Γρηγόρης Κωσταράς, 3/5/2022 - 11:03 facebook twitter linkedin Η θέαση του Μυστηρίου, ως πράξη αποκαλυπτική στον Γρηγόριο Νύσσης και ο θάνατος του θανάτου στη Σταύρωση και την Ανάσταση! Γρηγόρης Κωσταράς, 3/5/2022 facebook twitter linkedin Είναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική το πρόβλημα της υπερβάσεως του δυϊσμού. Το φως, άλλωστε, του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού χαμήλωσε, αλλά δεν έσβησε ποτέ. Οι Προσωκρατικοί, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Σχολές τους, και ιδιαιτέρως ο Νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου, επηρέασαν βαθύτατα τη μεσαιωνική, βυζαντινή και δυτικοευρωπαϊκή, δηλαδή την πατερική και σχολαστική φιλοσοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές έθεσαν και συζήτησαν όλα τα μεγάλα οντολογικά, γνωσιολογικά και αξιολογικά προβλήματα. Υπήρξαν οι πρωτοπόροι και αθλοφόροι του Λόγου. Στις πνευματικές φλέβες όλων των μεταγενεστέρων -είναι αναντίλεκτο- τρέχει το δικό τους φιλοσοφικό αίμα, αφού μάλιστα κάθε πνευματικό γεγονός αποτελεί κρίκον μιας αλληλένδετης σειράς, μιας συνοδοντώσεως, και τομή ή άλμα, επομένως δεν υπάρχει σ’ αυτή την αδιάκοπη εσωτερική σχέση. Έτσι, ο Χριστιανισμός, εν αναφορά προς το πρόβλημα της υπερβάσεως του δυϊσμού, θέτει ως αρχήν εκείνη την ιδέα που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ο παγανιστικός στοχασμός: την άρση του «επέκεινα» του Θεού, την ουσιαστικήν ενότητα θείου και ανθρώπινου. Η θεμελιώδης αυτή ιδέα είναι ότι ο Θεός-άνθρωπος εγένετο. Από εδώ πηγάζει ο Ενισμός, γνώρισμα όχι μόνον της πατερικής και σχολαστικής, αλλά και όλης της νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας. Η πατερική φιλοσοφία, τώρα, είτε ως πρώιμη πατερική δηλαδή ως ιερατικός γνωστικισμός, απολογητισμός και ορθόδοξη κατεύθυνση που έβλεπεν ως αποστολή την υπεράσπιση της Αποκαλύψεως από εξωτερικές και εσωτερικές επιθέσεις και διαμφισβητήσεις˙ είτε ως ύψιστη πατερική ή φιλοσοφία της Ακμής, η οποία ύστερα από την καθιέρωση της ανεξιθρησκείας, το 313, και την Ιερά Σύνοδο της Νίκας, το 325, ανέπτυξεν ελεύθερα τη χριστιανική αντίληψη˙ είτε ως όψιμη πατερική, που συνέλεγε τη φιλοσοφική κληρονομιά και την παρέδιδε στους επόμενους διανοητές, αγωνίσθηκε να ερμηνεύσει έλλογα τον Χριστιανισμό και να δώσει αντικειμενικό περιεχόμενο στην πίστη. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη νέων αληθειών, αλλά για λογική τεκμηρίωση, περαιτέρω διάδοση και αφομοίωση του γνωστού πνευματικού αγαθού των Ελλήνων. Απολογητές και Αντιγνωστικοί, οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αντιοχείας -μεταξύ των οποίων και ο διαπρύσιος κήρυκας των χριστιανικών αληθειών Ιωάννης ο Χρυσόστομος- και οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξανδρείας -μεταξύ των οποίων οι Καισαρείας Ευσέβιος και Μέγας Αθανάσιος- ήσαν βαθείς μελετητές και γνώστες εγκρατείς όλης της προηγούμενης φιλοσοφικής και γενικότερα πνευματικής παραδόσεως. Της Σχολής της Αλεξανδρείας, όμως, κορυφώνουν το κύρος οι με κοινή φιλία προς τον Ωριγένη και τη μέθοδό του της αλληγορικής ερμηνείας