Ή κατά τον τρόπον του Διδασκάλου του Πλάτωνος: «Οίον από πυρός πηδήσαντος εξαφθέν φως εν τη ψυχή γενόμενον αυτό εαυτό ήδη τρέφει: Είναι το “μέγιστον μάθημα”, η ολωσδιόλου άρρητη γνώση που εξαίφνης προκύπτει και ωσάν λαμπρό φως, που ξεπήδησε μέσα από τη φλόγα, ανάβει μέσα στην ψυχή και τρέφεται από μόνο του». Η ποιητική μεγαλοφυΐα του Γκαίτε και του Ρίλκε στα «Ξένα Δώρα» και στο «Βιβλίο των Ωρών», αντίστοιχα, θέλγεται μέσα στους ωκεανούς του πλωτινικού Φωτός, που διαλύει το έρεβος και τη βαθιά σκοτία εντός μας. Έτσι, το απέραντο σύμπαν απλώνεται μέσα μας και η ψυχή γίνεται κατοικητήριο του απροσίτου Μυστηρίου, ιδέα που γοήτευσε τον Ρίλκε: «Niergens, Geliebte, wird Weltsein als innen: Πουθενά, Ποθεινή μου, δεν εκτείνεται ο κόσμος εκτός από μέσα μας». Μέσα μας χτίζουμε με τα χέρια μας τις ευλαβικές εκκλησιές. Μέσα μας, θα πει ο μέγας Δ. Σολωμός, «κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος», μέσα μας ο σύμπας κόσμος και τα όντα μέσα μας, μέσα στην αιθρία του εαυτού μας, μέσα στο διάφωτο και στη διακριτική του λάμψη, που ξεπηδά από την προσωπική λυτρωτική ενέργεια. Ύστερα από αυτά δεν είναι νοητή καμιά απορία σχετικώς με το κίνητρο, την causa movens, που ώθησε στον Ελύτη στο να αποδώσει στα Νέα Ελληνικά το επτασφράγιστο βιβλίο, την «Αποκάλυψιν» του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Όπως και στην περίπτωση του «Θεϊκού Φωτός» στον Πλωτίνο, έτσι και στην απόπειρα να μεταφράσει την «Αποκάλυψη» τον είλκυσε «ο μυστικός και υπερβατικός χαρακτήρας του κειμένου». Αντίθετα με τη μετάφραση των αποσπασμάτων της Σαπφούς, δεν προτάσσει «Εισαγωγή» ή «Σχόλια» στη μεταγλώττιση της Αποκαλύψεως, από βαθιά πνευματική μετριοφροσύνη και θρησκευτική ευλάβεια. ΙΙ.- Εν αρχή ην η Πράξις 4. Βιο-Εργογραφικά Στις φλέβες του Ποιητή έτρεχε το αίμα και πνεύμα του επί κεφαλής του γενεαλογικού του δένδρου, Νεομάρτυρος Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντιέως, πολιούχου Μυτιλήνης. Στη Μυτιλήνη -και στο χωριό Καλαμιάρης της Παναγιούδας, όμορφης παραλιακής πολίχνης- γεννήθηκε ο πατέρας του ποιητή Παναγιώτης Θ. Αλεπουδέλης. Το παλαιότερο όνομα της οικογενείας Αλεπουδέλη ήταν Αλεπός και το ακόμη πιο παλαιό Λεμονός, το οποίον η τοπική παράδοση συνδέει και με τη γενιά του Φιλικού και επαναστάτη της Λέσβου Παλαιολόγου Λεμονή. Το 1895, ο Παναγιώτης Θ. Αλεπουδέλης εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου αργότερα ίδρυσε, εν συνεργασία με τον νεότερο αδελφό του Θρασύβουλο, εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας, μεταφερθέν ύστερα στον Πειραιά και αποκτήσαν σπουδαίαν εμπορική φήμη. Στην Κρήτη, όπου διέμεινεν, νυμφεύθηκεν ο Παναγιώτης Θ. Αλεπουδέλης, το 1897, τη Μαρία Ε. Βρανά από το χωριό Παπάδος της Γέρας Μυτιλήνης. Από το γάμο αυτόν γεννήθηκαν τα τέκνα: Μυρσίνη (1898-1918), Θεόδωρος (1900-1991), Βύρων (1903-1988), Κωνσταντίνος (1905-1960), Ευάγγελος (1909-…) και Οδυσσεύς Αλεπουδέλης, ο Ποιητής (1911-1996), υπό το ψευδώνυμο: Οδυσσέας Ελύτης. Ο οποίος, στο ποίημά του «Το Τραγούδι του Ποιητή» (Μαρία Νεφέλη) σαρκάζει: Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα δύο Νοεμβρίου ξημερώματα βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ’νιωσα. Βαθιά υπήρξεν η συγκίνηση που προκάλεσεν ο θάνατος του Ελύτη, όχι μόνον ανά το πανελλήνιον, αλλά και διεθνώς. Το έργο του, μεταφρασμένο σε όλες σχεδόν τις γλώσσες, κατέστη παγκόσμια γνωστό και καταξιωμένο. Συνδεόμενος φιλικά με τους σπουδαιότερους ομότεχνους και διανοητές, Έλληνες και ξένους, έτυχε πλήθους τιμητικών διακρίσεων από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια και πνευματικά Καθιδρύματα του κόσμου. Σπάνια ποιητής και στοχαστής βρήκε παρόμοια καταξίωση, με αποκορύφωμα την απονομή του Βραβείου Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία. ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 2.11.1911: Γέννηση του Ποιητή στο Ηράκλειο Κρήτης, στη συνοικία Εφτά Μπαλτάδες (Αριάδνης & Πασιφάης γωνία) 1914: Εγκατάσταση της οικογένειας Αλεπουδέλη στην Αθήνα, στην οδό Σόλωνος 98α, όπου θα μείνει έως το 1930, και μεταφορά των εργοστασίων στον Πειραιά. 1915: Παραίτηση Ελ. Βενιζέλου και αναχώρηση στη Μυτιλήνη, όπου μένει φιλοξενούμενος (από 25/4 έως 26/5) στην αγροικία της φιλικά προς αυτόν προσκείμενης οικογένειας Αλεπουδέλη. 