Για να μπορούμε να αξιοποιήσουμε το χαρτοφυλάκιο μας καλύτερα, είναι σημαντικό να έχουμε ένα σχέδιο για το πως θα μας αποδώσει περισσότερες αμοιβές.
Οι έννοιες Cross-selling και upselling μερικές φορές χρησιμοποιούνται ως ίδιες, αλλά στη πραγματικότητα έχουν διαφορές και στην ουσία τους και στην εφαρμογή τους.
Το Cross-selling προσφέρει στους πελάτες επιπλέον προϊόντα ή υπηρεσίες που συμπληρώνουν και ενισχύουν την αρχική τους αγορά.
Για παράδειγμα αν ένας πελάτης έχει ένα πρόγραμμα υγείας και διαπιστώσετε πως συχνά επισκέπτεται γιατρούς, η προσθήκη μιας εξωνοσοκομειακής κάλυψης, θα του δώσει μια πιο ολοκληρωμένη κάλυψη.
Το ίδιο θα πετύχετε αν προσθέσετε μέσα στο συμβόλαιο, καλύψεις όπως Βασικές Ασθένειες, Προσωπικό Ατύχημα κτλ.
Όλες οι παραπάνω προσθήκες, είναι πράξεις Cross-selling.
Ευκαιρίες για Cross-selling παρουσιάζονται κατά την ετήσια εξυπηρέτηση, όταν βγει μια καινούργια κάλυψη που θέλετε να τη γνωστοποιήσετε στον πελάτη ή ακόμα και μετά από μια αποζημίωση.
Ενώ το Cross-selling περιλαμβάνει την προσθήκη στο αρχικό συμβόλαιο, σχετικών καλύψεων με την υπάρχουσα, το Upselling είναι η αλλαγή του τρέχοντος συμβολαίου με μια αναβαθμισμένη και πιο ακριβή έκδοση της κάλυψης που αρχικά είχε επιλέξει ο πελάτης.
Στην περίπτωση του Cross-selling έχουμε αύξηση των πωλήσεων, αλλά με το Upselling αυξάνουμε τόσο τις πωλήσεις (ποσοτικά) όσο και την δομή του χαρτοφυλακίου (ποιοτικά).
Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε αύξηση του μέσου όρου ασφαλίστρων.
Φυσικά ο πελάτης πρέπει να πειστεί πως η έκδοση με την υψηλότερη τιμή αξίζει τα χρήματα του.
Αυτό μπορεί να γίνει πιο εύκολα, όταν η νέα κάλυψη ανταποκρίνεται στις πραγματικές του ανάγκες.
Σε κάθε χαρτοφυλάκιο υπάρχουν συμβόλαια τα οποία δεν έγιναν από τη πρώτη στιγμή αυτό που θα μπορούσαν, για πολλούς λόγους.
Τόσο το Cross-selling όσο και το Upselling μπορούν να το διορθώσουν αυτό, διαμορφώνοντας ένα πιο υγειές και αποδοτικό χαρτοφυλάκιο.