των κειμένων συνδεόμενοι τρεις μεγάλοι φωστήρες της Καππαδοκίας: Ο Μέγας Βασίλειος, ο λόγιος αδελφός του Γρηγόριος, Επίσκοπος Νύσσης και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος. Ο Γρηγόρης Νύσσης υπερακόντισε τους δύο άλλους Καππαδόκες σε θεωρητική δύναμη. Η οποία δείχνεται και στη διαπραγμάτευση του προβλήματος των σχέσεων Γνώσεως - Πίστεως, ενός προβλήματος που κυριαρχεί σε όλη τη χριστιανική φιλοσοφία, στη Φιλοσοφία της Αποκαλύψεως και στη Φιλοσοφική Ανθρωπολογία, που αποτελεί τη μεγάλη δόξα και το μέγα κατόρθωμα του Γρηγορίου. Σχετικά με το πρόβλημα Γνώσεως - Πίστεως, ενώ οι προηγούμενοι ταύτιζαν ή χώριζαν τη Γνώση από την Πίστη, ο Γρηγόριος επισημαίνει δύο διαφορές μεταξύ των δύο απόψεων: Η πίστη προέρχεται από τον Θεό, η γνώση από το λογικό˙ εκείνη απαντά σε θρησκευτικά ερωτήματα, η δεύτερη σε προβλήματα αφορώντα τον κόσμο. Αν, ωστόσο, η πίστη πηγάζει από την Αποκάλυψη και η γνώση από το λόγο, τη λογική και αν Αποκάλυψη και Λόγος κατάγονται από τον Θεό, εξυπακούεται ότι δεν υφίσταται καμία αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και στη γνώση, αν και διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της γνώσεως είναι μία πρόταση που κατανοούμε, της πίστεως όμως μία πρόταση την οποία δεν κατανοούμε. Γι’ αυτό η ίδια πρόταση δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί, δηλαδή να γνωσθεί και συγχρόνως να γίνει πιστευτή. Τη σημασία της φιλοσοφίας εντός της θεολογίας ο Γρηγόριος βλέπει ως συνόψει ως εξής: Πρώτον, η φιλοσοφία με το λογικό αποδεικτικό της χαρακτήρα αποτελεί προϋπόθεση της θεολογίας˙ δεύτερον, της δίδει την μέθοδο˙ τρίτον, εξάγει τα πορίσματα και, τέταρτον, ερμηνεύει την Αποκάλυψη με εικόνες. Τούτο καθίσταται δυνατόν, επειδή η γνώση, ως βασική λειτουργία του πνεύματος, είναι: α) είτε εποπτική, που πηγάζει από τη νόηση (intellectus), είτε β) έλλογη, που εκπηδά από το λόγο (ratio). Στην ψυχή του Γρηγορίου ενοικεί μία ευσεβής πείνα για λογικές αποδείξεις. Αλλά χαρακτηριστικόν είναι, και για τη Φιλοσοφική του Ανθρωπολογία και για τη Φιλοσοφία της Αποκαλύψεως, το ότι δέχεται στον περίφημο «Κατηχητικό Λόγο» του πως «ο λόγος είναι απαγής»: ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από σάρκα και ψυχή, ανήκει τόσον στο βασίλειο του πνεύματος όσον και στο βασίλειο του σώματος και τα συνδέει και τα δύο σε κόσμο. Όλη η εξέλιξη του ανθρώπου κατευθύνεται από την ψυχήν, διανεμημένην απ’ αρχής σε όλο το σώμα. Η ενέργεια, όμως, της ψυχής, εκδιπλώνεται με την ανάπτυξη του ανθρώπου: «Επειδή γαρ φθαρτή και ασθενής ημών η φύσις, διά τούτο ωκύμορος η ζωή, ανυπόστατος η δύναμις, απαγής ο λόγος…», όπως λέει στον «Κατηχητικό» του, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κατά κόσμον και εν τω κόσμω ζώντα άνθρωπο και στον ιδεώδη. Ο εδώ είναι ατελής και παροδικός˙ ο ιδεώδης άνθρωπος είναι αιώνιος, ενιαίος και αδιάκριτος, μη χωρισμένος δηλαδή σε άρρεν και θήλυ˙ ο εγκόσμιος, αντιθέτως, είναι μεμειγμένος και «κεχυμένος εις αίσθησιν», κατά την πλατωνική και πλωτινική έκφραση. Η επιστροφή στον Θεό καθίσταται δυνατή μόνον αν ο άνθρωπος