1917: Εγγραφή στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, με δασκάλους του και τους Γ. Αποστολάκη, Ι. Θ. Κακριδή, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και εσωτερική βοηθό (έως το 1925) τη Γερμανίδα Anna Keller. 1923: Οικογενειακό ταξίδι το θέρος στην Ευρώπη: «Όπου να ’ναι πλευρίζουμε στο Ouchy της Λωζάννης και τους βλέπω να σηκώνονται. Σηκώνεται και ο Βενιζέλος κι έρχεται κατά δω. Μετά το χειροφίλημα στη μητέρα μου, με πιάνει από το κεφάλι προτού προλάβω ν’ απλώσω το χέρι, το φέρνει πάνω του κι εξακολουθεί να μιλάει χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά… Τι παραπάνω να ’χουν οι βασιλιάδες; Και ποιος είχε δίκιο άραγες; Ο πατέρας μου που τους θεωρούσε άχρηστους ή η Γερμανίδα δασκάλα μου (η Anna Keller), που υποστήριζε ότι είναι απαραίτητοι για τη σταθερότητα της πολιτικής ζωής μιας χώρας;» 1.9.1924: Μετεγγραφή στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών. Συνεργασία με τη «Διάπλαση των Παίδων», «γνωριμία» με το Αιγαίο και στροφή προς τη θάλασσα, την «πάντων και πασών Ελληνίδα θάλασσα» (!) Εκδήλωση των φυσιολατρικών και φιλολογικών του ενδιαφερόντων. 1928: Λήψη του απολυτηρίου του Γυμνασίου. 1929: Στροφή στην ποίηση και ανακάλυψη του Υπερρεαλισμού. Πρώτες δοκιμές. 1930: Εισαγωγή στη Νομική Αθηνών. 1933: Μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συμμετοχή στα Συμπόσια και στις συναντήσεις, υπό τους νέους καθηγητές Κ. Δ. Τσάτσο, Π. Κανελλόπουλο, Ι. Θεοδωρακόπουλο, Ι. Συκουτρή. 1934: Σύνθεση των «Πρώτων Ποιημάτων», που αναδημοσιεύονται αργότερα στον τόμο «Προσανατολισμοί» (1940). 1935: Γνωριμία με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον κύκλο του περιοδικού «Νέα Γράμματα»: Γ. Σαραντάρη, Α. Καραντώνη, Γ. Κατσίμπαλη, Γ. Σεφέρη, Γ. Θεοτοκά. Δημοσίευση μιας εκλογής ποιημάτων στο 11ο τεύχος Νοεμβρίου, υπό το ψευδώνυμο Ελύτης. Επίσκεψη -μαζί με τον Εμπειρίκο- στη Μυτιλήνη και βαθιά επήρεια από τη ζωγραφική του Θεόφιλου στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποιήσεώς του. 1936: Τακτικός συνεργάτης στα «Νέα Γράμματα». Μεταφραστής του Ρ. Eluard, αναπτύσσει φιλία με τον Ν. Γκάτσο, συμμετέχει σε έκθεση Υπερρεαλισμού με 6 φωτογραφικά κολάζ. Αφήνει τις πτυχιακές του εξετάσεις και κατατάσσεται στο στρατό. 1937: Επιλέγεται ως Υποψήφιος Έφεδρος Αξιωματικός (ΥΕΑ) και εκπαιδεύεται επί οκτάμηνο (από 8/1 έως 8/9) στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Μετά υπηρετεί ως ανθυπασπιστής στον 6ο Λόχο του 1ου Συντάγματος Πεζικού. Η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ) είχε τότε έδρα την Κέρκυρα, μεταφερθείσα έπειτα στη Σύρο και τελικώς στην Κρήτη, όπου λειτουργεί ως σήμερα. 1938: Απολύεται τον Μάρτιο από το στρατό, μεταφράζει Pierre Jean Jouve, ετοιμάζει τις «Σποράδες» και επιτίθεται, με το άρθρο του «Οι κίνδυνοι της ημιμάθειας» στα «Νέα Γράμματα», εναντίον όσων πάσχουν από οίηση. 1939: Έκδοση των «Προσανατολισμών», με δηλωμένο έτος 1940, ολοκλήρωση της «Θητείας του Καλοκαιριού» και προσπάθεια μεταφράσεως του Lautreamoxl. 1940: Πρώτη μετάφραση ποιημάτων του στα γαλλικά από τον S. Baud-Bouy. Επιστράτευση προς μετεκπαίδευσή του το καλοκαίρι και τοποθέτησή του στο στρατόπεδο Πικερμίου, ενώ με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου και αναχωρεί μαζί με το 1ο Σύνταγμά του για το βορειοηπειρωτικό μέτωπο (Μέτσοβο, Ζίτσα, Καρίτσα). Στις 13 Δεκεμβρίου μετατίθεται στη ζώνη πυρός, ως ανθυπολοχαγός του 4ου Λόχου του 2ου Τάγματος του 24ου Συντάγματος Πεζικού και προωθείται με το τμήμα του στους Αγίους Σαράντα, Μπορς, Καλλαράτες, Νίβιτσα, Μπούμπερι, Μπολένα, πάντα στην πρώτη γραμμή! 1941: Με βαρύ κρούσμα κοιλιακού τύφου, μεταφέρεται στο Παθολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Ιωαννίνων και από εκεί στο Αγρίνιο, σοβαρά άρρωστος, με εμφανή τα σημάδια από τη συμμετοχή του στην πρώτη γραμμή του πυρός, όπου εμεγάλυνε την αποστολή και τη στολή του ως Εφέ-δρου Αξιωματικού. Αφού, κατά τις ημέρες προ της εισβολής των γερμανικών στρατευμάτων, το ιατρικό προσωπικό στο Νοσοκομείο Αγρινίου κατέβαλε συγκινητικές και επιτυχείς προσπάθειες στην αντιμετώπιση της νόσου, ο Ελύτης συμπλήρωσε την ανάρρωσή του στην Αθήνα, κατά τις πρώτες ημέρες της Κατοχής. Αρχίζει να εργάζεται στη σειρά «Ήλιος ο Πρώτος», ενώ το ποίημα «Βαρβαρία» μένει αδημοσίευτο. Ο Οδυσσέας Ελύτης στο Δέλβινο, 1941. 1942: Ολοκληρώνει την ποιητική σειρά «Ήλιος ο Πρώτος» και γράφει τη μελέτη «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», καρπό ιδεών του πολεμικού του αγώνα στο μέτωπο. Την ανακοινώνει στον «Κύκλο Παλαμά», στου οποίου την ίδρυση είχε μετάσχει. 1943: Δημοσιεύει τον «Ήλιο τον Πρώτο», γράφει το δοκίμιο «Τ.Τ.Τ. 1935» (Τέχνη-Τύχη-Τόλμη) και το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», εμπνευσμένο από την πράξη των καπνών της μάχης! 1944: Γράφει τα πρώτα σχεδιάσματα της «Αλβανιάδας» και του δοκιμίου «Τα Κορίτσια». 1945: Στο Τετράδιο Δεύτερο δημοσιεύεται το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο». Μεταφράζει ποιήματά του ο R. Levesqne, τη συστάσει του Γ. Σεφέρη αναλαμβάνει τη Διεύθυνση του Πολιτικού Γραφείου του Αντιβασιλέως, Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, τη Διεύθυνση του τότε Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) και τη συγγραφή των επιφυλλίδων στην «Ελευθερία», μελετών και άρθρων στην αγγλο-ελληνική επιθεώρηση του Γ. Κατσίμπαλη. 1946: Σχεδιάζει την «Καλοσύνη στις λυκοποριές» και στην «Καθημερινή» δημοσιεύει κριτική ζωγραφικής. 1947: Ολοκληρώνει και δημοσιεύει την «Καλοσύνη στις λυκοποριές», Τετράδιο, τ. 1, ταξιδεύει στα Δωδεκάνησα, απελευθερωμένα πλέον, και μεταφράζει Lorca. 7.2.1948: Αναχώρηση για Ελβετία (Λωζάννη, Μότιτς), εγκατάσταση στο ξενοδοχείον Trianon Palace του Παρισιού, επαφές και φιλίες με τους A. Breton, P. ELuard, P. Reverdy, A. Camus, P. J. Jouve, R. Char, Ungaretti. 1950: Ταξιδεύει στην Ισπανία και τον Δεκέμβριο στην Αγγλία. Σχεδιάζει το «Άξιον Εστί». 1951: Ομιλίες έως τον Μάιο στο BBC, αναχώρηση για Ιταλία, συνάντηση με Picasso και Ungaretti. 1952: O Mario Vitti μεταφράζει ποιήματά του στα ιταλικά. Ο ίδιος εισέρχεται στην Ομάδα των 12. 1955: «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό», πρώτη γραμμή, μεγάλη περιοδεία στην Κρήτη και ύστερα στην Άνδρο. «Άτυχος έρωτας» γραφή πρώτη. 1956: Σε δική του μετάφραση, το Εθνικό Θέατρο ανεβάζει τη «Νεράιδα» του Jean Giraudoux και ο Κουν τον «Κύκλο με την Κιμωλία» του Brecht. 1957: Μετακομίζει και μένει μόνος του σε μικρό διαμέρισμα της οδού Παλλήνης 1, παίρνοντας το γραφείο του μόνο. 1958: Εντατική εργασία επάνω στο «Άξιον Εστί» και στο «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό». 1959: Δημοσιεύει το «Άξιον Εστί» (815 αντίτυπα). 1960: Εκδίδει σε 550 αντίτυπα το «Έξι και μία τύψεις…» και μεταφράζει στη γερμανόφωνη Ελβετία η B. Schlörb το Körper des Sommers (Σώμα του Καλοκαιριού). 1961: Μεταβαίνει στις ΗΠΑ, προσκεκλημένος του State Department. 1962: Μετακόμιση (τελευταία) σε διαμέρισμα του 4ου ορόφου στην οδό Σκουφά 23, συμμετοχή σε Συνέδριο Πολιτισμού στη Ρώμη και -μαζί με τους Α. Εμπειρίκο και Γ. Θεοτοκά- επίσκεψη στην (τότε) Σοβιετική Ένωση, ύστερα από πρόσκληση της κυβερνήσεως. 1963: Ετοιμάζει το «Χρονικό μιας Δεκαετίας» και άλλα πεζά για τον τόμο «Ανοιχτά Χαρτιά». 1964: Πρώτη εκτέλεση του ορατόριου του Μ. Θεοδωράκη επάνω στο «Άξιον Εστί» και μελοποίηση των «Μικρών Κυκλάδων». 1965: Πρόσκληση από την Ένωση Βουλγάρων Συγγραφέων και μαζί με τον Γ. Θεοτοκά περιοδεία στη Βουλγαρία. Βράβευση με το Παράσημο Ταξιάρχου του Φοίνικος, μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. 1967: Μεταφράζει αποσπάσματα της Σαπφούς, εικονογραφημένα με διαφανογραφίες. 1969: Πρώτα ποιήματα της σειράς «Το Φωτόδεντρο», «Θάνατος και ανάστασις Κ. Παλαιολόγου», «Villa Natacha». Δίσκος του «Ήλιου του Πρώτου» με τον Γ. Μαρκόπουλο. 1970: Ολοκλήρωση της σειράς «Το Φωτόδεντρο» και η «Δέκατη τέταρτη ομορφιά». Σχεδιάζει τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα». 1971: Εκδίδονται: «Το Φωτόδεντρο», ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας», «Το Μονόγραμμα». 1972: Δημοσιεύονται «Τα Ρω του Έρωτα», ενώ απορρίπτει πρόταση για την Ακαδημία. 1973: Εκδίδει το «Ο ζωγράφος Θεόφιλος» και ταξιδεύει στην Κύπρο με ασυρματιστή τον ποιητή Ν. Καββαδία, τον ποιητή του θρυλικού «Μαραμπού». 1974: Εκδίδει «Τα Ετεροθαλή» και τα «Ανοιχτά Χαρτιά». 1977: Δημοσιεύεται «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη». 