αρνηθεί την αίσθηση και βυθισθεί στους χώρους εκείνης της εσωτερικότητας όπου μπορεί να «ιδεί» και να «θεασθεί» τον ασύλληπτο και αόρατο. Στη Φιλοσοφία της Αποκαλύψεως, ο Γρηγόριος πιστεύει ότι η γνώση του Θεού ως του Απολύτου, του Απείρου, του Υπερβατικού, φθάνει στα όρια εκείνα που δεν δύναται να δρασκελίσει ο ανθρώπινος λόγος. Προς το Επέκεινα οδηγούν βέβαια δύο δρόμοι: ο φιλοσοφικός και ο θρησκευτικός. Η φιλοσοφική γνώση οδηγεί λογικά και διαλεκτικά στην αλήθεια των χριστιανικών δοξασιών. Η θρησκευτική πίστη ανοίγει τους ορίζοντες να θεασθεί, να ιδεί άμεσα ο άνθρωπος το ανεννόητο Μυστήριο του Όντος και τοιουτοτρόπως θέτει σε δεινή δοκιμασία την αντοχή της φιλοσοφικής γνώσεως. Αυτή η θέα ή θέαση, αυτή η θεωρία, είναι κοίταγμα χωρίς να βλέπουμε, σκέψη χωρίς να στοχαζόμαστε, σύλληψη χωρίς να νοούμε, διότι η Αποκάλυψη και ο Θεός είναι επέκεινα της γνώσεως˙ δεν συλλαμβάνονται με το νου και δεν εκφράζονται με τους ανθρώπινους λόγους. Στον περιώνυμο ύμνο του, πτήση μεγαλειώδους πνοής και σπάνιας φιλοσοφικής δυνάμεως, ο Γρηγόριος επιχειρεί να βιώσει το Άγνωστο και να αναδεχθεί μέσα του το ασύλληπτο βάθος του Μυστηρίου. Έτσι, ο Γρηγόριος οικοδομεί έναν χριστιανικό Μυστικισμό, που επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία και θεολογία -απορητική ή διαλεκτική- και μη, έως μέγιστο φιλόσοφο-ποιητή Hölderin, στον κύκλο των «Τιτάνων» του: «Ο βαθύνους Θεός αποστέργει το παράκαιρο φανέρωμα»! Η θέαση αυτή πηγάζει από την πενία του νου και την ένδεια του λόγου, που λειτουργούν ως κοφτερή επίγνωση ότι το Ουσιώδες απουσιάζει, δεν συλλαμβάνεται: «Ως πάντων επέκεινα! Τι γαρ θέμις άλλο σε μέλπειν; Πώς λόγος υμνήσει σε; Συ γαρ λόγω ουδενί ρητός. Πώς νοός αρθρήσει σε; Συ γαρ νόω ουδενί ληπτός. Μούνος εών άφραστος˙ επεί τέκες όσα λαλείται. Μούνος εών άγνωστος˙ επεί τέκες όσα νοείται. Πάντα σε και λαλέοντα και ου λαλέοντα λιγαίνει...». Ο Γρηγόριος εδώ μεταγράφει τη λογική χείρωση του Απολύτου, που είναι αδύνατη, σε μυστική ανάγκη για το Θείο, σε μια άμεση εμ-βίωση του Θείου. Η μυστική τούτη ανάγκη ρήγνυται ως ακαταπάλαιστη νοσταλγία εκ του ανθρώπου, που είναι η μοναδική παρ-ουσία του Ουσιώδους, γίνεται θέα του Ουσιώδους και ως θέα, θεωρία ή θέαση, μεταβάλλεται σε πράξη αποκαλυπτική του Μυστηρίου, συν-δετική με το Μυστήριο, τόσο πιο καρποφόρα, όσο πιο οξεία είναι η απλήρωτη γνωστική δίψα και βαθιά η αντίληψη πως ό,τι γνωρίζουμε είναι λίγο, ενώ ό,τι αγνοούμε είναι πολύ: ότι ενώπιόν μας απλώνεται το μέρος, όχι το Όλον. Η θέαση του Μυστηρίου μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα στην ερώσα και ορώσα το Απόλυτο ψυχή και το ερώμενο, που είναι το ίδιο το Άπειρο, το ίδιο το Επέκεινα. Θεώμεθα το υπέρ λόγον, την αρχέγονη αιτία πάντων, την αιώνια πηγή της Ζωής. Η θέαση ως ο ευδαίμων οφθαλμός της αιωνιότητος, η μυστική θέα γίνεται «μείζων του λόγου» και πράξη αποκαλυπτική, αφού τελεσιουργεί την κοινωνία της ψυχής με το Υπέρτατο, την οικειώνει με το MYSTERIUM MAGNUM του όντως Όντος και την εισάγει στο άδυτο, το άβατο, το αψηλάφητο φέγγος, είδος και κάλλος. Ο εξωτερικός οφθαλμός κλείνει και