1978: Πώληση των οικογενειακών εργοστασίων και διάλυση της εταιρείας Αλεπουδέλη. Δημοσίευση της «Μαρίας Νεφέλης» και της «Αναφοράς στον Α. Εμπειρίκο» και κυκλοφορία της Βιβλιογραφίας του Mario Vitti (1935-1971). 1979: Αναγγελία, τον Οκτώβριο, από τον γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας της απονομής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Ελύτη. Λόγος του στην Αίθουσα της Ακαδημίας. Επίσημη τελετή στο Concert House, προσφώνηση από τον ακαδημαϊκό Karl Ragnar Gierow, γεύμα στο Δημαρχείο και γεύμα στα Ανάκτορα, όπου συνοδεύει τη βασίλισσα Σύλβια. Ο Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το Νόμπελ, 1979. 1980: Ανακήρυξη σε επίτιμο διδάκτορα στη Σορβόννη τον Μάρτιο. Τον Μάιο προσκύνημα στον Σολωμό και τον Κάλβο στη Ζάκυνθο. Φθινόπωρο στην Ισπανία, όπου είχε μεταφρασθεί στη Βαρκελώνη το «Άξιον Εστί» από τον Cristian Carandell (Dignum est), φιλοξενούμενος του πρωθυπουργού και των βασιλέων. Ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης του Τολέδου και του Ηρακλείου. 1981: Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου επί τιμή. 1982: Τρία ποιήματα «Με Σημαία Ευκαιρίας» (μετάφραση στα γαλλικά). 1983: Παίρνει μέρος στον αγιασμό κρουαζιερόπλοιου, το οποίο ονομάζουν «Ο Ελύτης». 1984: Εκδίδεται από τον Mario Vitti κριτική μελέτη: «Ο Ελύτης» και από τις Εκδόσεις Ύψιλον «Το Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου». 1985: Εκδίδονται «Η Αποκάλυψη του Ιωάννου», Μορφή στα Νέα Ελληνικά (απόδοση Ελύτη, Εκδόσεις Ύψιλον) και «Ο Μικρός Ναυτίλος» (Ίκαρος). 1986: Κυκλοφορεί το «Δωμάτιο με τις Εικόνες», που περιέχει 44 εικονιστικές συνθέσεις του ποιητή και κείμενο του Ευγ. Αρανίτση. Εισαγωγή του ποιητή στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» με αιματολογικά προβλήματα. 1987: Αρχές Ιανουαρίου, ο ποιητής εξέρχεται του νοσοκομείου. Στις 7 Μαΐου ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου στη Ρώμη και στις 19 Μαΐου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Την Τρίτη 27 Οκτωβρίου, η Ανώτατη Πανελλήνιος Ομοσπονδία Εφέδρων Αξιωματικών (ΑΠΟΕΑ) απένειμε τον Χρυσούν Σταυρόν στον ποιητή και έφεδρο αξιωματικό Οδ. Ελύτη, σε ειδική τελεστή στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στη Θεσσαλονίκη, μετά την ομιλία του υπογραφομένου με θέμα: «Σχόλιο στο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». 1988: Συνέντευξη του ποιητή στην «Καθημερινή» για τις εικονιστικές του συνθέσεις, με θέμα: «Η ζωγραφική με ανακουφίζει». Δήλωση υπέρ του πολυτονικού. 1989: Απονομή στον Ελύτη από το γαλλικό κράτος του Σταυρού του Ταξιάρχου της Λεγεώνος της Τιμής, που είναι ανώτατη τιμητική διάκριση. 1990: Επανεκδόσεις και μεταφράσεις των έργων του ποιητή και εκ νέου εισαγωγή στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». 1991: Τον «Άξιον Εστί» κυκλοφορείται μεταφρασμένο στο Ιράκ και την Ολλανδία, ενώ εκδίδεται το νέο βιβλίο «Τα ελεγεία της Οξώπετρας». 1992: Εκδίδεται ο τόμος «Εν Λευκώ» (Ίκαρος). 1993: Εισαγωγή, τη 10η Φεβρουαρίου, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, με οξεία πνευμονική λοίμωξη, επιδείνωση και μεταφορά στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του «Ευαγγελισμού», όπου θα παραμείνει έως τη 17η Ιουλίου. 1994: Το «Άξιον Εστί» μεταφράζεται στην Κολομβία. 1995: Κυκλοφορούνται δύο νέα βιβλία του ποιητή, «Δυτικά της λύπης» (Συλλογή) και «Ο κήπος με τις αυταπάτες». 1996: Θάνατος του ποιητή στο διαμέρισμά του της οδού Σκουφά 23 (4ος όροφος), τη 18η Μαρτίου και ώρα 14:00. 5. Ακραιφνώς Εφεδρικά Στον διεθνή και τον ελλαδικό χώρο, τα ποιήματά του, μελοποιημένα από κορυφαίους συνθέτες και εκλεκτούς εκτελεστές, έγιναν κτήμα των πολλών. Ποια μεγαλύτερη τιμή από το να γίνουν οι στίχοι του ποιητή τραγούδι στου λαού το στόμα; «Ένα το χελιδόνι…», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» (Άξιον Εστί), «Μαρία, πράσινό μου αστέρι» (Τα Ρω του Έρωτα, Κυκλάδες), «Του μικρού Βοριά παράγγειλα», «Το θαλασσινό τριφύλλι», «Ντούκου Ντούκου Μηχανάκι», «Το δελφινοκόριτσο», για να αναφέρω ελάχιστα από τα πλείστα που δονούν τις ελληνικές ψυχές! Με άλλη διατύπωση: Η ουσία της ελληνικής του Ποιητή ψυχής έγινε περιουσία της Ψυχής του συνόλου Ελληνισμού. Ο Ελύτης, άλλωστε, είναι και κατά τούτο μοναδικός: Εξέφρασεν