ανοίγει το έσω όμμα, το μόνον ικανό να ιδεί το αόρατο˙ το έσω ους, το μόνον ικανόν να ακροασθεί «τον σιγώμενον ύμνον», κατά τη φράση του Γρηγορίου˙ τον έσω νουν, τον μόνον ικανόν να διακρίνει πίσω από τα όντα το αιώνιο πρόσωπο του Θεού, που είναι «σκιρτημός και ήπιον δάκρυ» και «πυρ καταναλίσκον»! Έτσι, η θέαση του Όντος, η θεωρία του Θεού, δεν είναι κατάσταση παθητική, αλλά ενέργεια, πράξη συνεγγισμού, δράση ποντισμού στην αλήθεια του Θεού, οδοιπορία προς το Άγνωστο, γνωριμία με την αμετασάλευτη Αρχή, λυτρωτικός τρόπος υπερβάσεως της χοϊκής μας παρουσίας και ανυψώσεως προς το Απρόσιτο, πηγή του μυστικιστικού βιώματος και βυθισμός σε μια σιωπηλή και ενδόμυχη προσευχή, άρρητη δόνηση από τον ασίγητο πόθο του Αιωνίου, εκβολή σε μια αΐδια μακαριότητα, όπου ο έρως του θείου, η νοσταλγία του Υπερβατικού, ο Πόνος για το «πάντων επέκεινα» πληρούται. Αλλά η θέαση του Μυστηρίου είναι και υπό άλλη έννοια πράξη αποκαλυπτική. Εγείρει τη συνείδηση, τη μυεί και την καθαίρει και τη μεταποιεί σε «δύναμιν εις ενέργειαν ελθούσαν» και «εις όψιν ορώσαν» την αρμονία του κόσμου και τον εσωτερικό ρυθμό και το κάλλος του: όλα διηγούνται τη δόξα του Θεού και υμνούν ή αγγέλλουν την «ποίησιν των χειρών» Του και «μεγαλύνουν τα έργα» Του: «Πάντα σε και λαλέοντα και ου λαλέοντα λιγαίνει», γράφει ο Γρηγόριος, «πάντα σε και νοέοντα και ου νοέοντα γεραίρει». Έτσι, η ύπαρξη γαληνεύει μέσα σε μια σιωπηλή και καρποφόρα επίγνωση, ενωτιζόμενη τον «σιγώμενον ύμνον», τους ιλαρούς τόνους και τις δοξαστικές της σοφίας του Θεού μελωδίες της φύσεως, τη γλυκιά αρμονία των ουρανίων σφαιρών, τις μαρμαρυγές μιας αιώνιας ζωής. Λουσμένης από τους θελκτικούς ήχους ποιας -αλήθεια- μουσικής Συμφωνίας, θνητής φλυαρίας, μπροστά στη θέαση του ψυχικού Σύμπαντος; Με τη θέαση ευρύνονται οι διαστάσεις αυτού του εσωτερικού Σύμπαντος˙ θαυμασμός και δέος και γοητεία είναι τα συναισθήματα που μας καταφλέγουν. Μέσα μας με τα χέρια της ευλαβικής Πίστεως, που προετοίμασε τη θέαση, χτίζουμε τις ψηλές εκκλησιές και χωρίς πόδια ερχόμαστε κοντά του. Μέσα μας: «Niergens, Geliebte, wird Weltsein als innen: πουθενά, ποθεινή μου, δεν εκτείνεται ο κόσμος, εκτός από μέσα μας», τραγουδάει ο θεοφόρος μύστης και αποδημητής, ο ποιητής R.M. Rlilke. Μέσα μας «κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος»! Σωστά ψάλλει ο Δ. Σολωμός τον «έσω» άνθρωπο και επιχειρεί να αναγνωρίσει τον σύμπαντα κόσμο και τα όντα μέσα μας, μέσα στην αιθρία του εαυτού μας, μέσα στο διάφωτο και στη διακριτική του λάμψη. Η θέαση, ως πράξη αποκαλυπτική, μπορεί να ερμηνευθεί, προς τούτοις, ως μία Συνάντηση, βαθιά και αιφνίδια γνωριμία με το «μέγιστο μάθημα». Πρόκειται για τη θεία και ευλογημένη Στιγμή του εξαίφνης φωτισμού, οπότε «οίον από πυρός πηδήσαντος εξαφθέν φως εν τη ψυχή γενόμενον αυτό εαυτό ήδη τρέφει», κατά τον Πλάτωνα. Τούτο βέβαια το λαμπρό φως καθορά μόνον ο ηλιοειδής οφθαλμός της καρδιάς. Έτσι, η θέαση του Μυστηρίου γίνεται φως εν τη σκοτία, λαμπηδόνα που καταυγάζει τις υπάρξεις, αστροπελέκι που μέσα στη μακρινή χειμέρια νύχτα του λογικού μετουσιώνει τη μωρία της σοφίας