έργω και πράξει το ήθος της αθάνατης ελληνικής Αρετής ως ανδρείας, όχι με την έννοια της τυφλής ορμής για πόλεμο, αλλά με την ανθρωπινότερη σημασία του χρέους για υπεράσπιση των ιερών και οσίων. Ο Ποιητής μας, ο έφεδρος αξιωματικός, μαχόμενος το 1940 στην πρώτη γραμμή του πυρός, έζησε τη φρίκη του πολέμου: Εν αρχή ην η πράξις! Εδώ, η Λέξις, ο Λόγος, έπεται της σκληρής και άγριας εμπειρίας, όπως με γλώσσα θερμή, φωτεινή, βαθύπλουτη σε νοήματα και γλυκύτατη σε ποιητικά φτερώματα, την καταγράφει ως έφεδρος ανθυπολοχαγός σε δύο από τα κορυφαία έργα του, το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» και το «Άξιον Εστί»: «… Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές […] από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε από την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. […] Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό. […]. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά […]: “όι, όι, μάνα μου” και κάποτε… ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου… Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε…». Τα έργα «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945, 1962) και «Άξιον Εστί» (1959) αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της όλης Ποιητικής του. Οι βασικές του ιδέες, με άξονα πάντοτε την Ελλάδα, επανέρχονται στα πλείστα των ποιημάτων του: «Ήλιος ο Πρώτος» (1943), «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό» (1960), «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971), «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας» (1971), «Το Μονόγραμμα», Κύπρος (1971), «Τα Ρω του Έρωτα», Αστερίας (1972), «Τα Ετεροθαλή» (1974), «Μαρία Νεφέλη» (1978), Τ»ρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας» (1982), «Ημερολόγιον ενός αθέατου Απριλίου», Ύψιλον/βιβλία (1984), «Ο μικρός ναυτίλος» (1985), «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» (1991), «Δυτικά της λύπης» (1995), «Εκ του πλησίον» (1998, μεταθανάτια έκδοση). Αν και οι θεμελιώδεις ιδέες, που διαβρέχουν τα δίδυμα αυτά έργα, παραμένουν περίπου οι αυτές, οι εκφραστικοί τρόποι αλλάζουν, όχι μόνο από βιβλίο σε βιβλίο, αλλά και από ποίημα σε ποίημα και ενίοτε από στίχο σε στίχο! Τα χρώματα, ο ρυθμός, οι εικόνες, οι μεταφορές, η μουσική, τα σύμβολα, κολυμπούν σε ένα φως εκτυφλωτικό! Οι λέξεις που μεταχειρίζεται έχουν το δικό τους άρωμα και δεν ομιλούν απλώς, αλλά ζωγραφίζουν και άδουν. Ό,τι εγγίζουν οι στίχοι του, θαρρείς ότι το βαπτίζουν μέσα στη θεία ωραιότητα και το εξαϋλώνουν μέσα στη μακαριότητα του κάλλους τους: carmina non prius auditu… canto. Τραγουδάει τραγούδια, που προηγουμένως δεν έχουν ακουσθεί, δίνοντας την ουσία του Ωραίου, ως σπάνιας αρμονίας μεταξύ της πραγματικότητας και ιδέας μέσα στο απαλό ρόδινο φως μιας νεόνυμφης ημέρας! Με κέντρο πάντοτε την Ελλάδα! Σε συνέντευξη τύπου μετά την απονομή του Νόμπελ Σύνολο το έργο του Ελύτη, και ιδιαίτερα το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο…» και το «Άξιον Εστί», είναι κατάθεση ψυχής, είναι θέωση του πνεύματος και πόνος για την Πατρίδα. Ο ποιητής του Ήλιου και του Αιγαίου, των Βράχων και των Θαλασσών, του Μαραθώνα και του Βυζαντίου, του Άθω και της Πίνδου, ο ιεροφάντης χειριστής της λόγχης και της πένας, πρωταγωνιστής έφεδρος ανθυπολοχαγός και μαχητής στις πρώτες γραμμές, αλλά και υμνωδός της σύγχρονης μοίρας της Ελλάδος, βλέπει τη χώρα του του 1940 ως έναν γιγάντιο βράχο, που, αναζητώντας τη μοναξιά, υψώνεται προς τον ουρανό της δόξας απτόητος από τον κατακλυσμιαίο χειμώνα της Ιστορίας. Κάτω στους πρόποδές του, απλώνεται η κοιλάδα των γόων της ανθρωπότητας, που χειμάζεται: «Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι / των παλαιών μου θαλασσών / φρουροί και κλειδοκράτορες» θωπεύουν τις υπερήφανες κορυφές του. Εκεί, επάνω σ’ αυτές τις ασυμφιλίωτες με τη μοίρα κορυφές, ξενοδοχείται η αδάμαστη ψυχή του έθνους. Εκεί, επάνω στης Ιστορίας τ’ αγνάντεμα, γίνεται ο θάνατος σπόρος ζωής, ζωής και λευτεριάς. Εκεί, επάνω στα τραχιά βουνά του ελληνικού ήθους, συνάντησαν και έπληξαν τον επιδρομέα παράδοση αιώνων και ελευθερία γενεών: «Την οργή των νεκρών να φοβάστε / και των Βράχων τ’ αγάλματα». Η οργή των νεκρών και των πεθαμένων η μνήμη, «άκαυτη