σε σοφία της μωρίας και μεταποιεί την αβέβαιη γνώση σε ακράδαντη πίστη: Σε πλήρωση, όπως την επιποθεί ο Νίτσε, το κεραυνωμένο και τραγικά ραγισμένο αυτό πνεύμα των χαλεπών καιρών, και την εκφράζει στα ποιήματά του «Φώναξες; Κύριε, έρχομαι», «Γεσθημανή και Γολγοθάς» και κυρίως «Στον Άγνωστο Θεό»: «Θέλω να σε γνωρίσω, Άγνωστε, / εσένα που μέσα βαθιά στην ψυχή μου βυθίζεσαι… Ασύλληπτε, που σε κρατώ μέσα μου. / Θέλω να σε γνωρίσω / και πιο πολύ ακόμη να σε υπηρετήσω»! Ατυχώς, ο Νίτσε προτίμησε να ανεβεί στο λογικό ικρίωμα και να αφεθεί επάνω σ’ αυτό, αγωνιζόμενος να συλλάβει το Απρόσιτο, θέλοντας να φθάσει στη γνώση της πηγής, παρά να δροσισθεί στην πηγή της Γνώσεως, και αγνοώντας την ειδοποίηση του Γρηγορίου Νύσσης: «Υπερνεφέας δε καλύπτρας, τις νόος ουρανίδης εισδύσεται;» Η εποχή μας, όμως, καλόν είναι να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της αυτήν την ειδοποίηση και να αποφύγει την «ύβριν» της πίστεως στην παντοδυναμία της λογικής, που εκδιώκει την πίστη προς το Απρόσιτο, αφού και η φιλοσοφική γνώση και η θρησκευτική πίστη δεν είναι αντίδικες, αλλά συλλειτουργοί της αλήθειας. Διότι ενισχύουν μια ζώσα πνευματική πρόοδο και γίνονται τρόποι μετασχηματισμού της συνειδήσεως του ανθρώπου, έστω κι αν φαίνονται εχθρικές μεταξύ τους και ασυμφιλίωτες, έστω και αν ίστανται σε διαφορετικά επίπεδα, έστω κι αν συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις και τάσεις του ερευνώντος πνεύματος: Η γνώση περισφίγγει με λογικούς όρους, πολιορκεί με έλλογες κατηγορίες το κάστρο του Όντος και αγωνίζεται να το εκπορθήσει˙ η πίστη ειρηνεύει μέσω θρησκευτικού βιώματος την ανώλεθρη μεταφυσική μας χρεία. Σε μια υψηλή και λυτρωτική συνάντηση Γνώσεως - Πίστεως, πρέπει να αναζητηθεί η σωτηρία ως ζεύξη του παροδικού με το αιώνιο και ως συνείδηση της μηδαμινότητας του κόσμου και της πληρότητας της πρώτης Αρχής, του «πάντων επέκεινα». Ή κατά τον τρόπον του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: «Διά πλούτον άπειρον υπάρχω πένης, και μηδέν έχειν δοκώ πολύ κατέχω, και λέγω διψώ διά πλήθος υδάτων»! «Κλαίγοντας και γελώντας σαν μικρό παιδί», κατά τον Δάντη, έρχεται στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου. Και, για να μείνει σαν τα ροδαλά μάγουλα της παιδούλας που έκλαιγε και γελούσε, χρειάζεται όλες τις αρετές, αλλά κυρίως την Αγάπη - και ως amor hominisκαι ως amor Dei˙ την Αγάπη που ανοίγει το δρόμο στη θέαση του Μυστηρίου, άγιο Μυστήριο η ίδια, και που -όπως λέγει ο O. Wilde- πρέπει να τη δέχεται κανείς γονατιστός και η φράση: «Domine, non sum dingus: Κύριε, ουκ ειμί άξιος», να βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές εκείνων που την δέχονται. Ή κατά τον λόγον του Αγρίππα Ντ’ Ωμπινιέ: «Κύριε, δος στ’ αδύνατα πρόβατα το σωτήριο σέβας»! Έτσι, η αποσυνάγωγος εποχή μας θα ελπίζει να ακούσει τη μακάρια φωνή: «Αφέονται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ». Στην Σταύρωση και την Ανάσταση «Ο Ιησούς δεν αφήνει, φαίνεται, μετά την Ανάστασή Του να εγγίζουμε παρά μόνο τις πληγές Του: Δεν πρέπει να ενώνουμε τον εαυτό μας παρά μόνο με τα πάθη Του… Ο Χριστός θα βρίσκεται σε αγωνία ως τη συντέλεια του κόσμου. Σε όλο αυτό το διάστημα, δεν πρέπει να μας παίρνει ύπνος». NEWSLETTER Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα. Πασκάλ Με τον Πόνο πραγματοποιήθηκε ο καθαγιασμός του κόσμου. Ο Εσταυρωμένος είναι η ενσάρκωση του πόνου που οδήγησε στον θρίαμβο. Έπρεπε να υπάρξει αυτός ο Πόνος, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδύνατη η σωτηρία του Ανθρώπου. Οι συγκλονιστικές σκηνές των Παθών του Κυρίου έδειξαν ότι η ψυχή κατά την ανθρώπινη φύση της αποβαίνει ήρεμη και κραταιά, ικανή να βαστάζει την ύπατη θλίψη και δυνατή να υπομένει καρτερικά και τον πλέον άφατο Πόνο. Οι στιγμές αυτές της μεγάλης οδύνης διδάσκουν ότι η ψυχή στον αιώνιο πυρήνα της μένει ανέπαφη από τα πλήγματα του κόσμου: το θείο και το ανώλεθρο, που ενοικούν σ’ αυτήν, μένουν αναλλοίωτα από τα τραύματα της γης. Αυτή είναι η ουσία της χριστιανικής μακαριότητας που δοκιμάστηκε στο Όρος των Ελαιών και εκπορεύτηκε από το Σταυρό, ως πνοή αιωνιότητας. Από την αιωνιότητα, άλλωστε, είναι πλημμυρισμένη η θρησκευτική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, της Εβδομάδας της καρδιάς. Μέσα μας έχει το θρόνο της, τη γέννησή της και το θάνατό της, η αιωνιότητα. Με το λογισμό της νήφουσας καρδίας, με τη μεταφυσική κίνηση της ψυχής συμμετέχουμε στα έσχατα, άχραντα Μυστήρια και βιώνουμε «τας απαρχάς των Παθών» και το λαμπροφόρο τέλος του Θείου Δράματος. Ασφαλώς, δεν υπάρχουν παρόμοιες σε τραγικό μεγαλείο σκηνές: Δείπνο Μυστικός σε φεγγαρόλουστο κήπου που -αλίμονο!- θα τον διαδεχθεί το προδοτικό φίλημα. Βαθύτατη αγωνία του Θεανθρώπου, με συνέπεια το ανθρώπινο ξέσπασμά του: «Πάτερ, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Η φωνή της σιγής και ο ύπνος των μαθητών που διευκολύνουν να ακούεται γυμνός ο καλπασμός της αγωνίας του Διδασκάλου. Ο θρίαμβος της ύλης, καθώς ο ορμητικός μαθητής με τα πρώτα χαμόγελα της αυγής θ’ αρνηθεί τον Κύριο, ο αρχιερέας των Ιουδαίων θα σχίσει έξαλλος τα ιμάτιά του και ο Πόντιος Πιλάτος, ξεπλύνοντας τα χέρια του, θα γίνει η πιο κόκκινη μορφή της ιστορίας. Στη συνέχεια, οι σκηνές του πάθους, με την τραγική τους απόχρωση, αποκλείουν κάθε προσδιορισμό: Η μαστίγωση, το ακάνθινο στεφάνι, οι στρατιώτες που φιλονικούν για τα ρούχα του Αθώου. Το ανέβασμα στο Γολγοθά και στο Σταυρό, μπροστά στα μάτια της Μάνας Του και του μαθητού που τόσο αγαπούσε. Ο μητρικός σπαραγμός, που πέφτει σαν αστροπελέκι στην ψυχή της, καθώς καταβάλλεται προσπάθεια να συγκρατηθεί. Ο θρήνος που ξεσπά σε βαθύ παράπονο, η κραυγή της Μάνας που γίνεται παράξενα θελκτική: «Πού πορεύει τέκνον; Τίνος χάριν τον τραχύν νυν τελείς δρόμον;... Δός μοι λόγον, Λόγε μη σιγών παρέλθεις με ο αγνήν τηρήσας με, ο υιός και Θεός μου». Η απλά υιική απάντηση του Σταυρωμένου: «Τί δακρύεις, Μήτερ; Μη πάθω; Μη θάνω; Πώς ουν σώσω τον Αδάμ; Απόθου ουν, Μήτερ, την λύπην, απόθου και πορεύου εν χαρά». Και ο επίλογος: Ο φοβερός σεισμός, το «τετέλεσται», ο ενταφιασμός. Τώρα, τίποτε δεν σαλεύει στα άγια μέρη, ούτε το απόηχο του διψασμένου για αίμα λαού. Θεία σιγή τονίζει τη γλυκιά