βάτος», φλεγομένη, αλλ’ ου καιομένη, ξαναδίνουν στον κόσμο τον «ιστορικό του ρυθμό» και στην ανθρωπότητα, τη σφιγμένη από δέος και αγωνία, μερικά βασικά υποδείγματα Ηθικής Ανατάσεως. Ο ηρωικός ανθυπολοχαγός, νέος Περσομάχος ή Διγενής Ακρίτας, σύμβολο της ελληνικής ελευθερίας, «κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη / Αιώνες μαύροι γύρω του… κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες ακούν με προσοχή». Ο ήρωας όφειλε, ωστόσο, να υψωθεί «φωτιά στην άνομη φωτιά», «εκδικητής της αδικίας» και να προβάλει το «γυμνό του στήθος» σαν «χάρτη περηφάνιας», «όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα». Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός σκέπτεται και ενεργεί και είναι η γρηγορούσα συνείδηση του έθνους: «Της δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ / και μυρσίνη συ δοξαστική / μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου». Στίχοι θερμή ικεσία, που παραπέμπουν στις «Ικέτιδες» του μεγάλη σκηνικού Ευριπίδη: «Άμυνε πατρί, πόλις άμυνε, παλλάδος… Προστάτευε την μητέρα, προστάτευέ την, ω πόλις της Παλλάδος…». Όμως, η χιλιοπρόσωπη αθλιότητα της αδίστακτης και χωρίς ηθικούς φραγμούς διεθνούς πολιτικής, παγίδευσε βάναυσα τις αξίες, για τις οποίες η Ελλάδα αγωνίστηκε. Η ηθική ανάπλαση της γης δεν συντελέστηκε και η χώρα μας δεν βρήκε την ιστορική της δικαίωση, πράγμα που οδηγεί τη λαβωμένη από την αδικία συνείδηση του μεγάλου ποιητή και μαχητή Οδυσσέα Ελύτη σε εξέγερση: «Αδελφοί, μας εγέλασαν! / Γι’ αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας». Συνοπτικά: Ο νόστος για το «πατρώον έδαφος», η αγάπη για την Πατρίδα, γίνεται στον Ελύτη συγκλονιστική ταραχή, που θυμίζει τους «γόους» και τους θρήνους της θεάς Θέτιδος στον Όμηρο ή τον Αγαμέμνονα, καταφιλούντα το χώμα, «δάκρυα θερμά χέοντ’ επεί ασπασίως ίδε γαίαν», τον Ησίοδο, όπου η λατρεία της «Ιερής Ελλάδος» μετουσιώνεται σε συναίσθημα θρησκευτικό, την μούρα του Καλλίνου «τιμήεν τε γαρ έστι και αγλαόν μάχεσθαι γης περί: τιμημένο και ένδοξο να μάχεται κανείς για τη γη του», τον παιάνα του Τυρταίου «τεθνάμεναι γαρ καλόν»! Ο Ελύτης, ωστόσο, δεν παρακολουθεί τον ελληνισμό στις υψηλές κορυφές των δυνατοτήτων του μόνον, ούτε υμνεί μόνο τη μεγαλοσύνη του και τις άφθαρτες στιγμές των αγώνων του, αλλά επιψαύει και τις αθλιότητες, που θανάσιμα τον απείλησαν. Ο «ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» του, είναι μία κραυγή αγωνίας για την πορεία της χώρας του, προβληματισμού φωνή και συγχρόνως παραίνεση φρονηματισμού. Και δεν θα έπρεπε να υπάρχει Σχολείον, σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαιδεύσεως, στο οποίον να μη διδάσκονται, να μην αναλύονται και να μην ερμηνεύονται ιδιαίτερα και ειδικότερα οι Τέσσερες Προβολείς του «Μικρού Ναυτίλου». Πρόκειται για γυμναστήριο Συνειδήσεων, για άσκηση ελληνίδων ψυχών, για άσκηση πνευμάτων. Παραπέμπω μόνον στους Προβολείς του «Μικρού Ναυτίλου» και διερωτώμαι: Γιατί, αλήθεια, θάφτηκαν στη σιωπή; Προς τούτοις, είναι απόλυτα ειλικρινής η ομολογία του Ελύτη ότι «δεν ανήκει πουθενά». Ανήκει ΜΟΝΟ στην Ελλάδα: «Αύριο μεθαύριο κινάμε πάλι για την πρώτη γραμμή», θα πει ο Ποιητής. Νιώθει σε όλη του τη ζωή ως έφεδρος αξιωματικός, στρατευμένος στην εκπλήρωση της υψηλής αποστολής του Ελληνισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, χρόνια μετά την αφυπηρέτησή του, εγγράφεται ως μέλος του ΣΕΑΝ Λέσβου. Όχι λίγες φορές, στην κατάφορτη από πνευματική δημιουργία και παγκόσμιες διακρίσεις ζωή του, βοούν μέσα του οι φωνές των στρατιωτών του στο μέτωπο: «Με τσάι του βουνού και κουραμάνα την περνάμε, κύριε ανθυπολοχαγέ!» Αλλά ακόμη πιο χαρακτηριστική και άκρως συγκινητική, είναι η ευχαριστήρια επιστολή του προς την Ανωτάτη Πανελλήνιον Ομοσπονδία Εφέδρων Αξιωματικών (ΑΠΟΕΑ) μετά την εκ μέρους της απονομή της ύψιστης τιμητικής διακρίσεως, του Χρυσού Σταυρού, στον Ποιητή, ο οποίος, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «…Την ευχαριστώ και σαν ποιητής και σαν συνάδελφος. Και ζητώ από όλα τα μέλη της να δείξουν κατανόηση. Πρέπει να ξέρουν ότι έχω πλήρη συνείδηση της σημασίας που έχει η πράξη αυτή. Σ’ όλη μου τη σταδιοδρομία, τόσο κατά το διάστημα της στρατιωτικής μου θητείας, όσο και της υπηρεσίας μου ως ανθυπολοχαγού