παρουσία της σαγηνευτικής Του μορφής. Και από το βάθος του μελιχρού ορίζοντα καταφθάνει η λαλιά Εκείνου που έγινε εικόνα του ανθρώπινου πόνου. Εκείνου που εννόησε την πίκρα του ορφανού, το φως του τυφλού, την παράξενη νοσταλγία του ασώτου. Εκείνου που εξαφάνισε την ασχήμια της αμαρτίας και φανέρωσε την ομορφιά της ψυχής. Έτσι ήσυχα, φοβισμένα, διάβηκεν η ημέρα. Και καθώς οι ύστατες σκιές της νύχτας αρχίζουν να υποχωρούν, τις μυροφόρες συνέχει η απορία: «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» Σκοτάδι στο νου και αγωνία στην ψυχή. Όμως, για λίγο. Γιατί ο λίθος του θανάτου έγινε συντρίμμια από το φως της Ζωής. Ασύλληπτες οι στιγμές της Αναστάσεως. Αλλά θα τολμήσει ο Μελωδός: «Και άφνω ησυχία και δειλία κατεκράτησε της κτίσεως απάσης˙ ο Δεσπότης γαρ της φύσεως των μνημάτων εξήρχετο». Η ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου έχει συντελεσθεί. Οι στρατιώτες δεν μπορούν να συνέλθουν από το φόβο, οι μυροφόρες από το θάμβος και ο δρομαίος μαθητής -που ανάγκασε άλλοτε τον πετεινό να λαλήσει- θα εισέλθει στο μνήμα για να πεισθεί. Θα το βρει λουσμένο από το φως της Ζωής. Ύστερα, θα οδεύσουν όλοι μαζί για τους Εμμαούς. Εκεί, θα τους τυλίξει ο Χριστός με το γλυκύτατο φως του «Ειρήνη Υμίν». Η πίκρα των μαθητών θα γίνει χαρά, η δειλία τόλμη και η αμφιβολία πίστη˙ καθώς ο Θάνατος έγινε Ζωή και το μίσος αγάπη. Την αγάπη, όπως την εδίδαξε Εκείνος στις μαγευτικές αγρογιαλιές της Γεννησαρέτ, όπως την επεκύρωσεν επάνω στο Σταυρό και όπως την εσκόρπισε σε όλη την κτίση το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως. Τώρα κατάλαβε η ανθρωπότης, γιατί η μαγεία του Κυρίου μπορούσε να δώσει την ειρήνη στις χειμαζόμενες και αγωνιώσες ψυχές. Από το κενό μνήμα Του και την «καινήν εντολήν» ανάβλυσε μια καινούργια ζωής: Η χριστιανική ζωή, με τις νέες ηθικές της αξίες. Ο Χριστιανισμός προκάλεσε ανακατάταξη στον πίνακα των αξιών και ετοποθέτησε την αγάπη στη θέση της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη ήταν για τους αρχαίους Έλληνες η σπουδαιότερη κοινωνική αρετή. Η αγάπη για τους Χριστιανούς, «αδελφούς εν Κυρίω», θα γίνει τώρα ο γνώμονας που θα ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Και είναι η κατάταξη αυτή αρκετά αποκαλυπτική της ουσίας του χριστιανικού πνεύματος, που σαν θεία δρόσος «απέσταξε» και έλυσε τον φλογμόν της πολυθεΐας. Έτσι, άνοιξε η θέα των Ουρανών και πληρώθηκε ο κραταιός πόθος της Λυτρώσεως. Η οποία ανέβλυσε από το ξύλο του Σταυρού. Ο Σταυρός πάλι, έγινε Ζωή και Ανάσταση˙ η σιωπηλή Κτίση τυλίχθηκε στο φως, που εισέδυσε έως τα καταχθόνια και έως τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Με τη Σταύρωση και την Ανάσταση τελετουργείται ο θρίαμβος και αποκαλύπτεται η μεγαλοσύνη και η δύναμη του πνεύματος, που οδήγησε τον Άνθρωπο σε μια σιωπηλή και ενδόμυχη προσευχή˙ τον έφερε κοντά στην αληθινή Ζωή˙ τον γέμισε με πίστη προς την αγάπη και την ελπίδα της τελειώσεως˙ τον απελευθέρωσε από την ένδεια της ατομικότητας και, τέλος, τον όπλισε με τον ισχυρό πόθο της νοσταλγίας για το Απέραντο. Ο κ. Γρηγόρης Φιλ. Κωσταράς γεννήθηκε, ως όγδοο από τα εννέα παιδιά του ιερέα Φιλίππου Γρηγ. Κωσταρά και της πρεσβυτέρας Σπυριδούλας, στο χωριό Πυργί του Δήμου Αγρινίου, όπου διδάχθηκε τα εγκύκλια μαθήματα. ΄Έδωσε επιτυχείς εξετάσεις στις Σχολές Φιλοσοφική και Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών και επειδή αρίστευσε και πέρασε μεταξύ των 5 πρώτων έλαβε κρατική υποτροφία 4ετή. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική το 1960. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός-ανθυπίλαρχος (ΤΘ). Ειδικεύτηκε στη Φιλοσοφία-Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, στη Γερμανία, καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, στη Δανία. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και αποφοίτησε από τη «Σχολή Ψυχολογικής Αμύνης» του Οϊσκίρχεν. Αργότερα εξελέγη επιμελητής του Εργαστηρίου Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντεταλμένος αφηγητής και επίκουρος καθηγητής, αναπληρωτής και, τέλος, καθηγητής. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται 46 πολυσέλιδα αυτοτελή βιβλία και τουλάχιστον 255 διατριβές, μελέτες και ανακοινώσεις, δημοσιευμένες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Δείτε το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο Ασφαλιστικό ΝΑΙ, τεύχος 195, Μάρτιος - Απρίλιος 2022 (Πατήστε επάνω στη φωτογραφία για μεγέθυνση): Ακολουθήστε το Nextdeal.gr στο Google News .
Γρηγόρης Κωσταράς, 27/10/2023 - 11:59 Στοχαστής και Ποιητής ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του Άξιον Εστί Με άξονα την Ελλάδα!
Γρηγόρης Κωσταράς, 11/09/2023 - 11:19 Παιδεία, Ελευθερία & Δημοκρατία ή «Υπόθεσις δημοκρατικής πολιτείας ελευθερία» (Αριστοτέλης)
Γρηγόρης Κωσταράς, 12/07/2023 - 15:40 Γυναικείον Δράμα και Δίκαιη Πολιτεία! - Οι ιδέες του Πλάτωνα για την γυναίκα και τα δικαιώματά της!
Η απόγνωση και οι νέοι ή εξορκισμός των ολέθριων συνεπειών «Όταν μία γενιά ασχολείται με το στόχο της, δεν γίνεται να νιώσει κόπωση» 1.- Κίβδηλοι καιροί και αγνοί νέοι Κάθε εποχή, όσο... Γρηγόρης Κωσταράς, 29/12/2022 - 16:00
Πέντε επιστολές προς γονείς ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό πλάσμα, μέσα στο οποίο φανερώνονται τα όντα: Μέσα στη ματιά του φωτίζεται και καθρεπτίζεται,... Γρηγόρης Κωσταράς, 04/11/2022 - 09:04
Η Δύναμη της Δημοκρατίας «Και δεν συνηθίζει ο δήμος να αναδείχνει κάθε τόσο έναν κατ’ εξοχήν προστάτη του και να του χαρίζει περιωπή και... Γρηγόρης Κωσταράς, 08/09/2022 - 09:07
Η γλώσσα μας (Ι) Η γλώσσα είναι ο ιερός ναός του πνεύματος και ο οίκος του πολιτισμού. Δίχως τη γλωσσική ανάπτυξη θα ήταν... Γρηγόρης Κωσταράς, 05/07/2022 - 10:36
Η θέαση του Μυστηρίου, ως πράξη αποκαλυπτική στον Γρηγόριο Νύσσης και ο θάνατος του θανάτου στη Σταύρωση και την Ανάσταση! Είναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική το πρόβλημα της υπερβάσεως του... Γρηγόρης Κωσταράς, 03/05/2022 - 11:03
Στην Σταύρωση και την Ανάσταση - Του Γρηγόρη Φιλ. Κωσταρά «Ο Ιησούς δεν αφήνει, φαίνεται, μετά την Ανάστασή Του να εγγίζουμε παρά μόνο τις πληγές Του: Δεν πρέπει να ενώνουμε... Γρηγόρης Κωσταράς, 20/04/2022 - 14:14