στην πρώτη γραμμή του μετώπου της Αλβανίας, υπήρξα μάρτυς των τεραστίων υπηρεσιών και θυσιών που έχει προσφέρει στο έθνος το Σώμα των Ελλήνων Εφέδρων Αξιωματικών, και κατ’ επανάληψιν στις συνεντεύξεις μου το έχω τονίσει. Το Άσμα μου άλλωστε -που γι’ αυτό, φαίνεται, είπατε τόσα συγκινητικά λόγια- υπήρξε μία συμβολική απόδοση τιμής στον κυριότερο συντελεστή της Νίκης, τον Έλληνα έφεδρο αξιωματικό, που η Οργάνωσή σας εκπροσωπεί…». Είναι, νομίζω, εδώ ο οικείος τόπος να παραθέσω όσα ο Ελύτης γράφει για τον Μακρυγιάννη. Ισχύουν εις το ακέραιον διά τον ίδιο τον ποιητή: «Όλος ο καημός της Ρωμιοσύνης πάλλει σε μερικά λόγια του»! 6. ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ Είναι -όχι λίγο- παράτολμη η προσπάθεια να αποτιμηθεί σύνολο το έργο του Ελύτη, αφού είναι παγκόσμια καταξιωμένο και αφού, ζώντος του Ποιητού, είχεν ήδη κερδίσει την αθανασία. Πίνακες κλασικής ζωγραφικής είναι οι στίχοι του και οι σκέψεις του διαυγείς, υψιπέτιδες, ωσάν φως εωθινό «αναθάλλουσαι ως ελαία καρποφόρος… και ως κυπάρισσος υψουμένη εν νεφέλαις…», ενώ αποδίδουν την πνευματική φυσιογνωμία και την ποιητική ποιότητα του Ελύτη οι λόγοι που μεταχειρίσθηκε ο J. Meier-Graefe στο «Ισπανικό Ταξίδι» του (Spanische Reise) για τον Γκρέκο: «Ο Γκρέκο είναι επάνω από όλους. Είναι όπως ο Δάντης και ο Σαίξπηρ, ο δημιουργός μιας νέας γλώσσας, με την οποία κανένας καλλιτέχνης δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναπεί τόσο σπουδαία πράγματα» ή, για να επαναλάβω ό,τι έχει γραφεί για τον μοναδικό Ιωάννη-Παύλο Ρίχτερ: «Αθάνατος ποιητής, φως και αγλάισμα του αιώνος, ηγεμών της διανοίας, μεγαλοφυής, σοφώτατος!» Όποιος, τώρα, αληθινός φίλος της Τέχνης, μελετώντας με «θύρες ανοιχτές και παράθυρα ανοιχτά», συλληφθεί στα θελκτικά δίκτυα της Ποιητικής του, στην οποία βέβαια συγκαταριθμώ και τα πεζά του κείμενα, ποιητικότερα εν γένει των εμμέτρων του, θα παραμείνει εσαεί εις το έλεος της γοητείας της. Η Ποιητική του Ελύτη είναι μαγευτική και πολύφωνη. Μπορεί, ωστόσο, να διακριθούν δύο ξεχωριστές φωνές. Η μία εκφράζεται στα «ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ», με τον στίχο: «Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω», που σημαίνει: Ζω ως θνητός και δημιουργώ ως αθάνατος. Η σκέψη αυτή συνειρμικά ανακαλεί στη μνήμη τη θρυλική απάντηση που έδωσε στον Θεό ο Μιχαήλ Άγγελος, αυτός ο τρισμέγιστος: «-Ποιον ζητάς μέσα σε τούτη την πέτρα που πελεκάς, Μιχαήλ Άγγελε; - Εσένα, Κύριε! Ποιον άλλον, και μάχομαι να έρθω κοντά σου, όσο μπορώ!» ή τη θερμή ικεσία προς το Αιώνιο του τραγικού φιλοσόφου Νίτσε: «Έχεις φύγει. Όχι! Έλα πίσω. Μ’ όλα σου τα βασανιστήρια! Ω, γύρνα πίσω στον τελευταίον από όλους τους μοναχικούς. Όλα τα ποτάμια από τα δάκρυά μου κυλούν κατά σένα! Ω, γύρνα πίσω… Πόνε μου! Στερνή μου ευτυχία». Η δεύτερη φωνή είναι κραυγή, λατρεία προς την Ελλάδα (των θαλασσών και των βράχων της, της Μυθολογίας, της Ιστορίας και του Πολιτισμού της), προς την οποίαν ομοιώθηκε: «Της Πατρίδος μου πάλι / ομοιώθηκα». Και προς αυτήν: «Γύρισα τα μάτια / δάκρυα γιομάτα» ή απλά, όπως το εξομολογείται ο ποιητής στον «ΗΛΙΟ ΤΟΝ ΗΛΙΑΤΟΡΑ»: «Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ, μόνον ετούτον αγαπώ»! Πηγή: ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΝΑΙ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Ποιος είναι ο Γρηγόρης Κωσταράς Ο Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς γεννήθηκε στο Πυργί του Δήμου Αγρινίου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύτηκε στη Φιλοσοφία-Ψυχολογία στα Πανεπιστήμια του Αμβούργου και της Κοπεγχάγης υπό την επιστημονική καθοδήγηση διαπρεπών καθηγητών: K.F. v Weizsäcker, P. Aubenque, Kl. Oehler, P. Hofstsätter, K. Pawlik, H. Nickel, R. Tausch κ.ά. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και απεφοίτησε από τη «Σχολή Ψυχολογικής Αμύνης» του Οϊσκίρχεν. Εξελέγη επιμελητής του Εργαστηρίου Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής. του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντεταλμένος υφηγητής, επίκουρος καθηγητής, αναπληρωτής και, τέλος, καθηγητής. Είναι εκλεγμένο μέλος πολλών ελληνικών και ξένων επιστημονικών εταιρειών με ευρεία συμμετοχή σε διεθνείς εκπροσωπήσεις και επιστημονικά συνέδρια. Διδακτικό έργο ασκεί όχι μόνο στη Φιλοσοφική, αλλά και σε άλλες πανεπιστημιακές σχολές, ενώ προσκεκλημένος έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια της αλλοδαπής και έχει μετάσχει σε μεγάλα διεθνή ερευνητικά κέντρα. Στο συγγραφικό του έργο -εκτός από τα 46 αυτοτελή βιβλία του- κεντρική θέση έχουν οι διατριβές, μελέτες και ανακοινώσεις -περισσότερες από 304-, δημοσιευμένες σε έγκυρα ελληνικά και ξένα περιοδικά. Πολυσήμαντο είναι και το μεταφραστικό του έργο: K. Fr. von Weizsacker, ο πλέον διάσημος δάσκαλός του, G. Müller, F. Austeda, Ortega ü Gasset κ.ά. Είναι μερικοί από τους συγγραφείς, τα έργα των οποίων μεταφράζει, ενώ αναλύει και εκτενώς σχολιάζει του μέγιστου Πολωνού φιλοσόφου I.M. Bochensci το «Δρόμοι φιλοσοφικού στοχασμού». Οι κριτικοί υπογραμμίζουν την ερευνητική σπουδαιότητα των φιλοσοφικού και ψυχολογικού περιεχομένου μελετών του που δημοσιεύονται στις διάφορες Εγκυκλοπαίδειες, όπως στο «Φιλοσοφικό - Κοινωνιολογικό Λεξικό» (εκδ. Καποπούλου) ή στην «Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα», των οποίων υπήρξε βασικός συνεργάτης. Τα φιλοσοφικού - ψυχολογικού περιεχομένου άρθρα (τα πλείστα) της «Μπριτάννικα - Λαρούς» τα συνέγραψεν ο καθηγητής Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς. Στο πλαίσιο μιας εργώδους κοινωνικής, πολιτικής και εθνικής δραστηριότητας, είδαν το φως της δημοσιότητας υπέρ τα 300 άρθρα από τις στήλες των μεγαλύτερων αθηναϊκών εφημερίδων. Το συγγραφικό του έργο - ξενόγλωσσο, ελληνιστί γραμμένο ή μεταφρασμένο - έχει μεγάλη απήχηση. Έτυχε, τέλος, πολλών τιμητικών διακρίσεων. «Το έργο του καθηγητού Γρηγ. Κωσταρά μοιάζει με δροσερή πηγή, από την οποία τρέχουν άφθονες, γάργαρες σκέψεις». R.T. Wallis (The classical Review, τεύχος 4, 1982) «Το έργο του καθηγητού Γρηγ. Κωσταρά διακρίνεται για το εύρος των γνώσεων, την ακρίβεια της αναλύσεως, τη σαφήνεια της ερμηνείας». P. Aubenque (επιστολή προς Alexander - Humbolt - Stiftung) «Στο έργο του καθηγητού κ. Γρηγ. Κωσταρά θα βρούμε βαθιές συλλήψεις, με τις οποίες υπερβαίνει τις αντιθέσεις και φθάνει σε μία θαυμάσια σύνθεση». Fr. D’ Agostino (Rivista internazionale di Filosofia del Diritto, 1980) «Τα συγγράμματά του διακρίνονται για την πυκνότητα των νοημάτων, τη σαφήνεια, τη μεθοδικότητα και την εμβρίθεια». (Pesado en Salamanticensis 1991) «Το έργο του κ. Κωσταρά είναι σπουδαίο, πυκνό και σύνθετο, καρπός μιας πολύμοχθης και ευσυνείδητης ερευνητικής προσπάθειας». P. Henry (Rev. Belge de Philosophie et Historie, 1981). Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Γρηγόρης Κωσταράς, 27/10/2023 - 11:59 Στοχαστής και Ποιητής ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του Άξιον Εστί Με άξονα την Ελλάδα!
Γρηγόρης Κωσταράς, 11/09/2023 - 11:19 Παιδεία, Ελευθερία & Δημοκρατία ή «Υπόθεσις δημοκρατικής πολιτείας ελευθερία» (Αριστοτέλης)
Γρηγόρης Κωσταράς, 12/07/2023 - 15:40 Γυναικείον Δράμα και Δίκαιη Πολιτεία! - Οι ιδέες του Πλάτωνα για την γυναίκα και τα δικαιώματά της!
Η απόγνωση και οι νέοι ή εξορκισμός των ολέθριων συνεπειών «Όταν μία γενιά ασχολείται με το στόχο της, δεν γίνεται να νιώσει κόπωση» 1.- Κίβδηλοι καιροί και αγνοί νέοι Κάθε εποχή, όσο... Γρηγόρης Κωσταράς, 29/12/2022 - 16:00
Πέντε επιστολές προς γονείς ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό πλάσμα, μέσα στο οποίο φανερώνονται τα όντα: Μέσα στη ματιά του φωτίζεται και καθρεπτίζεται,... Γρηγόρης Κωσταράς, 04/11/2022 - 09:04
Η Δύναμη της Δημοκρατίας «Και δεν συνηθίζει ο δήμος να αναδείχνει κάθε τόσο έναν κατ’ εξοχήν προστάτη του και να του χαρίζει περιωπή και... Γρηγόρης Κωσταράς, 08/09/2022 - 09:07
Η γλώσσα μας (Ι) Η γλώσσα είναι ο ιερός ναός του πνεύματος και ο οίκος του πολιτισμού. Δίχως τη γλωσσική ανάπτυξη θα ήταν... Γρηγόρης Κωσταράς, 05/07/2022 - 10:36
Η θέαση του Μυστηρίου, ως πράξη αποκαλυπτική στον Γρηγόριο Νύσσης και ο θάνατος του θανάτου στη Σταύρωση και την Ανάσταση! Είναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική το πρόβλημα της υπερβάσεως του... Γρηγόρης Κωσταράς, 03/05/2022 - 11:03
Στην Σταύρωση και την Ανάσταση - Του Γρηγόρη Φιλ. Κωσταρά «Ο Ιησούς δεν αφήνει, φαίνεται, μετά την Ανάστασή Του να εγγίζουμε παρά μόνο τις πληγές Του: Δεν πρέπει να ενώνουμε... Γρηγόρης Κωσταράς, 20/04/2022 - 14:14